(7η συνέχεια)
Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Πέρασε και αυτό το καλοκαίρι αφήνοντας ομορφιές αλλά και πικρίες. Τα δίδυμα έφυγαν για να ζήσουν και με τον πατέρα τους που τα είχε στερηθεί αλλά κι εκείνα το ίδιο. Μας κακοφάνηκε βέβαια. Ένοιωθα πως οι δρόμοι μας άρχισαν να χωρίζουν. Τι μπορούσαμε όμως να κάνουμε; Τίποτε. Το είχαν αποφασίσει εδώ και πολύ καρό και κανείς μας δε μπορούσε να τους σταματήσει. Ώρες καθόμασταν μαζί και συζητούσαμε για το πώς θα το έλεγαν στη μητέρα τους. Ήταν πολύ δύσκολο. Όταν όμως της το ανακοίνωσαν εκείνη δεν μίλησε, δεν είπε τίποτε, δεν αντέδρασε καθόλου, σα να περίμενε πως κάποτε θα ερχόταν αυτή η στιγμή. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη θεία μου, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Δε θα ξεχάσω ποτέ την αξιοπρέπεια της, το ανοιχτό της μυαλό, την ελευθερία…
Έφυγαν κι ένοιωσα ένα μεγάλο κενό. Όλα γύρω μου ήταν άδεια και σκοτεινά. Οι αδελφές μου δεν νοιάστηκαν και ιδιαίτερα. Αυτές είχαν αλλού το μυαλό τους, και πράγματι μετά από ένα χρόνο μας ανακοίνωσαν πως έχουν γνωρίσει δυο αγόρια και θα έρθουν να τις ζητήσουν σε γάμο. Ήρθαν πρώτα σε μένα. Κτύπησαν την πόρτα του δωματίου μου.
«Μίνα θέλουμε να σου πούμε κάτι» έκαναν και οι δυο μαζί. Το μυαλό μου πήγε πάλι στο θέατρο. Ανακάθισα και χαμογέλασα με ευχαρίστηση. Αλλά είχα πέσει πολύ έξω. Το θέατρο για εκείνες είχε σβήσει εδώ και πολύ καιρό. Μου μιλούσαν και οι δυο μαζί και δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγαν.
«Μια, μια βρε κορίτσια. Μια, μια… Δεν καταλαβαίνω τι λέτε». Κι έτσι πρώτη άρχισε η Σοφούλα να μου μιλά για κάποιον νέο που λες και ήταν θεός. Ο μοναδικός στον κόσμο, ο καλύτερος, ο… και χίλια δυο ο… Μετά συνέχισε η Λευκή για έναν άλλο θεό που και αυτός ήταν ο μοναδικός στην Γη. Με πήραν τα γέλια. Θύμωσαν μαζί μου και μου είπαν πως δεν θα μου ξαναμιλήσουν.
«Εμείς ήρθαμε να σου ζητήσουμε να μας βοηθήσεις και να το πεις στον μπαμπά κι εσύ γελάς» παραπονέθηκε πρώτη η Σοφούλα και στην συνέχεια Λευκή έβαλε τα κλάματα. Όχι αυτό βέβαια δεν ήθελα να συμβεί ποτέ.
«Συγνώμη» είπα και τις αγκάλιασα. «Θα μιλήσω εγώ στον μπαμπά και θα τον προετοιμάσω με τα καλύτερα λόγια για τα αγόρια σας». Μετά κλαίγαμε και οι τρεις από συγκίνηση.
Πρώτα τα δίδυμα και ύστερα οι αδελφές μου, που θα έφευγαν κι αυτές. Ο καθ’ ένας μας λίγο λίγο έπαιρνε τις αποφάσεις του για την ζωή.
Όταν μίλησα στον πατέρα μας για τους γαμπρούς θύμωσε πολύ. Ήταν στο γραφείο του, κτύπησα ελαφρά την πόρτα και την άνοιξα με σκυμμένο το κεφάλι. Κατάλαβε αμέσως πως κάτι συνέβαινε, αλλά σαφώς και δεν περίμενε παντρολογήματα.
«Πέρασε μέσα» είπε με τόνο αυστηρό. Μπήκα μέσα κι έκλεισα την πόρτα αθόρυβα. Κάθισα απέναντι του και ξεκίνησα το εγκώμιο για τις αδελφές μου και ύστερα για τα καλά παιδιά που γνώρισαν, αλλά δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου κι έγινε έξαλλος. Ούτε που περιγράφεται. Και σίγουρα είχε δίκιο αφού ήταν μικρές.
«Τόσο μικρές; Και οι δυο μαζί; Ακόμα πηγαίνετε σχολείο!» Τον άκουσα κάποια στιγμή να φωνάζει. Εκείνες έκλαιγαν. Με παρακαλούσαν να μεσολαβήσω.
Αλλά ο πατέρας δεν άκουγε τίποτε και κανέναν. Ώσπου να απαντήσει πέρασε πολύς καιρός. Ούτε που θυμάμαι πια και για το θέατρο μας κανείς δε νοιαζόταν. Τα κορίτσια είχαν βαρεθεί κι εγώ όποτε τις έλεγα για να δημιουργήσουμε κάτι δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον και τις πιο πολλές φορές νευρίαζαν μαζί μου.
Η Λευκή τέλειωσε το Λύκειο. Η Σοφούλα όμως…; Τα παράτησε. Τελικά παντρεύτηκαν την ίδια μέρα και ήταν ένας πολύ όμορφος γάμος. Δύο νύφες μαζί, ίδια ντυμένες και δυο γαμπροί. Ήταν όπως στα παραμύθια. Μετά όμως από το μήνα του μέλιτος άρχισε γι’ αυτές μια διαφορετική ζωή απ’ αυτή που ήξεραν. Δεν παραπονέθηκαν όμως ποτέ. Έδειχναν ευχαριστημένες κι αυτό έδινε χαρά στο πατέρα μας, που ανησυχούσε για την τύχη τους. Η Λευκή ασχολήθηκε με την αγγειοπλαστική. Κλεινόταν ώρες στο εργαστήριό της και ξεχνούσε ακόμα και να φάει. Οι εκθέσεις της πάντως άφησαν εποχή. Η Σοφούλα τελικά ξαναπήγε σχολείο και όταν το τελείωσε έμαθε διακοσμήτρια και δούλεψε μαζί με τον άντρα της.
Στο γάμο τους είχαν έρθει και τα δίδυμα. Πόσο διαφορετικά μου φάνηκαν! Είχαν αποκτήσει άλλον αέρα. Ο Πέτρος είχε αφήσει τα μαλλιά του λίγο μακριά και του πήγαιναν πολύ. Φορούσε και στρογγυλά γυαλιά και τον έκαναν να μοιάζει για σοφός. Η Ανθή είχε γίνει κοκκινομάλλα και ήταν πολύ όμορφη. Όσο όμως κι αν άλλαξαν εξωτερικά, η αγάπη τους δε λιγόστεψε και η φιλία που κάποτε νοιώθαμε μεγάλωσε και δεθήκαμε πιο πολύ. Καθίσαμε ώρες στη σοφίτα και μιλάγαμε για οτιδήποτε συνέβη όλον αυτό τον καιρό που έλειπαν.
«Τι κάνει το θέατρο μας;» με ρώτησαν.
«Τίποτε» απάντησα πικραμένη.
«Μη το εγκαταλείψεις ποτέ, Μίνα» μου είπε ο Πέτρος και μ’ έπιασε από τους ώμους. Με κοίταξε μέσα στα μάτια τόσο βαθιά… που τρόμαξα.
Την άλλη μέρα έφυγαν πάλι για την Αλεξάνδρεια αφήνοντας μας μόνους σ’ ένα σπίτι πραγματικά άδειο, αφού και η μητέρα τους πείσθηκε πια, πως πρέπει να πάει κοντά τους. «Μην εγκαταλείψεις το θέατρο» φώναξε ο Πέτρος καθώς έφευγε και η φωνή του σα να έμεινε καρφωμένη μέσα στα αυτιά μου και την άκουγα πολλές φορές να μου φωνάζει.
- Γιαγιά ο Φίλιππος το έκανε το συγκρότημα που έλεγε;
- Δεν έμαθα ποτέ.
- Γιατί; Δε σου έγραψε;
- Ο Φίλιππος μου ζήτησε να πάω μαζί του στην Αφρική. Εγώ όμως δε δέχτηκα. Δεν ήθελα ν’ αφήσω αυτό το μέρος που τόσο πολύ είχα πονέσει κι έζησα τόσο έντονα εκείνα τα χρόνια, τα παραμυθένια. Συμφωνήσαμε λοιπόν πως θα ήταν καλύτερα να μην αλληλογραφήσουμε ποτέ και ν’ αφήσουμε τη ζωή στην τύχη, που τελικά η δική μου τύχη ήταν ο παππούς σου.
- Πώς γνωριστήκατε γιαγιά;
- Αυτό το μέρος της ζωής μου ξεκινάει από τότε που πέθανε η δική μου γιαγιά.
- Θέλω ακόμα τόσα πολλά να μάθω! Τα διηγείσαι τόσο ωραία, σα να μου λες κάποιο παραμύθι. Όπως τότε που ήμουν μικρή. Θυμάσαι;
- Θυμάμαι…
- Πόσο θα ήθελα να γινόμουν τόσο δα μικρούλα και να είσαι πλάι μου, να λες διάφορες ιστορίες κι εγώ να σ’ ακούω!
- Μα είμαι πλάι σου και για μένα θα είσαι πάντα μικρούλα.
Η Μίνα έπιασε τα χέρια της εγγονής της, τα χάιδεψε τρυφερά και της έκανε νόημα να σκύψει, σα να ήθελε να της πει ένα μυστικό. Η Λένα έσκυψε και η γιαγιά ψιθύρισε, να μη την ακούσει κανείς άλλος.
- Δύο άνθρωποι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Ο Πέτρος κι εσύ.
- Εγώ γιατί; Εγώ μόνο ακούω τις ιστορίες σου.
- Και δεν είναι σημαντικό να θέλει κανείς να μ’ ακούει; Τότε που ήμασταν παιδιά και ο Πέτρος καθόταν και άκουγε τις ιστορίες μου και χαιρόταν τόσο πολύ με ό,τι του έλεγα. Με χειροκροτούσε και με γέμιζε αυτοπεποίθηση. Έτσι κι εγώ κάθε φορά προσπαθούσα να έχω κάτι καλύτερο να του πω και κάθε φορά του το αφιέρωνα. Τώρα που δεν μπορώ πια να προσφέρω τίποτε, δεν υπάρχει πιο σπουδαίο για μένα από το να μπορώ να διηγούμαι αυτές τις ιστορίες και να έχω ένα τόσο καλό ακροατή. Ας γυρίσουμε όμως καλύτερα σ’ εκείνη την εποχή που όλα γύρω μου είχαν αλλάξει.
Οι αδελφές μου έφυγαν για την επαρχία, μια και οι άνδρες τους ήταν από το ίδιο μέρος κι έβρισκαν πιο σωστό να εργαστούν στο τόπο τους. Η μητέρα στεναχωρήθηκε, γιατί τώρα ήξερε πως δεν θα τις έβλεπε συχνά. Εγώ τ’ απογεύματα βοηθούσα τον πατέρα μου στο γραφείο του και τις πιο πολλές φορές επιστρέφαμε μαζί το βράδυ.
Η μητέρα και η γιαγιά είχαν καταλήξει να μένουν όλη τη μέρα μόνες τους, σ’ ένα μεγάλο σπίτι κι από εκεί που κάποτε έσφυζε από ξεφωνητά και γέλια, τώρα έμεινε νεκρό. Όταν γύριζα μου φαινόταν τόσο παγωμένο. Η γιαγιά μου είχε μεγαλώσει πολύ. Καμιά φορά δεν καταλάβαινε τι της έλεγες. Το χειμώνα καθόταν πάντα μπροστά στο τζάκι, με βλέμμα απλανές, δεν κοίταζε τίποτε. Πολλές φορές ούτε έπαιρνε είδηση ποιος περνούσε από μπροστά της και τη μητέρα, την έβρισκα σχεδόν πάντα ξαπλωμένη. Κάθε βράδυ της πήγαινα ένα ποτήρι γάλα και την καληνύχτιζα. Δεν υπήρχε τίποτε να πούμε πια. Έστω για το πώς κύλησε η μέρα. Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά δε πέθανε μόνο το δάσος και το σπιτάκι του παππού, αλλά και κάτι μέσα μας.
Είχε περάσει καιρός κι όμως, στα μάτια μας έμενε ζωντανό εκείνο το ξημέρωμα, όταν οι φλόγες άρπαξαν κάθε τι όμορφο που υπήρχε και άφησαν μόνο καμένα δένδρα και στάχτες. Οι εποχές περνούσαν. Η μία διαδεχόταν την άλλη. Τίποτε όμως δεν άλλαζε τη ζωή μας.
Ήρθε χειμώνας κι ήταν παγωμένος. Συχνά το χιόνι έπεφτε πυκνό και μας ανάγκαζε να μένουμε στα σπίτια μας. Παρ’ όλη όμως τη βαρυχειμωνιά ανταμώναμε συχνά τον ήλιο. Οι ακτίνες του δε ζέσταιναν, δεν είχαν δύναμη κι εκείνες οι νύχτες που τ’ αστέρια φεγγοβολούσαν, ήταν τόσο κρύες και καθαρές. Τότε έβγαινα στον κήπο κι είχα την αίσθηση πως βρισκόμουν μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο δωμάτιο και θ’ άπλωνα το χέρι μου και θα άγγιζα τους παγωμένους του κρυστάλλινους τοίχους.
Σήκωνα τα μάτια προς τον ουρανό κι έψαχνα να βρω το πιο λαμπερό αστέρι, μήπως συναντήσω τα βλέμματα του Πέτρου και της Ανθής, μια και ξέραμε, πως κάποια συγκεκριμένη ώρα θα ήμασταν όλοι εκεί, στο αστέρι.
⁂
Η ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
~~~~~~~~~
Η Μίνα συνέχισε να διηγείται κι έμοιαζε πως ζούσε τόσο έντονα εκείνη την στιγμή της πρώτης συνάντησης με όλους εκείνους που δεν ήταν πια κοντά της που η Λένα για κάποια στιγμή φαντάστηκε πως θα τους έβλεπε κι εκείνη. Το έζησε στ’ αλήθεια; Ή ήταν μια επιθυμία βαθιά καρφωμένη στην ψυχή της;
~~~~~~~~~~
-Ένα βράδυ... εκεί που καθόμουν στις σκάλες του κήπου και αναπολούσα τα διάφορα γεγονότα που πέρασαν, από τότε που οι αδελφές μου με ξεσήκωσαν με την ιδέα του θιάσου και το πώς αυτή η ιδέα έφτασε στο τέλος της, ένοιωσα τα βλέμματα όλων μας καρφωμένα σε ένα λαμπερό αστέρι. Το κρύο με διαπερνούσε, αναστατωμένη μπήκα μέσα. Έπρεπε σε κάποιον να μιλήσω, να πω αυτό που ένοιωσα. Πλησίασα τη γιαγιά μου που όπως πάντα ήταν μπροστά στο τζάκι.
«Γιαγιά, μου συνέβη κάτι παράξενο». Δεν μου απάντησε. Κοίταζε το κενό.
Έπιασα τα χέρια της. Ήταν παγωμένα. «Μαμά… Μαμά!» φώναξα με όση δύναμη είχα.
«Μη φωνάζεις. Θα ξυπνήσεις τη γιαγιά σου» μου απάντησε καθώς μας πλησίαζε.
Τραβήχτηκα στη γωνιά του δωματίου, έμεινα αμίλητη... και τον παππού μου εγώ τον είχα βρει, όταν ήμουν πολύ μικρή ακόμα, καθισμένο σε μια πολυθρόνα στο σπιτάκι του και κρατούσε κάτι ψάθες για τις καρέκλες που έφτιαχνε. Εκείνες τις καρέκλες για το θέατρο. Δεν ξέρω αν αυτό ήταν ευχή ή κατάρα. Δεν μπορούσα να κλάψω. Δεν μπορούσα να πονέσω. Ήμουν μόνη, παγιδευμένη σ’ ένα παράξενο κόσμο, ξένη. Σα να ήρθα από κάπου πολύ μακριά. Την κοίταζα και ήταν τόσο ήρεμη όσο ποτέ, κι εγώ σαν κάτι ν’ αντλούσα απ’ αυτή τη γαλήνη του προσώπου της.
Κάποτε είχα ακούσει πως όταν κανείς φύγει απ’ αυτή τη ζωή, δε χάνεται, απλά μ’ ένα πλοίο πάει ν’ αράξει σ’ ένα άλλο λιμάνι κι εκεί θα ζήσει για πάντα. Κι έτσι έδειχνε, πως πραγματικά άρχιζε γι’ αυτήν ένα μακρύ όμορφο ταξίδι. Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο. Το χιόνι έπεφτε πυκνό και δεν ξεχώριζα που είναι οι δρόμοι. Λες και βρισκόμουν πάνω απ’ τα σύννεφα και θα συναντούσα το παππού και θα μου έλεγε: «Ξέρεις γιατί είναι τόσο λευκό; Επειδή έρχεται απ’ τα Ουράνια, που κατοικούν οι Αγγέλοι».
Την άλλη μέρα ο ήλιος προσπαθούσε να ζεστάνει την κρύα γη και να λιώσει τα χιόνια που την νύχτα σκέπασαν τους κήπους. Μας συνόδευσε ως την εκκλησία και μπήκε μέσα απ’ τα χρωματιστά τζάμια κι έμεινε με όλους μαζί ως το τέλος. Κανείς δεν έλειπε.
Μέρες προσπαθούσα να μαντέψω από πού πηγάζει αυτή η απέραντη γαλήνη. Τι είναι αυτό που μπορεί να ζει κανείς εκείνη τη στιγμή. Μάταια, το μυαλό μου είχε πια κουραστεί. Κάποια στιγμή μου ήρθε μια σκέψη. Ίσως εδώ κάτω στη Γη να μην υπάρχει και να είναι κάτι σαν όμορφο όνειρο, έξω από τα σύνορα του ανθρώπινου νου.
Ανέβηκα στη σοφίτα και άρχισα να περιεργάζομαι ό,τι εύρισκα μπροστά μου, όπως κάνουν τα μικρά παιδιά. Όλα τα πράγματα έχουν δύο όψεις, αυτή που βλέπουμε κι αυτή που δεν φαίνεται, έτσι κι εμείς οι άνθρωποι έχουμε δυο πλευρές. Η μία είναι εκείνη που ζει την ζωή έτσι απλά, χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο. Η άλλη όμως; Είναι εκείνη που κάποια στιγμή θα θελήσει να βγει έξω και να φωνάξει: «Είμαι κι εγώ εδώ!»
…Αισθάνθηκα τον εαυτόν μου να γυρίζει μέσα στο άπειρο, απογυμνωμένο από κάθε τι που τον βασάνιζε. Ένοιωσα την κάθε ομορφιά της ζωής μου να την ζω ξεχωριστά και δεν ήθελα να ξεφύγω απ’ αυτό κι ας έπρεπε να επιστρέψω στη πραγματικότητα. Βρισκόμουν έξω απ’ αυτό τον κόσμο. Κάπου όπου το φως είναι δυνατό και διάχυτο, χωρίς εμπόδια. Κατάλαβα πως μόνο εκεί η ψυχή μπορεί να συναντήσει αυτούς που έφυγαν μακριά, κι ένοιωσα το χάδι τους. Δε χρειαζόταν πια να βλέπω κάποιον ή να μυρίζω το άρωμα του για να καταλάβω πως είναι πλάι μου, πως με ακούει ή πως με βλέπει, απλά αισθανόμουν την παρουσία του. Ήταν εδώ, μαζί μου…
Προσπάθησα όλες αυτές τις σκέψεις και τα συναισθήματα μου να τα γράψω με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργήσω μια φανταστική ιστορία έξω απ’ την πραγματική μας ζωή σ’ αυτούς τους κόσμους που μόνο τη νύχτα στα όνειρα μας τους συναντούμε κι ας μην είναι πάντα όμορφα κι ας μας τρομάζουν.
Έχοντας λοιπόν μπροστά στα μάτια μου ένα ταξιδιάρικο πουλί που φεύγει και χάνεται μέσα στα χρώματα και τη μουσική και δε γυρίζει πίσω ποτέ, παρά μένει εκεί, για να ζήσει τις ομορφιές που δε βρήκε αλλού, άρχισε η περιπλάνηση μου. Ξεκίνησα να γράφω μια ιστορία για δυο αδελφές, όπου ο όρκος τους για μια αιώνια αγάπη και φιλία τις οδήγησε σε μια άλλη διάσταση. Ήταν ο χώρος εκείνος που η ζωή μπαίνει μέσα στο όνειρο και το όνειρο μπαίνει μέσα στην ζωή.
Η επιμονή του Πέτρου να μην εγκαταλείψω το θέατρο. Οι κτύποι του μεγάλου ρολογιού της εκκλησίας, η μουσική, τα λόγια του Φίλιππου ηχούσαν μέσα στ’ αυτιά μου κι εγώ έγραφα χωρίς να σταματώ και μέσα σ’ όλο αυτό το συνονθύλευμα ήμουν εγώ η ίδια που βρισκόμουν εκεί, ελεύθερη πια.
Αυτό υπήρξε και το θεατρικό μου έργο. Όταν το τελείωσα έστειλα στον Πέτρο τα χειρόγραφα και του έγραψα μια αφιέρωση. Όπως έκανα πάντα.
«Στον καλύτερο ξάδελφο του κόσμου, που κάθεται και μ’ ακούει και δε με βαριέται ποτέ. Θέλω να ξέρει πως είδα το χρώμα της μουσικής».
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ήρθε. Πράγματι τον είδα απ’ το παράθυρό μου. Έτρεξα σα σίφουνας στην αγκαλιά του κι εκείνος με σήκωσε ψηλά κι άρχισε να με στριφογυρίζει και να φωνάζει: «Είσαι καταπληκτική! Είσαι καταπληκτική!»
Τον κράτησα σφιχτά απ’ το λαιμό κι έδεσα τα χέρια μου από πίσω του, ενώ άφησα το κεφάλι μου να πέσει βαρύ πάνω στον ώμο του. Ήταν η πρώτη φορά που μετά από καιρό βρισκόμουν πάλι τόσο κοντά του. Πιασμένοι απ’ τα χέρια, σαν μαθητούδια, ανεβήκαμε στη σοφίτα. Πόσες αναμνήσεις μας ήρθαν στο μυαλό. Όταν παιδιά ακόμα είχαμε ορκισθεί εχεμύθεια και παντοτινή φιλία.
«Τι ήταν αυτό που σ’ έκανε να γράψεις αυτή την ιστορία;» με ρώτησε κάποια στιγμή. «Η γιαγιά, του αποκρίθηκα και η ανάγκη που είχα να μιλήσω με όλους εσάς που λείπετε και σας χρειάζομαι». «Δηλαδή;» με ξαναρώτησε, με περισσότερη περιέργεια από πριν. Τον κοίταξα.
Θυμάμαι πως ο ένας καθόταν αντίκρυ απ’ τον άλλον κι εγώ άρχισα να του λέω τις σκέψεις μου, ενώ εκείνος με άκουγε, χωρίς ανάσα, κι εγώ διηγούμουν χωρίς να καταπίνω το σάλιο μου.
«Όλα άρχισαν απ’ την ώρα που είδα το πρόσωπο της γιαγιάς. Έδειχνε τόσο ατάραχη και καθώς περνούσαν από μπροστά μου εικόνες της δικής μου ζωής, που γαλήνευαν την ψυχή μου όπως… όταν μικρή ακόμα με τον παππού, που βλέπαμε την ακύμαντη θάλασσα και προσπαθούσα με πετρούλες να σπάσω τα νερά της ή μετά τη βροχή, οι στάλες που έπεφταν από τα βρεγμένα φύλλα κι έσκαγαν σαν μπαλίτσες πάνω στις πλάκες κι εγώ έβαζα τις φούχτες μου από κάτω, για να πέσουν εκεί, να μη πονέσουν. Την όμορφη Αυγή και τον Ήλιο ν’ ακολουθεί την πορεία του προς το κέντρο του ουρανού ή την ξαστεριά εκείνες τις νύχτες του καλοκαιριού, που δε θέλαμε να πάμε για ύπνο. Θυμάσαι; Μήπως την άλλη μέρα δεν είναι έτσι ίδιες. Τα άστρα που έπεφταν κι άφηναν ασημί γραμμές, που χάνονταν στο βάθος του ουρανού. Αλλά και την όμορφη μουσική που μου έπαιζες. Αισθάνθηκα πως βρισκόμουν έξω από το σώμα μου. Σε μια ατμόσφαιρα που δεν είναι Γήινη, όχι όμως απλησίαστη. Από εκεί μπορούσα να βλέπω ό,τι συνέβαινε στη Γη και να μιλώ με αυτούς που βρίσκονταν μακριά μου. Ο ψυχικός μου κόσμος πλούτισε. Η ζωή μου άρχισε να παίρνει αξία και κάθε τι να έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Η ανάγκη του να γνωρίσω αυτόν τον άγνωστο κόσμο έγινε αυτοσκοπός. Ποιος όμως μπορούσε να μου μιλήσει γι’ αυτόν; Σίγουρα κανείς. Έτσι, άφησα τον εαυτόν μου ελεύθερο, να εκφράσει μια ιδέα μέσα από μια φανταστική ιστορία. Χρησιμοποίησα ονόματα και πρόσωπα της οικογένειάς μου δημιουργώντας μέσα στον ίδιο μου εαυτό δύο διαφορετικούς ανθρώπους, που περιπλανήθηκαν στο σύμπαν. Ήθελα εκεί, στο σύμπαν να μείνει ο πόνος, να μην κατέβει στη Γη».
Ο Πέτρος καθώς με άκουγε να μιλώ, σηκώθηκε όρθιος. Στο μυαλό μου ήρθαν εικόνες απ’ αυτό που είχα γράψει. Μου φάνηκε πως ήταν ο ανακριτής της ιστορίας μου και τον ρώτησα: «Πέτρο, τι θα έκανες αν έπρεπε να ψάξεις κάπου, οπουδήποτε για να βρεις κάποιον που χάθηκε στο άπειρο;» «Θα έκλεινα τα μάτια μου» μου είπε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Έκλεισε τα μάτια του και συνέχισε. «Θα αφοσιωνόμουν στα χρώματα και τα σχήματα, που θα έβλεπα, θ’ άφηνα τη φαντασία μου ελεύθερη ώσπου να φτάσει σ’ εκείνο το χρυσό συρματόπλεγμα και μέσα στα όνειρα μου, θα έβρισκα τον χαμένο μου εαυτό».
«Πέτρο είσαι ο καλύτερος μου φίλος» είπα. Σηκώθηκα κι εγώ όρθια και τον φίλησα.
⁂
Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Οι ώρες περνούσαν και η Μίνα συνέχιζε ακατάπαυστα να διηγείται στην Λένα την ζωή της με εκείνους που ένωσε τις πιο βαθιές της επιθυμίες.
-Ο Πέτρος με υποστήριζε πάντοτε Λένα μου. Οτιδήποτε κι αν έκανα το έβρισκε τέλειο κι έτσι αισθανόμουν περήφανη γι’ αυτό που ήμουν. Οι μέρες μαζί του πέρασαν γρήγορα κι ήταν τόσο γεμάτες! Το μυαλό και η καρδιά θαρρείς πως δε χώραγαν τίποτε περισσότερο κι εγώ ήθελα τόσα ακόμα ν’ αρπάξω και να δημιουργήσω. Όταν όμως γνώρισα τον φίλο του, τον Αλέξανδρο, δηλαδή τον παππού σου η ζωή μου άλλαξε. Θαρρείς πως μεγάλωσα απότομα. Μου είπε πως είχαν γνωριστεί στην Αίγυπτο. Εκείνος ήταν σκηνοθέτης. Η αγάπη που είχε για το θέατρο ήταν πολύ μεγάλη. Όταν διάβασε την ιστορία μου ενθουσιάστηκε και ήρθε να με γνωρίσει… Θυμάμαι εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα σαν να είναι τώρα.
«Απ’ εδώ η ξαδέλφη μου» είπε ο Πέτρος κι έβαλε το χέρι του πάνω στον ώμο μου. Ένας αδύνατος ψηλός νέος με ξανθά μαλλιά κάπως μακριά που σκέπαζαν τ’ αυτιά του και με γαλανά μάτια στο χρώμα του ουρανού, στεκόταν μπρος στην εξώπορτα. Ο Πέτρος με τράβηξε ελαφρά κοντά του και συνέχισε κοιτάζοντάς με.
«Ξέρεις; Ο Αλέξανδρος είναι σκηνοθέτης. Έχει πάθος με το θέατρο. Είμαι σίγουρος πως θα συνεργαστείτε θαυμάσια». Ο ξένος μας, μου έδωσε το χέρι του.
«Ανυπομονούσα να σας γνωρίσω και να που τώρα είναι αλήθεια. Χαίρομαι πραγματικά πολύ». Του χαμογέλασα και περάσαμε στο σαλόνι. Το κρύο ήταν τσουχτερό και το τζάκι, παρ’ όλη τη δυνατή φωτιά που είχε, δεν έφερνε αρκετή ζέστη. Τα κούτσουρα καίγονταν και το καφέ τους χρώμα άλλαζε κι έμοιαζε πυρακτωμένο ατσάλι ενώ οι φλόγες τους ανέβαιναν και χώνονταν μέσα στην καμινάδα για να γίνουν καπνός και να χαθούν. Πήγα στην κουζίνα να ετοιμάσω τσάι και ο Πέτρος κέρασε λικέρ.
«Ούτε σπίτι σου να ήταν!» άκουσα τον Αλέξανδρο να του λέει.
«Μα η Μίνα είναι κάτι περισσότερο από ξαδέλφη. Είναι η αδελφή μου. Είμαστε πολύ δεμένοι, από τότε που γεννηθήκαμε και ό,τι υπάρχει εδώ μέσα το νοιώθω δικό μου. Ήμαστε μια οικογένεια. Πίστεψε με».
Μπήκα μέσα και διέκοψα τη συζήτηση τους κρατώντας ένα δίσκο με τρία φλιτζάνια, ένα τσαγιερό γεμάτο τσάι, φέτες λεμόνι και τη ζαχαριέρα με κύβους από ζάχαρη. Ο Πέτρος μ’ αγκάλιασε, τον αγκάλιασα κι εγώ, έτσι, γιατί ήθελα να καταλάβει ο καλεσμένος μας πως ό,τι του είπε λίγο πιο πριν, ήταν αληθινό κι εκείνος δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον πιστέψει. Αρκέστηκε σ’ ένα πλατύ χαμόγελο κι έβαλε στα φλιτζάνια το ζεστό τσάι.
«Μμμμ! Ωραίο τσάι!» είπε ενώ κοίταζε την ετικέτα. Μετά με ρώτησε πώς το πίνω.
«Σκέτο» απάντησα και τα μάτια του έτσι που με κοίταξε, νόμιζα πως άγγιξαν τα δικά μου. Το βλέμμα του ήταν αρκετά παγερό και σ’ έκανε να παγώνεις κι εσύ. Παρ’ όλα αυτά μου άρεσε. Απ’ όπου και να έστριβα το κεφάλι μου αισθανόμουν τα γαλάζια του μάτια επάνω μου κι ας έκανα λάθος. Οι γονείς μου έλειπαν. Έτσι είχαμε όλο το χρόνο με το μέρος μας, να μιλήσουμε για την ιστορία που είχα γράψει και που ήδη είχε ενθουσιάσει τον Πέτρο, τον Αλέξανδρο, αλλά και τον πατέρα του, ο οποίος την είχε διαβάσει κι εκείνος και μάλιστα είχε κρατήσει και σημειώσεις. Ήρθε σε λίγες μέρες, να γνωριστούμε.
«Το πόσο πολύ ο ένας μπορεί να πλησιάσει τον άλλον, όταν οι λέξεις και οι έννοιες μιας ιστορίας αγγίζουν την καρδιά είναι… απερίγραπτο!» Ήταν η πρώτη κουβέντα που μου είπε, ενώ και με τα δυο του χέρια έσφιξε τόσο δυνατά το χέρι μου, που πόνεσε. Πατέρας και γιος έμοιαζαν πολύ. Το σχήμα του προσώπου τους, το ίδιο χρώμα των ματιών, ακόμα και το ίδιο παγερό βλέμμα. Μόνο που τα μαλλιά του ήταν τελείως λευκά, σα το χιόνι κι ένα μικρό μούσι που κάλυπτε το πιγούνι έκανε το πρόσωπο του να φαίνεται ακόμα πιο λεπτό.
Ήρθαν και οι δυο καλοντυμένοι σα να επρόκειτο να με ζητήσουν σε γάμο. Ο Αλέξανδρος μάλιστα, μου πρόσφερε ένα καλάθι γεμάτο τριαντάφυλλα. Οι γονείς μου ενθουσιάστηκαν. Κι εγώ ένοιωσα ευτυχισμένη, όχι για τα λουλούδια, αλλά γιατί… το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ήταν η επικύρωση της συνεργασίας μας.
Ο ενθουσιασμός και η φλόγα που είχα μέσα μου δε θα έσβηναν ποτέ, αφού ό,τι έγραφα θα το διασκευάζαμε σε θεατρικό έργο και θα το ανεβάζαμε στο θέατρο, μια και ο πατέρας του είχε δικό του θίασο.
Το «Είδα το χρώμα της μουσικής» γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
- Γιαγιά είχα ακούσει πως το τέλος το έγραφαν οι θεατές. Πώς γινόταν αυτό;
- Η ιστορία Λένα μου ήταν ατελείωτη κι έπρεπε οπωσδήποτε να βρω ένα τέλος. Θυμάμαι πως κάποια φορά, είχα πάει βόλτα στη θάλασσα. Σκεπτόμουν πολύ έντονα το τέλος του θεατρικού μου έργου. Ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους θεατές. Πήρα τα παπούτσια μου στο χέρι και περπάτησα ξυπόλητη στην αμμουδιά. Είχε πολύ δυνατό αέρα. Τα κύματα νόμιζα πως στέκονταν όρθια μπροστά μου, άγρια θηρία, έτοιμα να με κατασπαράξουν. Ο ουρανός ήταν γεμάτος σύννεφα, που άλλαζαν
συνέχεια το σχήμα τους κι έπαιρναν ανθρώπινες μορφές. Ο ήλιος χανόταν. Τότε, αυτόματα ήρθε στο μυαλό μου η πρώτη ιστορία που είχα γράψει «Ο ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ».
Εκείνη τη στιγμή όμως ήταν όλα τόσο διαφορετικά. Εκείνη η γραμμή χώριζε την Γη από τον Ουρανό και η Λευκή βρισκόταν εκεί ψηλά και ζούσε ευτυχισμένη την κάθε στιγμή που κρατούσε αιώνια. Εάν επέστρεφε στη Γη θα έχανε αυτή την αέναη ομορφιά του Σύμπαντος Κόσμου. Έπρεπε λοιπόν να μείνει εκεί για πάντα. Πιθανόν όμως οι θεατές να μην έμεναν ικανοποιημένοι από ένα τέτοιο τέλος. Αποφάσισα λοιπόν να πρωτοτυπήσουμε, δίδοντας το ελεύθερο στο κοινό μας να γράψει το τέλος της ιστορίας.
Όταν τελείωνε η παράσταση, αφήναμε λίγη ώρα κενή, σα διάλειμμα, ώστε όποιοι ήθελαν, μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα δικό τους διάλογο. Έτσι λοιπόν κάποιος από τους θεατές έπαιρνε τη θέση του ανακριτή, κάποιος άλλος τη θέση της Μίνας ή και ακόμα της Λευκής. Το ενδιαφέρον ήταν μεγάλο.
Μέσα απ’ αυτή τη προσέγγιση του κοινού με το θέατρο και τη συγκεκριμένη ιστορία, πλησίασα περισσότερο τον ανθρώπινο νου και γνώρισα πτυχές της ζωής, αφού όλοι οι διάλογοι ήταν βγαλμένοι μέσα από εμπειρίες του παρελθόντος.
Ήταν η εξωτερίκευση της λύπης ή της χαράς για κάποιο όνειρο της ζωής.
Ήταν οι σκέψεις για το μέλλον κι εγώ διαπίστωσα, πως όσο πιο κοντά βρίσκεσαι με τους άλλους, τόσο περισσότερα μπορείς να δημιουργήσεις και να πιστέψεις σ’ αυτό που κάνεις.
-Και με τον παππού πότε παντρευτήκατε;
-Α! Με τον παππού σου παντρευτήκαμε πολύ γρήγορα. Ήρθε μια μέρα και με ζήτησε από τους γονείς μου. Κι εκείνοι φυσικά και τον δέχτηκαν με ενθουσιασμό, αφού έβλεπαν το πόσο ευτυχισμένη ήμουν. Τα όνειρα μου είχαν πραγματοποιηθεί. Τι άλλο μπορούσα να ζητήσω; Τι άλλο;
Ο γάμος μου έγινε σε εκείνη την εκκλησία με το μεγάλο καμπαναριό. Ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνη την ημέρα. Ούτε θα σβήσει ποτέ η αγάπη μου για τον παππού σου κι ας μην είμαστε πια κοντά. Έφυγε όταν οι λάμψεις και τα φώτα μ’ έκαναν να ξεχάσω, και το ενδιαφέρον μου για τους άλλους λιγόστευε.
Η Μίνα σταμάτησε απότομα. Οι σκηνές που ήρθαν στο μυαλό της την τρόμαξαν. Έπιασε τα χέρια της εγγονής της και τα ‘σφιξε μέσα στις χούφτες της.
Έτρεμε, η καρδιά της κτυπούσε δυνατά. Άνοιξε τα μάτια της διάπλατα και ύστερα τα έκλεισε σφικτά. Έβγαλε έναν αναστεναγμό και συνέχισε. Ποτέ δε μπορούσα να φανταστώ, της είπε, πως η επιτυχία σου μπορεί να χαλάσει τόσο ξαφνικά, αφού πρώτα ξεριζώσει τελείως την ευτυχία σου κι έτσι, όταν έπαψα να ενδιαφέρομαι για τον κόσμο των άλλων και δεν ήμουν εκεί όταν με χρειάστηκαν, πλήρωσα το λάθος μου και το τίμημα ήταν πολύ βαρύ.
Μη μπορώντας να κρατήσω κοντά μου τη θεία σου, μας εγκατέλειψε και σ’ ένα ταξίδι της στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, χάθηκε και δε την ξανάδαμε ποτέ πια. Μαζί της πήρε και τη δική μου ζωή, αφού από τότε σταμάτησε το ενδιαφέρον μου, όχι μόνο για το θέατρο, αλλά και για οτιδήποτε είχα αγαπήσει. Δε βρισκόμουν πια σ’ αυτούς τους όμορφους κόσμους που εγώ η ίδια είχα πλάσει, αλλά πλάι στα φαντάσματα του παρελθόντος, που μ’ έπνιγαν θάβοντας βαθιά μέσα στο χώμα τις χαρές μιας ξεχασμένης εποχής. Κανείς δεν μπόρεσε να επαναφέρει την ζωή που τόσο είχα αγαπήσει.
Σταμάτησε πάλι. Αναστέναξε βαθιά και σηκώθηκε. Πλησίασε το παράθυρο. Ο ήλιος άγγιξε το πρόσωπό της. Χωρίς να κοιτάξει την εγγονή της συμπλήρωσε. Σημασία πάντως έχει πως δεν χάθηκα κι έτσι κοντά σου ζωντάνεψε η όμορφη νιότη και βρήκα την ευτυχία εδώ κάτω στη Γη.
Η Λένα σηκώθηκε κι αυτή. Κοίταξε την γιαγιά της απορημένη. Ίσως δεν είχε καταλάβει όλα όσα της είχε πει. Και δεν την ρώτησε παρά μόνο αυτό που της είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση. Το τέλος της θεατρικής παράστασης.
- Δηλαδή γιαγιά, μπορείς τώρα να γράψεις το δικό σου τέλος στην ιστορία σου, όπως το σκέφτεσαι εσύ και όχι όπως το φαντάζονταν οι θεατές; Αφού και στη Γη μπορείς να είσαι ευτυχισμένος; Έτσι δεν είναι;
Το αθώο πρόσωπο της Λένας ήταν τόσο γλυκό και η ερώτηση της τόσο ξεκάθαρη και απλή, που η Μίνα μετά από πολλά χρόνια ξανάκλαψε. Ένοιωσε πάλι ευτυχισμένη, γιατί μπόρεσε να βγάλει από μέσα της τον πόνο αλλά και τις χαρές και να τις ξαναζήσει. Αγκάλιασε την εγγονή της και οι δυο έμειναν πολλή ώρα έτσι, σφιχταγκαλιασμένες. Το μεσημέρι είχε περάσει και όπως λέει ο λαός, με την μπουκιά στο στόμα, είχαν επιστρέψει στο κιόσκι, συνεπαρμένες και οι δυο, η μια απ’ την αίσθηση πως την αγγίζει πάλι το παρελθόν, η άλλη απ’ τη χαρά της διήγησης. Χωρίς να παίρνουν ανάσα είχαν αφεθεί σ’ αυτή τη μαγεία ενός κόσμου, που τελικά, κανείς δε μπορούσε να καταλάβει, αν ήταν πραγματικός.
Η Γη κατάπινε τον ήλιο και σε λίγο το κόκκινο χρώμα του μπερδεύτηκε με τα σύννεφα του ουρανού και σιγά σιγά άρχισε να ξεθωριάζει και να χάνεται πίσω απ’ τις γκρίζες κορφές των βουνών ή να σβήνει στο βάθος της θάλασσας. Το φεγγάρι ήρθε απ’ την άλλη μεριά του Κόσμου να πάρει τη θέση του. Η Λένα το είδε ν’ ανεβαίνει τον ουρανό, λαμπερό και ολοστρόγγυλο, έτοιμο να φωτίσει τα σκοτεινά σοκάκια. Άφησε απότομα την αγκαλιά της γιαγιάς της, ν’ αρπάξει απ’ το στόμα της ό,τι πολύτιμο είχε ακόμα απομείνει και τη ρώτησε:
- Γιαγιά… δεν μου είπες, πότε είδες τ’ αστέρια να μεγαλώνουν και να γίνονται προβολείς και να φωτίζουν την αίθουσα του θεάτρου;
Η Μίνα περπάτησε με αργά βήματα γύρω στο κιόσκι και χάιδεψε τις ξύλινες κολώνες του. Μετά στύλωσε τα μάτια της μακριά, σα να προσπαθούσε να θυμηθεί ή να δημιουργήσει εκείνη τη στιγμή το όνειρο και γύρισε προς την εγγονή της.
-Α! Λένα μου! Σ’ αυτό το κιόσκι, της είπε. Παίξαμε το πρώτο μας θεατρικό έργο. Ήταν λίγες μέρες πριν φύγει ο Φίλιππος για την Αφρική. Είχαμε καλέσει μερικούς φίλους της γειτονιάς και όπως η πίκρα απ’ τη πυρκαγιά είχε γκρεμίσει πολλές ελπίδες, το θεατράκι μας έδειχνε ν’ απαλύνει τον πόνο από τις πληγές της ψυχής κι έτσι όλοι δέχτηκαν με μεγάλη ευχαρίστηση την πρόσκλησή μας.
Ήταν η ζωή μας, σε μια παράσταση. Ήταν η σκέψη για το μέλλον μας. Ήταν η αγάπη μας, ο ένας για τον άλλον. Κι εκείνη η νύχτα ήταν τόσο γλυκιά που δε λέγεται!
Ο κόσμος χειροκροτούσε και μας χάριζε μπουκετάκια λουλούδια κι εγώ τότε… καθώς σήκωσα το βλέμμα μου προς τον ουρανό και κοίταξα τ’ αστέρια, εκείνα όλο πλήθαιναν… και μεγάλωναν… κι έγιναν προβολείς και φώτιζαν τη σκηνή του θεάτρου κι έγιναν πολυέλαιοι κι έλαμπαν.
Η Μίνα σταύρωσε τα χέρια της και χαμογέλασε. «Ο νους Λένα τρέχει πολύ γρήγορα και δεν τον προλαβαίνεις. Μέσα σε δευτερόλεπτα μπορεί να πλάσει πολλές ιστορίες. Ακόμα και τα γεγονότα που πέρασαν μπορεί να τ’ αλλάξει, να τα κάνει παραμύθι και να ζήσει μέσα σ’ αυτό. Αλλά και όλο το ταξίδι του δε φτάνει ποτέ στο τέρμα, συνέχεια υπάρχει και κάτι καινούριο για να προστεθεί.
Είναι ένα ταξίδι που μπορείς να το ζήσεις μέσα στο όνειρο μιας νύχτας ή μέσα στις αναμνήσεις σου ή και ακόμα να το δημιουργήσεις εσύ ο ίδιος, ν’ αλλάξεις τα πρόσωπα απ’ το παρελθόν και να μείνεις με τα μικρά πράγματα της ζωής, γιατί μόνο αυτά σε γεμίζουν».
Copyright © Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου, 2020 All rights reserved
Ξεκινήστε την ανάγνωση από το πρώτο μέρος.
Ξεκινήστε την ανάγνωση από το πρώτο μέρος.
«Η άλλη πλευρά του παραδείσου» κυκλοφόρησε το 2008 από τις Εκδόσεις Θέσις, για δέκα χρόνια με αμείωτο ενδιαφέρον. Η παρούσα ηλεκτρονική δημοσίευση αποτελεί νέα, ανανεωμένη έκδοση.
Η συνοδευτική εικόνα είναι επιλογή τής συγγραφέα.