Λούκυ Λουκ


Οι διαρκείς εκδόσεις του Λούκυ Λουκ, αναστηλώνοντας ένα παρελθόν του οποίου η αξία ποτέ δε μειώθηκε, προσφέρουν στον αναγνώστη μια πραγματική απόλαυση. Είναι ανάγνωσμα ψυχαγωγικό, αλλά και ασυνήθιστο.
Ενώ μπορείς να το διαβάσεις ανά πάσα στιγμή, όσο κουρασμένος ή κακόκεφος και αν είσαι, για κάποιον μυστηριώδη λόγο θέλεις αργότερα να ανατρέξεις ξανά σε αυτό. Ο «Λούκυ Λουκ» είναι ένα κόμικ που δε βαριέσαι ποτέ να κοιτάζεις και ξεφυλλίζοντάς το δεν μπορεί παρά να χαμογελάσεις, να καγχάσεις ή ακόμα και να ξεκαρδιστείς. Σίγουρα θαυμάζεις την ευφυΐα του.

Καβάλα στο άλογό του, τη Ντόλι, ο Λουκ Λουκ, αυτός ο θριαμβευτικά μοναχικός αλλά χαρούμενος καουμπόι με το κίτρινο πουκάμισο, το μαύρο γιλέκο, το κόκκινο φουλάρι και το λευκό σέτσον κάτω από το οποίο κρέμεται ένα τεράστιο μελαχρινό τσουλούφι, είναι μια παρήγορη ανάμνηση μιας ηρωικής εποχής όταν η Άγρια Δύση κατακλυζόταν από χυμώδεις, αξέχαστους χαρακτήρες, οι οποίοι παραλλαγμένοι (ή όχι και τόσο) παρελαύνουν στις χορταστικές ιστορίες του. Όλη η παράδοση του Φαρ Ουέστ ανασταίνεται με χιούμορ στις περιπέτειες του Λούκυ Λουκ, ο οποίος γεννήθηκε στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά στη χώρα μας εμφανίστηκε περισσότερο από είκοσι χρόνια αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 1960.


Πλασμένος από έναν φανατικό κινηματογραφόφιλο και λάτρη των γουέστερν, τον Βέλγο σκιτσογράφο Μορίς –ψευδώνυμο του κομίστα Μορίς Ντε Μπεβέρ– ο «Λούκυ Λουκ» εμφανίζεται για πρώτη φορά ως κόμικ τον Δεκέμβριο του 1946 στο περιοδικό «Σπιρού και Φαντάζιο». Ωστόσο, το κόμικ ωρίμασε και βρήκε τον ολοκληρωμένο εαυτό του μόνον όταν ο «πατέρας» του, αρκετά χρόνια αργότερα, άρχισε να συνεργάζεται με τον σεναριογράφο Ρενέ Γκοσινί, υπεύθυνο κυρίως για τα κείμενα στα καλύτερα «Λούκυ Λουκ».
Στις περιπέτειές του θα βρούμε αδίστακτους, αν και όχι τόσο ευφυείς παρανόμους (όπως οι φοβεροί και τρομεροί αδελφοί Ντάλτον), ατρόμητους σερίφηδες και παθιασμένους με το γράμμα του νόμου δικαστές. Σε δεύτερο πλάνο, κυνικούς νεκροθάφτες, βαριεστημένους μπάρμαν και τσαχπίνες χορεύτριες σε θορυβώδη σαλούν, όπου τα μηχανικά πιάνα δε σταματούν ποτέ και ο καβγάς ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξεσπάσει. Οι τράπεζες είναι ευάλωτες στις ορέξεις ληστών, τους οποίους ο Λούκυ μπορεί να κάνει μια χαψιά και ενίοτε έχει, επίσης, να αντιμετωπίσει περιπλανώμενους τυχοδιώκτες και Ινδιάνους. Ο Μορίς και ο Γκοσινί άγγιξαν κάθε πτυχή της Αμερικής του 19ου αιώνα. Θα βρούμε, επίσης, άξεστους γελαδάρηδες, τρελαμένους χρυσοθήρες, καραβάνια με μετανάστες, άπληστους πετρελαιοθήρες και καουμπόηδες.

Σε ό,τι αφορά τον ίδιο του Λουκ Λουκ, η φιγούρα του φέρει τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά των παλιών, γνήσιων ηρώων, που άρχισαν να περνούν στον κινηματογράφο. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι περισσότεροι από τους ένθερμους ακολούθους και θαυμαστές αυτού του ήρωα, σε όλον τον κόσμο, είναι φανατικοί κινηματογραφόφιλοι, παθιασμένοι με τα κυνηγητά πάνω σε άλογα, τις χορογραφημένες μονομαχίες, τα απέραντα τοπία, εκείνα τα οποία η κάμερα σκηνοθετών αποθανάτισαν με αξέχαστο τρόπο τις ταινίες τους.

Ο Λούκυ Λουκ είναι καλοπροαίρετος και δίκαιος, έξυπνος και με χιούμορ. Μιλάει μόνο όταν χρειάζεται, στοχάζεται μόνο όταν κουβεντιάζει με τη Ντόλι και στο τράβηγμα του πιστολιού είναι «πιο γρήγορος από τη σκιά του». Εξάλλου, η ίδια η μορφή του είναι ένα ψηφιδωτό θετικών κινηματογραφικών προσώπων, που διέπρεψαν στα γουέστερν. Όπως αναφέρει στη μελέτη του για τον ήρωα, ο Φρανσίς Λακασέν, «ο Λούκυ Λουκ συγκεντρώνει τη νεότητα του Όντι Μέρφι, το φλέγμα του Ράντολφ Σκοτ, την ευλογία του Ντάγκλας Φέρμπανξ, το χιούμορ του Γκλεν Φορντ, τη δύναμη του Τζον Γουέιν, τη ραθυμία και νωχέλεια του Γκάρι Κούπερ και όλα αυτά πάνω στο άλογο του Τομ Μιξ».