Η άλλη πλευρά του παραδείσου

(5η συνέχεια)
Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ

Ήταν μια όμορφη Κυριακάτικη μέρα και άρχιζαν οι διακοπές του Πάσχα. Η άνοιξη είχε γεμίσει όλο τον κήπο με λουλούδια, λογιών λογιών χρώματα. Το αεράκι ήταν πολύ ελαφρύ κι έφερνε μαζί του όμορφες μυρωδιές. Οι πεταλούδες πετούσαν πέρα δώθε και οι μέλισσες βούιζαν σα τρελές μέσα στα αυτιά μας. Είχαμε στρώσει στη βεράντα το μεγάλο τραπέζι και περιμέναμε με λαχτάρα τα δίδυμα, με τη μητέρα τους.
Τι χαρά!
Σε λίγο φάνηκαν που έστριβαν τη γωνιά του δρόμου.
Ξεφωνητά… γέλια… Όλοι τρέξαμε να τους υποδεχτούμε και πρώτη η Λευκή, που της άρεσε πάντοτε να πασαλείβει τα χείλη της με σοκολάτα και ύστερα να μας φιλάει, για να μας λερώσει. Τη μάλωνα πολλές φορές και μετά έκλεγε και πείσμωνε κι έκανε χειρότερα. Έτσι κι εκείνη τη μέρα, παρ’ όλο που την ειδοποίησα να μη κάνει αυτές τις τρέλες, αφού πασαλείφτηκε καλά καλά, έτρεξε πρώτη να προϋπαντήσει τα δίδυμα και τα έκανε μαύρα με τη σοκολάτα της, σαν Αφρικανάκια. Με πήραν τα γέλια όταν είδα τις γκριμάτσες τους και ίσως, ήταν η πρώτη φορά που γέλασα τόσο, μετά από εκείνη τη θλιβερή νύχτα.
Καθίσαμε γύρω γύρω στο τραπέζι και πρώτος ο πατέρας μας σήκωσε το ποτήρι του για να μας προτρέψει να προϋπαντήσουμε όλοι μαζί την άνοιξη, που έφτασε με τις τόσες ομορφιές της. Το φαγητό ήταν θαυμάσιο, όπως πάντα. Η μαμά ήταν φοβερή μαγείρισσα και οι λιχουδιές της αφάνταστα απολαυστικές. Το πόσα μπράβο πήρε από όλους μας, δε λέγεται! Όταν τελειώσαμε, κατεβήκαμε όλοι στον κήπο και κάτσαμε κάτω από τις ομπρέλες και στην κούνια. Ο Πέτρος μάς έπαιξε βιολί, όπως συνήθιζε πάντα και με κοίταξε στα μάτια, γιατί… περίμενε να τον πειράξω, λέγοντας του, πως κουβαλάει πάλι το σπίτι του. Δεν το έκανα όμως και δεν το έκανα ποτέ πια. Ένοιωθα πως είχα μεγαλώσει πολύ, αλλά και απότομα, κι αυτά τα αστεία ήταν μόνο για παιδιά.


Πέρασε η μέρα με διηγήσεις και όμορφα ανέκδοτα από όλους μας. Ο ήλιος είχε αρχίσει να νυστάζει κι έφευγε αρκετά γρήγορα, ενώ το φεγγάρι ετοιμαζόταν να πάρει τη θέση του, που μόλις μπορούσε να το διακρίνει κανείς. Όλα πήγαιναν να κοιμηθούν και μια απέραντη ηρεμία απλωνόταν παντού. Σε λίγο δεν άκουγες τίποτα. Τ’ αστέρια, ο σκούρος ουρανός, το αεράκι που δυνάμωνε και παρέσυρε τα σύννεφα ήρθαν με τόσο ήσυχο τρόπο να κλείσουν αυτή τη μέρα της άνοιξης.
Καληνυχτίσαμε τους πάντες και ανεβήκαμε και οι πέντε στη σοφίτα. Το μικρό της παράθυρο ήταν ανοιχτό. Κοιτάξαμε απ’ έξω, σα να ήταν για πρώτη φορά. Το σπιτάκι του παππού φαινόταν ερειπωμένο. Τα λιγοστά φώτα στους δρόμους δεν άφηναν να φανεί η τόσο όμορφή θέα. Καθίσαμε όλοι μας στο κρεβάτι και συζητούσαμε για τα σχολειά ή κάναμε σχέδια για τις διακοπές. Έτσι πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβουμε. Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε μεσάνυχτα… Κοιταχτήκαμε… Κανείς μας όμως δε μίλησε. Πήγαμε στα δωμάτια μας σιωπηλοί, για να κοιμηθούμε.

Ξύπνησα πολύ πρωί. Όλοι ησύχαζαν.
Κατέβηκα στον κήπο. Το διάχυτο φως που είχε η ατμόσφαιρα, ήταν άσπρο και δεν άκουγες το παραμικρό. Η υγρασία είχε καλύψει το τραπέζι, τις καρέκλες, τις σκάλες, ακόμα και το γκαζόν ήταν κρύο και βρεμένο. Όλα έμοιαζαν να περιμένουν τον ήλιο να ξυπνήσει για να τα ζεστάνει. Κάθισα στα υγρά σκαλοπάτια και περίμενα κι εγώ τον ήλιο για να τον ξαναδώ. Ένα απαλό χέρι χάιδεψε τα μαλλιά μου και σταμάτησε τις σκέψεις μου. Ήταν η μητέρα μου.
«Τι κάνεις εδώ, μόνη σου;»
«Περιμένω τον ήλιο!»
«Θ’ αργήσει ακόμα να βγει».
Μετά κάθισε πλάι μου κι εγώ χώθηκα στην αγκαλιά της. Όπως τότε που ήμουν πολύ μικρή.
«Όμορφα, δεν είναι;»
«Ναι, είναι πολύ όμορφα και γαλήνια».
«Σκεπτόμουν, πως με τον ήλιο, έχουμε πολλά κοινά. Άλλοτε είναι γελαστός, άλλοτε κλαίει κι άλλοτε πάλι κρύβεται. Σα να μη θέλει να τον δει κανείς. Κάθε μέρα γίνεται το ίδιο. Το πρωί ξυπνά… το βράδυ κοιμάται. Τίποτα δεν αλλάζει τη πορεία του. Έρχεται και φεύγει. Όπως εμείς, που ερχόμαστε και φεύγουμε».
Με κοίταξε στα μάτια και μου χαμογέλασε.
«Μήπως θέλεις να συζητήσουμε κάτι;» με ρώτησε.
«Ναι. Θέλω να συζητήσουμε για το σπιτάκι του παππού» αποκρίθηκα και μου ήρθαν δάκρυα.
«Εντάξει. Όταν θα παίρνουμε όλοι μαζί το πρωινό μας. Είσαι σύμφωνη;»
Συμφώνησα. Εξ’ άλλου ήταν κάτι που έπρεπε να το συζητήσουμε όλοι μαζί. Μείναμε έτσι, η μια πλάι στην άλλη, με τ’ άσπρα μας νυχτικά, με τα πόδια μας μαζεμένα. Ζαρωμένες, καθώς αισθανόμασταν το αγιάζι ν’ ακουμπάει πάνω μας, μέχρι που το χρώμα της ατμόσφαιρας άρχιζε ν’ αλλάζει και να γίνεται πορτοκαλί. Ενώ νοιώσαμε μια γλυκιά ζεστασιά, καθώς οι ακτίνες του ήλιου έδιωχναν την υγρασία της νύχτας.
Μετά απ’ εκείνο το κρύο λευκό φως, την πάχνη που είχε σκεπάσει το δασάκι, τους δρόμους, τα σπίτια και τους κήπους. Μετά απ’ την νυχτερινή ψύχρα που μας πιρούνιαζε, ήρθαν αυτές οι ακτίνες με το ζεστό τους χρώμα, να μας θυμίσουν πως υπάρχει ζωή και το πριν δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά μόνο μια ανάπαυλα της ημέρας. Οι γκρίζες σκιές χάθηκαν πια. Τα λουλούδια άνοιξαν. Οι πεταλούδες
χαίρονταν. Τα πουλιά άρχισαν να πετούν. Ο ουρανός έγινε γαλάζιος. Όλα ξύπνησαν. Η μητέρα μ’ αγκάλιασε. Με φίλησε τρυφερά, όπως έκανε πάντα και μπήκε μέσα.
Η μέρα ξεκίνησε.
Προχώρησα προς την πόρτα του κήπου και γύρισα το βλέμμα μου να δω το σπίτι μας. Τα παράθυρα άνοιγαν ένα ένα και άφηναν τις χαρούμενες φωνές και τα γέλια ν’ ακουστούν μέχρι έξω. Τα κορίτσια έβγαζαν τα σεντόνια για να τα τινάξουν και καθώς τις έβλεπα τις χαιρετούσα κι εκείνες παραξενευμένες με ρώταγαν. «Τι κάνεις εκεί με τα νυχτικά;» κι εγώ γέλαγα και χοροπηδούσα και δεν απαντούσα κι εκείνες συνέχιζαν «Τι κάνεις; Έλα μέσα!». «Έρχομαι» απάντησα κάποια στιγμή και τρέχοντας ανέβηκα στο δωμάτιο μου για να ετοιμαστώ.
Σε λίγο όλοι μαζευτήκαμε στη τραπεζαρία. Η μητέρα γύρισε και με κοίταξε. Το ήξερα, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για το σπιτάκι του παππού. Ήταν κάτι που περίμενα καιρό κι ως φαίνεται και η μητέρα
περίμενε… το πότε θα ήμουν εγώ έτοιμη, για να ακούσω αυτά, που είχε να μας πει.

Είχε πια περάσει πολλή ώρα που η γιαγιά διηγούταν στην εγγονή της, με τόσο πάθος, όλη αυτή την ιστορία.
- Μητέρα, Λένα, τι κάνετε τόσες ώρες στη σοφίτα; Νύχτωσε. Είναι ώρα να φάμε. Ελάτε. Ακούστηκε η μητέρα της Λένας να τις φωνάζει.
- Ερχόμαστε, απάντησαν και οι δυο.
Η γιαγιά σταμάτησε τη διήγηση της.
- Πρέπει να πάμε στη τραπεζαρία για φαγητό. Δεν επιτρέπεται να κάνουμε τη μητέρα σου να περιμένει.
- Και πότε θα μου πεις τη συνέχεια;
- Αύριο.
- Θα έρθω στο δωμάτιο σου γιαγιά και θα σε σκουντήσω να ξυπνήσεις όπως τότε που ήμουν μικρή. Θυμάσαι;
- Θυμάμαι… Θα σε περιμένω…
Η γιαγιά πήρε το μπαστούνι της. Κράτησε την εγγονή της απ’ το χέρι και οι δυο μαζί κατέβηκαν αργά αργά τα μαρμάρινα σκαλοπάτια.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η μητέρα της Λένας ήταν νέα κι όμορφη, την έλεγαν Έλση. Παντρεύτηκε πολύ μικρή έναν αρκετά μεγαλύτερο της. Αλλά ήταν πολύ ταιριαστό ζευγάρι και αγαπημένο. Έμεναν στο πατρικό της. Ήταν ένα διώροφο σπίτι, κτισμένο στην πλαγιά ενός βουνού, κοντά σ’ ένα μικρό δάσος. Τη μεγαλύτερη κόρη της την έλεγαν Αλκμήνη, δηλαδή Μίνα, μόνο που δε την φώναζαν ποτέ έτσι, γιατί σ’ αυτό το άκουσμα θα μπερδεύονταν με τη γιαγιά, μια και είχαν το ίδιο όνομα και η δεύτερη είχε ζητήσει από όλους να τη φωνάζουν με το μικρό της και μόνο η Λένα την έλεγε γιαγιά και η Έλση, μητέρα.
Η Αλκμήνη ακολούθησε τ’ αχνάρια της μητέρας της και παντρεύτηκε κι αυτή μικρή. Εγκαταστάθηκε όμως στην Αυστραλία και δεν ξαναγύρισε στην Ελλάδα παρά μόνο σαν επισκέπτρια. Με τη μητέρα της έμοιαζε πολύ. Όχι μόνο στον χαρακτήρα αλλά και στο πρόσωπο. Όταν τις έβλεπε κανείς μαζί νόμιζε πως είναι αδελφές. Η γιαγιά καμάρωνε και χαιρόταν γι’ αυτό. Η μεγάλη της αδυναμία όμως ήταν η Λένα και όχι επειδή είχε το όνομα της άλλης της κόρης, εκείνης που χάθηκε στο πέλαγο, όταν τα μανιασμένα κύματα άρπαξαν ολόκληρο πλοίο, το ανέβασαν ψηλά και μετά το κατάπιαν. Α!… όχι γι’ αυτό. Η μνήμη εκείνης έμεινε ιερή και κανείς δε μπορούσε να συγκριθεί μαζί της, αλλά γιατί ήταν το μικρό του σπιτιού σαν το σκυλάκι τους, τον Ντίκη, με τη φουντωτή ουρά, που πάντα έτρεχε από πίσω τους όπου κι αν πήγαιναν.
Έτσι και η Λένα ακολουθούσε τη γιαγιά, να της πει τις ιστορίες της, τα όνειρα που είδε ή τα παραμύθια που σκέφθηκε. Ανέβαιναν στη σοφίτα κι εκεί περνούσαν τις πιο όμορφες στιγμές τους, καθώς εκείνη ζούσε τόσο έντονα τις διηγήσεις της! Άραγε τα όνειρα, το παρελθόν, ή το άγνωστο μέλλον; Ποιος ξέρει;
Κάποτε της έδειξε ένα τετράδιο, που έγραφε στην ετικέτα του τη λέξη «η ζωή». «Όλα είναι γραμμένα σ’ αυτό το τετράδιο» της είπε και της το χάρισε και η Λένα το κράτησε σφικτά, να μη το χάσει.
Και δεν το έχασε.
Έμεινε ανέπαφο, να θυμίζει σε όλους «τη ζωή».

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΗ

Ανάμεσα από τα μισάνοιχτα παντζούρια ρίχτηκαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου, αυτές που βιάζονται να φωτίσουν τη γη και αβίαστα μπαίνουν μέσα από τις πυκνές φυλλωσιές των δένδρων ή τρυπώνουν από οπουδήποτε υπάρχει κενό, στους τοίχους, στις μάντρες, ακόμα και μέσα από τις στοιβαγμένες πέτρες. Μια απ’ αυτές τις βιαστικές ακτίνες θέλησε να ξυπνήσει τη Λένα, όταν χύθηκε επάνω στα κλειστά της βλέφαρα. Εκείνη άνοιξε τα μάτια της απότομα, κοίταξε γύρω της και χωρίς πολύ σκέψη, σηκώθηκε όρθια. "Να πάω να ξυπνήσω τη γιαγιά" ψιθύρισε κι έτρεξε στο δωμάτιο της.
- Γιαγιά ξύπνα να μου πεις τη συνέχεια, φώναξε, πριν μπει ακόμα μέσα.
Η γιαγιά την περίμενε. Στεκόταν μπρος στο ανοιχτό παράθυρο απολαμβάνοντας την πρωινή δροσιά. Αγκαλιάστηκαν. Mετά πήραν το πρωινό τους και κατέβηκαν στο κιόσκι του κήπου. Υπήρχε ακόμα. Tο είχαν φτιάξει μετά από τη μεγάλη πυρκαγιά και ίσως ήταν το μόνο που θύμιζε εκείνα τα όμορφα χρόνια, αφού μέσα στις ξύλινες του νταντέλες αγκάλιασε τα παιδιά του ονείρου κι εκεί έζησαν αυτό που τόσο ποθούσαν.
Ο Ντίκη τις ακολούθησε και κάθισε κι αυτός μαζί τους, ρίχνοντας γρήγορες ματιές, μια στη μία, μια στην άλλη ενώ κουνούσε συνεχώς τη φουντωτή του ουρά. Η Λένα περίμενε… Ύστερα την κοίταξε στα μάτια και ρώτησε;
- Γιαγιά θα μου πεις το όνειρο; Τη συνέχεια.
- Και βέβαια θα στο πω…
Και η γιαγιά συνέχισε τη διήγηση της.

…Η μητέρα σέρβιρε γλυκό και πορτοκαλάδα, ήμουν η μόνη που ήξερε τη σκέψη της κι αυτό μου δημιουργούσε ανησυχία και καθώς έβλεπα το πόσο ανέμελα έτρωγαν όλοι οι άλλοι, η αγωνία μου μεγάλωνε. Δεν κράτησε όμως πολύ γιατί εκείνη το κατάλαβε και μας μίλησε γρήγορα και με ήπιο τρόπο, όπως πάντα.
«Παιδιά, τώρα που βρισκόμαστε όλοι εδώ μαζί κι έχει περάσει τόσος καιρός και χωρίς αμφιβολία ήμαστε ήρεμοι, θα ήθελα να μου εξηγήσετε μερικά πράγματα για το σπιτάκι του παππού».
Γύρισε και με κοίταξε μ’ αυτό το βλέμμα που σ’ έκανε να θέλεις να πεις την αλήθεια, όσο άσχημη και να σου φαινόταν πως είναι. Πάντα μου έλεγε: «Ψέματα να μη λες ποτέ, γιατί όταν θα μαθευτεί η αλήθεια, τότε θα μαθευτεί άσχημα».
Μαζί με το δικό της βλέμμα, αισθάνθηκα και τα μάτια των άλλων να είναι καρφωμένα επάνω μου. Θυμήθηκα τον όρκο που είχαμε δώσει. Όταν και οι πέντε σηκώσαμε το δεξί μας χέρι και ορκιστήκαμε πως δε θα πούμε ποτέ σε κανένα τίποτε, παρά μόνο αν συμφωνήσουμε όλοι μαζί και πως θα ήμασταν για πάντα αγαπημένοι, σε όλη μας τη ζωή. "Τώρα τι γίνεται; Δε πιάνεται πια;", σκέφθηκα. Κοιταχτήκαμε και οι πέντε στα μάτια. Προσπαθούσα να καταλάβω τι πρέπει να κάνω, όταν… άκουσα τον Πέτρο και σαν οχλαγωγία και τους υπόλοιπους «Μίνα… πες ό,τι συνέβη». Άνοιξα τα μάτια μου κι έπαιξα τη κόρη τους πέρα δώθε με ανησυχία. «Άντε Μίνα, είμαστε εδώ και είμαστε όλοι σύμφωνοι» ξανάκουσα τον Πέτρο, ενώ οι άλλοι το επιβεβαίωναν κουνώντας καταφατικά το κεφάλι τους. Τώρα ήξερα… αφού συμφωνήσαμε, ο όρκος δεν είχε πια καμιά σημασία.
Εξήγησα όλα όσα είχαμε σκεφθεί για τον θίασο και το θεατράκι μας. Μίλησε και ο Πέτρος και όλοι μιλήσαμε, ο καθ’ ένας με τη σειρά του και όλοι μαζί συγχρόνως. Προσπαθώντας έτσι, να πάρει ο καθ΄ ένας μας το βάρος επάνω του για κάτι κακό που μπορεί να είχαμε κάνει και να προστατέψει τον άλλον. Τότε κατάλαβα το πόσο πολύ αγαπιόμασταν και αυτή η αγάπη έμοιαζε να μας ακολουθεί πάντα κι ας χώρισαν οι δρόμοι μας ή οι ζωές μας. Οι καρδιές μας έμειναν ενωμένες και σίγουρα αυτό… δε χρειαζόταν κανέναν όρκο.
Μας άκουγαν όλοι. Χωρίς να μας διακόπτουν κι εμείς μιλάγαμε συνέχεια και δεν είχαμε σταματημό. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. Δε θέλαμε να ξεχάσουμε τίποτε. Να μη μας διαφύγει καμιά λεπτομέρεια. Μέχρι που φτάσαμε σ' εκείνη την παγερή νύχτα. Σαν ένα μαχαίρι να έκοψε τις σκέψεις μας. Τώρα, δεν είχαμε τίποτε άλλο να προσθέσουμε. Ακολούθησε σιγή.
Η μητέρα είχε ακουμπήσει τον αγκώνα της επάνω στο τραπέζι και είχε γείρει το κεφάλι της στην ανοιχτή της παλάμη. Ενώ κοίταζε μια τον έναν, μια τον άλλον. Τα δάχτυλα της είχαν αφήσει σημάδι στο μάγουλο της κι έτσι κατάλαβα, πως μιλάγαμε πολλή ώρα καθώς εξηγούσαμε τα πιστεύω μας για το θέατρο. Τη σιγή, τη διέκοψε εκείνη.
«Ο παππούς σας έλεγε πάντοτε, πως δεν ήθελε να του πειράξουμε ποτέ το σπιτάκι του οτιδήποτε κι αν του συνέβαινε, κι εμείς αυτό το σεβαστήκαμε και σας το είχαμε πει. Όταν πέθανε αφήσαμε τα πράγματα του όπως ήταν και κλειδώσαμε την πόρτα με λουκέτο».
«Δε το θυμόμασταν», είπαμε όλοι μαζί.
«Και δε σκεφθήκατε τότε να πείτε… Γιατί το σπιτάκι μένει κλειστό τόσα χρόνια;»
«Όχι», απαντήσαμε και σκύψαμε τα κεφάλια μας από ντροπή.
«Αυτή ήταν η επιθυμία του.»
«Τι πράγμα;» ρώτησα ξαφνιασμένη.
«Ακριβώς Μίνα, αυτό που άκουσες» έκανε ο πατέρας μας αρκετά θυμωμένος.
«Εμείς νομίζαμε πως η επιθυμία του παππού, ήταν το θέατρο» είπαν η Λευκή και η Σοφούλα.
«Για ποιο θέατρο μιλάτε;» ρώτησε η μητέρα.
«Μου έλεγε πως φτιάχνει καρέκλες για το θέατρο» απάντησα εγώ. Ο ένας κοίταζε τον άλλον. Τελικά, ποια να ήταν η επιθυμία του; Κανείς δε μπορούσε να καταλάβει.
«Ποιος ήταν ο τελευταίος που είδε τον παππού και μίλησε μαζί του;» ρώτησε κάποια στιγμή η γιαγιά.
«Εγώ!» απάντησα.
«Και;»
«Ήμουν μικρή τότε και…»
«…Και δε θυμάσαι τι σου είπε;» με διέκοψε.
«Νομίζω πως θυμάμαι».
«Λοιπόν, αφού θυμάσαι, πες μας τότε». Η φωνή της ήταν ήρεμη, χωρίς κανένα θυμό, αντίθετα από τον πατέρα μας που έδειχνε να τον ενοχλεί αυτή η συζήτηση.
«Φτιάχνω καρέκλες για το θέατρο! Αυτό μου είπε».
«Τότε να το συνεχίσετε» απάντησε η γιαγιά, δίδοντας τέλος σ' αυτή τη θλιβερή ιστορία. «Ίσως στη ζωή, τίποτε να μην είναι τυχαίο. Κάποτε, χωρίς να πω σε κανένα τίποτε, πήρα τα κλειδιά κι άνοιξα την πόρτα του. Μπήκα μέσα. Όλα ήταν σκοτεινά και κρύα. Έμοιαζε σαν κανείς να μην είχε περάσει ποτέ απ’ εκεί, σαν κανείς να μην είχε αγγίξει τίποτε. Πάγωσα στη σκέψη, πως ακόμα και τα άψυχα πράγματα τελειώνουν. Παρ’ όλο που είναι τα μόνα που μπορούμε να κρατήσουμε ζωντανά. Έφυγα τρομαγμένη. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου με δύναμη. Ως φαίνεται όμως, ξέχασα να κλειδώσω ξανά κι έτσι μπορέσατε να μπείτε εσείς. Αυτό μου λέει πολλά. Αν πιστεύετε πως αυτό ήταν το όνειρο του παππού σας. Συνεχίστε το θέατρο. Δώστε ζωή στο σπιτάκι, που τόσο πολύ αγαπούσε. Τώρα είμαι σίγουρη, πως αυτή ήταν η επιθυμία του».
Η Σοφούλα και η Λευκή άρχισαν να χειροκροτούν και να φωνάζουν από χαρά. Ακολούθησαν τα δίδυμα και σε λίγο όλοι μας. Τα πρόσωπα μας έλαμψαν και το γέλιο μας έδωσε τόση μεγάλη χαρά, που κλαίγαμε. Μέχρι και ο σκύλος μας άρχισε να τρέχει και να πηδά επάνω μας.

- Και το συνεχίσατε γιαγιά;
- Και βέβαια το συνεχίσαμε! Μόνο… που δεν ήταν όπως πριν.
- Δηλαδή;
- Έλειπε η χαρά, του να φτιάχνεις κάτι μόνος σου, αφού τώρα πια βοηθούσαν όλοι.

Η εβδομάδα που έφτασε, ήταν η Μ. Εβδομάδα. Ο καθ’ ένας μας είχε αναλάβει και από κάτι για το σιγύρισμα του σπιτιού. Κάθε απόγευμα πηγαίναμε στην εκκλησία και παρακολουθούσαμε την Ακολουθία του Νυμφίου. Εκεί συναντούσαμε κι άλλα παιδιά απ’ το σχολειό και μετά το τέλος της Ακολουθίας κάναμε βόλτες στην πλατεία και συζητούσαμε για το πώς θα περάσουμε το καλοκαίρι. Μου άρεσαν οι διακοπές του Πάσχα, γιατί πλησίαζαν οι μεγάλες διακοπές, εκείνες του καλοκαιριού. Ο Πέτρος μάλιστα μας είχε υποσχεθεί, πως αυτό το καλοκαίρι θα ήταν μοναδικό. Αφού θα ερχόταν ένας φίλος του σαξοφωνίστας και θα μας βοηθούσε στο θέατρο.
Κάθε Μεγάλη Πέμπτη βάφαμε κόκκινα αβγά. Αυτή τη φορά όμως δε τα βάψαμε μόνο κόκκινα, αλλά και πράσινα και μπλε και κίτρινα. Μετά τ’ αλείψαμε με λάδι κι έμοιαζαν λουστραρισμένα. Την Μ. Παρασκευή ακολουθήσαμε τον Επιτάφιο, που για πρώτη φορά έφτασε μέχρι το σπίτι μας. Τώρα πια έχουν κτιστεί κι άλλα σπίτια. Τότε όμως το δικό μας ήταν το μόνο που βρισκόταν τόσο κοντά στο δάσος και μετά απ’ όλες αυτές τις μέρες ήρθε το Μεγάλο Σάββατο. Τα μεσάνυχτα κτύπησαν οι καμπάνες της εκκλησίας για το Χριστός Ανέστη και κάλυψαν τους κτύπους του μεγάλου ρολογιού. Νομίζω πως ήταν η πρώτη φορά που δεν τους άκουσα. Γυρίσαμε σπίτι μας με τα κεριά μας και τα φαναράκια μας αναμμένα και προσπαθήσαμε να κρατήσουμε το Άγιο Φως όσο πιο πολλές μέρες μπορούμε.
Τα παράθυρα από το σπιτάκι του παππού άνοιξαν ξανά και η πόρτα του δεν είχε πια λουκέτο. Έμοιαζε σα να αναστήθηκε κάτι, που για χρόνια είχε μείνει θαμμένο και ξεχασμένο. Ο Πέτρος έβαλε κι άλλες λάμπες κι έτσι πλημμύρισε από φως. Τα κορίτσια γέμισαν ένα καλάθι με πολύχρωμα αβγά και στόλισαν μ’ αυτό το τραπέζι, εκείνο που ανέβαινα μικρή και ο παππούς μου έλεγε κάθε φορά πως
ψήλωσα. Εγώ έκοψα πασχαλιές και τις έβαλα σ’ ένα μεγάλο βάζο και μοσχομύρισε το σπιτάκι. Όλα… ήταν γιορτινά και οι ιδέες του να γράφω ιστοριούλες μου έρχονταν τόσο αβίαστα!
Αν μπορούσε να καταλάβει ο παππούς, απ’ εκεί ψηλά που βρισκόταν, είμαι σίγουρη πως θα χαιρόταν γιατί αξιοποιήσαμε την κάθε γωνιά του και το σπιτάκι του το κάναμε πάλι να έχει ζωή και να μας δέχεται όλους, όπως παλιά. Κάθε μέρα που περνούσε, γινόταν όλο και καλύτερο.
Η μητέρα, μας πήρε μαζί της στα μαγαζιά κι αγοράσαμε καινούριες κουρτίνες, πάλι λευκές αλλά πιο ακριβές. Πήραμε και ωραίο ύφασμα για καλύμματα, για τις καρέκλες. Η καημένη η μαμά μέρες καθόταν στη ραπτομηχανή για να τα ράψει, και τι δεν έκανε να μας ευχαριστήσει! Μέχρι κι ένα πολυέλαιο για το ταβάνι μας αγόρασε κι έτσι το φως έγινε ακόμα πιο λαμπερό απ’ ότι ήταν. Πήραμε κι ένα καινούριο παραβάν για τη σκηνή. Όλα είχαν αλλάξει και γι’ αυτή την αλλαγή συνετέλεσαν όλοι, μέχρι και ο σκύλος μας ο Τζοντ.
Α…! Ο Τζοντ ήταν πολύ υπάκουο σκυλί. Φύλαγε το σπίτι μας και δεν άφηνε κανένα να πλησιάσει. Όταν είχαμε επισκέψεις τον δέναμε για να μην ορμίσει σε κανένα. Μετά όμως, αφού πρώτα τους μύριζε τον αφήναμε ελεύθερο και χαιρόταν κι αυτός μαζί μας. Τώρα με τις τόσες αλλαγές που κάναμε στο σπιτάκι, ήταν το δεξί μας χέρι. Ακόμα και τις μπογιές για το βάψιμο των τοίχων μας έφερνε και ύστερα στεκόταν όρθιος στα δυο του πόδια και περίμενε να τον χαϊδέψουμε. Μας έγλυφε κι ανέβαινε επάνω μας να μας φιλήσει.
Το θεατράκι μας είχε γίνει πραγματικό θέατρο! Δεν χρειαζόταν πια, να πηγαίνουμε κρυφά τα μεσάνυχτα. Όλα ήταν ελεύθερα, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας. Σταμάτησε όμως να υπάρχει εκείνο που φτιάξαμε εμείς, με τα χέρια μας. Εκείνη η μαγεία, η ομορφιά του να κάνεις κάτι μόνος σου κι ας μην είναι τόσο καλό. Εκείνο το μυστικό που δεν υπήρχε πια, είχε χάσει την αξία του κι όλα έμοιαζαν πεζά.
Τίποτε δεν μπορούσε να συγκριθεί με την εποχή εκείνη, που περιμέναμε ν’ ακούσουμε το μεγάλο ρολόι της εκκλησίας να κτυπά μεσάνυχτα και να φύγουμε κρυφά μέσα στο σκοτάδι. Να τρέξουμε με την αγωνία να μη μας δει κανείς. Όλα αυτά μας έλλειπαν. Μου φαινόταν κάτι πολύ μακρινό ή κάτι σα να μη το είχα ζήσει ποτέ και απλώς… να το φαντάστηκα κι όμως αυτή η τρέλα υπήρξε. Ήταν αληθινή!

- Γιαγιά, νόμιζα πως ήταν κάποιο όνειρο που είδες;
- Καμιά φορά μπερδεύεται κανείς και οι αλήθειες με τα όνειρα μιας νύχτας, γίνονται ένα κουβάρι, που αν προσπαθήσει να το ξεμπλέξει ψάχνοντας να βρει την αρχή του, θα μπει μέσα σ’ αυτό και τότε θα γνωρίσει την ομορφιά της ζωής.
- Δηλαδή, όλα αυτά ήταν αλήθεια;
Η γιαγιά έμεινε σκεφτική για αρκετή ώρα και ύστερα απάντησε χαμογελαστά.
- Ναι, νομίζω πως ήταν αλήθεια. Ήταν τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου, που έμοιαζαν με όνειρο και θα μείνουν για πάντα έτσι, ένα όνειρο.
- Κι αυτό το όνειρο, τι έγινε; Συνεχίστηκε;
- Και βέβαια συνεχίστηκε!


(Συνεχίζεται)

Copyright © Καίτη Λιανού-Ιωαννίδου, 2020 All rights reserved
Ξεκινήστε την ανάγνωση από το πρώτο μέρος.
«Η άλλη πλευρά του παραδείσου» κυκλοφόρησε το 2008 από τις Εκδόσεις Θέσις, για δέκα χρόνια με αμείωτο ενδιαφέρον. Η παρούσα ηλεκτρονική δημοσίευση αποτελεί νέα, ανανεωμένη έκδοση.
Η συνοδευτική εικόνα είναι επιλογή τής συγγραφέα.