Ο στίχος του Δημητριάδη είναι μελαγχολικός, φέρει θλίψη και μοναχικότητα ή μοναξιά ενώ σε αντιδιαστολή προβάλει την αναζήτηση -του μέσα, του έξω, του ανθρώπου, του κόσμου κ.ο.κ. Διαφαίνονται οι δυσκολίες μέσα από κάθε δυστοπία...
Ο βίος μου αβίωτος
Νύχτα με τα μαβιά νερά / και βγαίνουν σεργιάνι οι μοναξιές [...] ...στις φωναχτές σιωπές της ησυχίας.
Με κάνει να σκεφτώ ότι η ζωή έρχεται αυθόρμητα, χωρίς δική μας συμμετοχή/συμβολή και χωρίς οδηγίες. Μας «πετάει» σε μια θάλασσα, άλλοτε γαλήνια μα πολλές φορές τρικυμιώδη κι επικίνδυνη, χωρίς δεκανίκια κι εκεί, μόνοι μέσα σε άπειρο πραγμάτων και συναισθημάτων, πρέπει να αντεπεξέλθουμε... μα στο τέλος, βλέπει αισιόδοξα την επόμενη μέρα -με την ευρεία έννοια.
καθώς χαράζει / μια καινούρια ενθουσιώδης τρέλα.
Γενικά, γράφει με ελεύθερο στίχο, με πλήρη αυτογνωσία κι έντονη συναίσθηση. Η ανάμνηση «παίζει» καίριο ρόλο αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρη για τις επιστροφές (του). Θαρρώ πως δε βλέπει κάποιον επιτυχημένο τρόπο να επιστρέψει/-ς. Η διάχυτη θλίψη «μεταμορφώνεται» σε βαθύ σκοτάδι και οι νύχτες (του) απαντώνται πολλές φορές στα έργα (Κάθοδος τα μεσάνυχτα, Μινόρε, Πρέπει να ξέρεις να πετάς, κ.ο.κ.)
Τις νύχτες τα παιδιά μου / νυχτώνουν όπου πιο πολύ φαντάστηκαν.
Αυτή τη νύχτα / ασήμι καθαρό μου δείχνει το δρόμο.
Σκέφτομαι ότι οι αποτυχημένες επιστροφές σχετίζονται και με τις επαναληπτικές ημέρες (του) ή/και στιγμές (του). Και βάζω αυτό το κτητικό «του» γιατί γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο δηλώνεται μια αμεσότητα σε ό,τι συμβαίνει στο χαρτί. Και μια αλήθεια.
ξημερώνει και νυχτώνει διαρκώς / σαν να ζω τη μέρα της Μαρμότας
Στο «1974» περιγράφει πράγματα από το παρελθόν σε παρόντα χρόνο, σε ενεστώτα. Ζει ό,τι γράφει και στο αμέσως επόμενο, «Τι λέτε επ' αυτού;», τολμά μια διάδραση με τον αναγνώστη καλώντας τον να συμμετέχει -με τον τρόπο του.
Τι μένει όπως τ' άφησες εκεί / τι παίρνει την υπόστασή του / και στήνει πανικούς / δυνάμει νέες γραφές / νέες εικόνες;
Είναι εσωτερικός. Κοιτάζει μέσα του και αντλεί από εκείνον. Ίσως αυτό εξηγεί τον αισθαντισμό όσων λέγονται. Ακόμα και στην περίπτωση που δηλώνει το αντίθετο, εκεί που αποδέχεται πως κανείς δε δύναται να ξέρει αυτό που υπάρχει εντός του: γλιστρώντας μέσα μου κάτι κρυφό / απόκρυφο / αφού κανείς έξω από μένα / δεν υπάρχει να το διαβάσει... ακόμα κι εδώ, πετυχαίνει απλά μια αντίθεση με τη φύση τής γραφής που όταν εκδίδεται απευθύνεται σε όλους.
Γίνεται συμβουλευτικός προς εμάς, τον άγνωστο αναγνώστη του, αλλά και προς τον εαυτό του, μαζί. Χρησιμοποιεί προστακτικές ενίοτε.
Ερωτευθείτε...
Μ' άγρυπνο μάτι / και με ψυχή βαθιά πρέπει να ξέρεις να πετάς / γιατί αν δεν ξέρεις / δε σε γλιτώνει τίποτα.
Είναι πιο ώριμος από ποτέ. Μιλάει για τον θάνατο με λόγια σπαρακτικά απλά κι επουσιώδη (Θα 'σαι ό,τι είσαι όταν κοιμάσαι) και αισθάνομαι ότι πενθεί, που είναι καλό γιατί ξεπλένει το μαύρο.
Τζένη Κουκίδου
Θα βρείτε στη συλλογή:
Ανάσα που δε σώνεται ποτέ
Κάθοδος τα μεσάνυχτα
Τραγούδι του Τσιτσάνη και καντάτα του Μπαχ
Ευχαριστώ τον Δημήτρη Δημητριάδη για τη διάθεση του βιβλίου.
Το παραπάνω περιέχει αποσπάσματα.
Περισσότερα:
Αρθρογραφία του Δημήτρη Α. Δημητριάδη στο koukidaki