Τα παπαδιαμαντικά διηγήματα κουβαλάνε έναν πρωτότυπο τρόπο εθνικής, θα λέγαμε, αυτογνωσίας. Μιλάνε για την Κοινότητα, το μεγάλο αυτό κοινωνικό φαινόμενο που συνέχει κατά περιόδους άπασα (σχεδόν) την ελληνική κοινωνία. Μιλάνε για φτωχούς και κατατρεγμένους, παλαβούς, μέθυσους, περιθωριακούς, φόνισσες, πόρνες, παρίες εκάστου είδους. Για ανθρώπους που ζουν στο ημίφως της καθεστηκυίας τάξης και πραγματικότητας, έξω από τα πλοκάμια της εξουσίας.
Σε ολόκληρο το έργο του αναδεικνύεται η μυστηριακή μεγαλοπρέπεια της απλότητας και της αυθεντικής ελληνικής ζωής. Μια βαθιά ηθογραφία που μέσα της ξεδιπλώνεται, σε όλο της το μεγαλείο, το μεγαλείο της παράδοσης της καθ’ ημάς ανατολής, η απλή λαϊκή πίστη, το ζωντανό πνεύμα του λαού, η Ρωμιοσύνη και η ζωντανή παράδοση του ελληνικού έθνους. Ταυτόχρονα εκφράζεται η αίσθηση της αλήθειας και της απλότητας που τόσο λείπει στις μέρες μας, στην εποχή του ακαδημαϊκού ευσεβισμού και του αστικού ηθικισμού που έχουν αλώσει την ψυχή του κόσμου. Αυτός ακριβώς ο ευσεβισμός και ο ηθικισμός είναι που αντικρούει όσο τίποτε άλλο η συγγραφική του οντότητα.
Ξένοι συγγραφείς, όταν επισκέπτονται την ελληνική επαρχία, τρίβουν τα χέρια τους, διότι θεωρούν ότι συναντούν έναν λαογραφικό θησαυρό. Ο Παπαδιαμάντης είναι ο ίδιος η κοινότητα. Γνωρίζει τις χαρές και τις λύπες, τα κουτσομπολιά και τις μικροαπατεωνιές και τις καθημερινές γεύσεις των φαγητών, τους ίδιους τους ανθρώπους, τα βουνά, τη γη, τα μονοπάτια. Στο έργο του κάθε υλικό αντικείμενο είναι, θαρρείς, ζωντανό, έχει τη δική του γλώσσα, τον δικό του χαρακτηριστικό ήχο. Ο οξύνους Κωστής Παπαγιώργης σημείωσε ότι ο Παπαδιαμάντης «είχε συλλάβει από νωρίς την αινιγματική βαθύτητα της αυτοτελούς κοινωνίας».
Ο Σκιαθίτης συγγραφέας μπορεί να μιλήσει άνετα με τα σημερινά κοινωνικά και τα πολιτικά προτάγματα. Μιλάει για λιτοφροσύνη, αναδεικνύει αξίες, διασώζει το πολύπλευρο και πολύτυπο της ελληνικής γλώσσας, αναδεικνύει την αυτάρκεια ως απόρροια μιας βαθιάς βιοσοφίας. Αυτός μίλησε για το «θάλπος της εστίας και την οσμή της αγροτικής οικονομίας», πήγε κόντρα «σε μια Ελλάδα προσανατολισμένη στο χρήμα, μια κοινωνία αγνώριστη, εκβαβαρισμένη, στερούμενη αυτοσεβασμού και υπερηφάνειας…» (Νίκος Φωκάς).
Ο Παπαδιαμάντης, σημειώνει ο Ν. Καλοσπύρος, δε μιλάει «σαν ανέστιος πολυπράγμων ή εντυπωσιοθήρας, αλλά ως βαθύτατος ανθρωπολόγος και κοινωνικός ανθρωπογνώστης, που φιλοσοφεί τη ματαιότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων».
Μακάρι οι μετέωροι άνθρωποι των δύσκολων και θλιβερών καιρών μας να γνώριζαν τον Παπαδιαμάντη. Μακάρι να είχαν διαβάσει έστω και μια σελίδα του, σε κάποια στιγμή της θλιβερής ζωής τους.