Σωζίας Μαράκη
Είχε χρόνια να επιστρέψει εδώ. Έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της. Ανέβηκε αμέσως τη σκάλα και κατευθύνθηκε προς στο γραφείο. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, ένιωθε την ανάσα της να κόβεται. Τα πόδια της είχαν καρφωθεί στο πάτωμα σα να μην μπορούσε να κάνει βήμα. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα με δαντέλα στο τελείωμα· το αγαπημένο εκείνου. Τα μαλλιά της χάιδευαν τους ακάλυπτους ώμους της, στα χείλη απλωμένο ένα βαθύ κόκκινο κραγιόν και στα αφτιά της οι πέρλες που της είχε χαρίσει στην πρώτη τους επέτειο. Έβγαλε το κλειδί από την τσάντα της και ξεκλείδωσε την βαριά ξύλινη πόρτα. Ανοίγοντας η μυρωδιά του απλωνόταν σε όλο το δωμάτιο. Το φεγγάρι έστελνε το φως του μέσα από τις γρίλιες για να φωτίσει όλα εκείνα που ήταν κρυμμένα για χρόνια σε εκείνο το χώρο.
Έμεινε λίγη ώρα να κοιτάζει,ακίνητη, με κάθε της σκέψη να έχει σταματήσει σαν ένα ακούρδιστο ρολόι. Έκλεισε τα μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα και αποφάσισε να προχωρήσει μέσα. Το γραφείο, η μεγάλη πράσινη πολυθρόνα απέναντί του, το ξύλινο τραπεζάκι δίπλα της και η κορνίζα πάνω του με τη φωτογραφία τους από εκείνο το ταξίδι στην Αργεντινή. Το χαμόγελο στα πρόσωπά τους μαρτυρούσε στιγμές απόλυτης ευτυχίας που έζησαν σε εκείνη τη χώρα. Τότε ήταν που έμαθαν και τα βήματα τού τάνγκο. Ήταν ο αγαπημένος της χορός και εκείνος της έκανε δώρο το ταξίδι και τα μαθήματα στη διασημότερη σχολή τάνγκο του Μπουένος Άιρες.
Σήκωσε την κορνίζα και την κοίταξε. Αμέσως μεταφέρθηκε στο Café Tortoni στην Avenida de Mayo, όπου είχαν παρακολουθήσει μια βραδιά τάνγκο με εκείνη εκστασιασμένη από τον χορό του πάθους ν' ανυπομονούσε να μάθει να χορεύει μαζί του αυτόν τον γεμάτο συναισθήματα χορό. Θυμήθηκε πόσα χρώματα είχε αυτή η πόλη. Πόση ένταση και πάθος απλωνόταν στον αέρα του Μπουένος Άιρες. Ήθελε να μείνουν εκεί για πάντα. Ένιωθε πως ήταν το μέρος που εξέφραζε αυτό που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον.
Άφησε την κορνίζα και έκατσε στη βελούδινη πολυθρόνα. Αυτή ήταν η δική τους πολυθρόνα, που κούρνιαζε σαν παιδί μέσα στην αγκαλιά του όταν έκανε ένα διάλειμμα από τη δουλειά του. Έκλεισε τα μάτια και αγκάλιασε τον εαυτό της. Το φως του φεγγαριού έγινε πιο έντονο, σαν ήλιος καλοκαιριού το απομεσήμερο. Ένιωσε μια ηρεμία ξαφνικά, μια γλυκιά γαλήνη που τόσα χρόνια είχε ξεχάσει πως υπάρχει. Άφησε τις αχτίδες του φεγγαριού να πλημμυρίσουν το πρόσωπό της και αφέθηκε στη γαλήνη.
Το γραφείο απέναντι την καλούσε κοντά του. Η βιβλιοθήκη πίσω του, αφημένη στο χρόνο, γεμάτη από τόμους βιβλία και χαρτιά είχε γεμίσει σκόνη που τα μαύρα βιβλία της είχαν πια γίνει γκρι. Πλησίασε στο γραφείο και άγγιξε απαλά τα αντικείμενα πάνω του. Κουτιά, χαρτιά, βιβλία και βάζα υπήρχαν εκεί. Φύσηξε τη σκόνη από ένα μικρό κουτί και στον χώρο απλώθηκαν μικρά σωματίδια που λαμπύριζαν σαν μαγική χρυσόσκονη. Στο πάνω μέρος του κουτιού έγραφε με χρυσά σκαλιστά γράμματα «Στιγμές». Γύρισε στη βιβλιοθήκη, έβγαλε ένα βιβλίο, σκούπισε τη σκόνη από πάνω του και στο πλάι, με κόκκινα γράμματα, ήταν γραμμένη η λέξη «Λόγια». Έβγαλε κι άλλο βιβλίο το καθάρισε και ξανά η ίδια λέξη. Κοίταξε όλα τα βιβλία από πάνω μέχρι κάτω και μόνο η λέξη «Λόγια» ήταν γραμμένη σε όλα. Αναστατώθηκε και έπιασε τα κουτιά στο γραφείο. Όλα τους με τη λέξη «Στιγμές» πάνω τους. Τα μάτια της έπεσαν στα βάζα που ήταν τοποθετημένα σε σειρά το ένα δίπλα στο άλλο, στο πλάι του γραφείου, όλα με έντονα χρώματα, της θύμισαν τα σπίτια της La Βoca στο Μπουένος Άιρες. Έπιασε ένα από αυτά και προσπάθησε να το ανοίξει, μάταια όμως, ήταν όλα σφραγισμένα πολύ καλά. Γυρνώντας το, στην κάτω πλευρά, είδε γραμμένη τη λέξη «Όνειρα».
Άφησε την κορνίζα και έκατσε στη βελούδινη πολυθρόνα. Αυτή ήταν η δική τους πολυθρόνα, που κούρνιαζε σαν παιδί μέσα στην αγκαλιά του όταν έκανε ένα διάλειμμα από τη δουλειά του. Έκλεισε τα μάτια και αγκάλιασε τον εαυτό της. Το φως του φεγγαριού έγινε πιο έντονο, σαν ήλιος καλοκαιριού το απομεσήμερο. Ένιωσε μια ηρεμία ξαφνικά, μια γλυκιά γαλήνη που τόσα χρόνια είχε ξεχάσει πως υπάρχει. Άφησε τις αχτίδες του φεγγαριού να πλημμυρίσουν το πρόσωπό της και αφέθηκε στη γαλήνη.
Το γραφείο απέναντι την καλούσε κοντά του. Η βιβλιοθήκη πίσω του, αφημένη στο χρόνο, γεμάτη από τόμους βιβλία και χαρτιά είχε γεμίσει σκόνη που τα μαύρα βιβλία της είχαν πια γίνει γκρι. Πλησίασε στο γραφείο και άγγιξε απαλά τα αντικείμενα πάνω του. Κουτιά, χαρτιά, βιβλία και βάζα υπήρχαν εκεί. Φύσηξε τη σκόνη από ένα μικρό κουτί και στον χώρο απλώθηκαν μικρά σωματίδια που λαμπύριζαν σαν μαγική χρυσόσκονη. Στο πάνω μέρος του κουτιού έγραφε με χρυσά σκαλιστά γράμματα «Στιγμές». Γύρισε στη βιβλιοθήκη, έβγαλε ένα βιβλίο, σκούπισε τη σκόνη από πάνω του και στο πλάι, με κόκκινα γράμματα, ήταν γραμμένη η λέξη «Λόγια». Έβγαλε κι άλλο βιβλίο το καθάρισε και ξανά η ίδια λέξη. Κοίταξε όλα τα βιβλία από πάνω μέχρι κάτω και μόνο η λέξη «Λόγια» ήταν γραμμένη σε όλα. Αναστατώθηκε και έπιασε τα κουτιά στο γραφείο. Όλα τους με τη λέξη «Στιγμές» πάνω τους. Τα μάτια της έπεσαν στα βάζα που ήταν τοποθετημένα σε σειρά το ένα δίπλα στο άλλο, στο πλάι του γραφείου, όλα με έντονα χρώματα, της θύμισαν τα σπίτια της La Βoca στο Μπουένος Άιρες. Έπιασε ένα από αυτά και προσπάθησε να το ανοίξει, μάταια όμως, ήταν όλα σφραγισμένα πολύ καλά. Γυρνώντας το, στην κάτω πλευρά, είδε γραμμένη τη λέξη «Όνειρα».
Δεν είχε ιδέα τι σήμαιναν όλα αυτά, ποτέ δεν της είχε πει κάτι για αυτά που έβλεπε μπροστά της τώρα. Άνοιξε το πρώτο συρτάρι του γραφείου του. Μέσα υπήρχε μόνο ένα CD, το έβγαλε και διάβασε τη λέξη «Αναμνήσεις». Χωρίς δεύτερη σκέψη το έβαλε να παίξει. Με την πρώτη νότα της μουσικής κατάλαβε. Ήταν το κομμάτι τους. Ήταν η μουσική που μάθαιναν τα πρώτα τους βήματα τάνγκο, σε εκείνη τη σχολή χορού στο Μπουένος Άιρες, και νιώθανε σαν το παιδί που κάνει τα πρώτα του βήματα στον κόσμο. Ήταν η δική τους μουσική, αυτή που τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να τους χωρίσει, που με την μελωδία της γίνονταν ένα. Έκλεισε τα μάτια, το σώμα της άρχισε να λικνίζεται στις νότες.
Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της. Ένιωσε μια ανάσα στο λαιμό της, τρόμαξε κι άνοιξε τα μάτια της κοιτάζοντας πίσω. Ήταν εκείνος! Τα μάτια της έλαμψαν, το σώμα της μούδιασε, δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη. Εκείνος πέρασε απαλά το ένα χέρι του γύρω από τη μέση της και με το άλλο έκλεισε την παλάμη της στην παλάμη του· πάντα της έλεγε πως οι παλάμες τους ήταν φτιαγμένες έτσι ώστε να εφάπτονται τέλεια η μία στην άλλη. Ακούμπησε το στόμα του στο μέτωπό της και άρχισε να την παρασέρνει στο ρυθμό της μουσικής. Τα σώματά τους θυμήθηκαν τα βήματα του χορού τους, οι ψυχές τους ενώθηκαν, εκείνη ένιωσε ξανά ζωντανή. Είχε ξεχάσει πώς είναι η ευτυχία και εκείνη η στιγμή ήταν η πιο ευτυχισμένη της ζωής της. Ο χορός τους κάτω από το φως του φεγγαριού φάνταζε μαγικός, είχε κάτι το απόκοσμο. Εκείνος την κρατούσε στα χέρια του σαν κάτι εύθραυστο κι εκείνη είχε αφεθεί στα βήματά του απόλυτα. Την παρέσυρε σε ένα συναίσθημα μοναδικό, η καρδιά της ήταν έτοιμη να εκραγεί, τα βήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο και κανείς δεν σκεφτόταν τίποτα όσο διαρκούσε ο χορός τους. Ένιωσε να χάνεται σε μια δύνη αγάπης και πάθους, δεν ήθελε να τον χάσει στιγμή από τη ζωή της ξανά, δεν θα άντεχε να συνεχίσει μόνη μετά από αυτόν το χορό. Ακούγοντας τις τελευταίες νότες τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και τον έσφιξε πάνω της ακόμα πιο πολύ. Εκείνος της χαμογέλασε και της έκλεισε απαλά τα μάτια. Στην τελευταία τους στροφή, ένιωσε για ακόμα μια φορά την ανάσα του στο λαιμό της και μετά άνοιξε τα μάτια της φοβισμένη. Εκείνος είχε χαθεί.
Κοίταξε γύρω της στο δωμάτιο με την ελπίδα ο χορός τους αυτός να ήταν αληθινός. Γύρισε στα βάζα με τη λέξη «Όνειρα» μήπως και είχε σπάσει κάποιο κι εμφανίστηκε εκείνος δίπλα της στ' αλήθεια. Έκατσε. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και βγήκε στο μπαλκόνι. Το φεγγάρι έλαμπε τόσο πολύ που την τύφλωνε. Πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι υπήρχε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο με μια λευκή κορδέλα που στην άκρη της κρεμόταν τυλιγμένο ένα χαρτάκι. Μύρισε το τριαντάφυλλο και ξετύλιξε αργά το χαρτάκι.
Πάνω του ήταν γραμμένη η λέξη «Για πάντα».
Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της. Ένιωσε μια ανάσα στο λαιμό της, τρόμαξε κι άνοιξε τα μάτια της κοιτάζοντας πίσω. Ήταν εκείνος! Τα μάτια της έλαμψαν, το σώμα της μούδιασε, δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη. Εκείνος πέρασε απαλά το ένα χέρι του γύρω από τη μέση της και με το άλλο έκλεισε την παλάμη της στην παλάμη του· πάντα της έλεγε πως οι παλάμες τους ήταν φτιαγμένες έτσι ώστε να εφάπτονται τέλεια η μία στην άλλη. Ακούμπησε το στόμα του στο μέτωπό της και άρχισε να την παρασέρνει στο ρυθμό της μουσικής. Τα σώματά τους θυμήθηκαν τα βήματα του χορού τους, οι ψυχές τους ενώθηκαν, εκείνη ένιωσε ξανά ζωντανή. Είχε ξεχάσει πώς είναι η ευτυχία και εκείνη η στιγμή ήταν η πιο ευτυχισμένη της ζωής της. Ο χορός τους κάτω από το φως του φεγγαριού φάνταζε μαγικός, είχε κάτι το απόκοσμο. Εκείνος την κρατούσε στα χέρια του σαν κάτι εύθραυστο κι εκείνη είχε αφεθεί στα βήματά του απόλυτα. Την παρέσυρε σε ένα συναίσθημα μοναδικό, η καρδιά της ήταν έτοιμη να εκραγεί, τα βήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο και κανείς δεν σκεφτόταν τίποτα όσο διαρκούσε ο χορός τους. Ένιωσε να χάνεται σε μια δύνη αγάπης και πάθους, δεν ήθελε να τον χάσει στιγμή από τη ζωή της ξανά, δεν θα άντεχε να συνεχίσει μόνη μετά από αυτόν το χορό. Ακούγοντας τις τελευταίες νότες τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και τον έσφιξε πάνω της ακόμα πιο πολύ. Εκείνος της χαμογέλασε και της έκλεισε απαλά τα μάτια. Στην τελευταία τους στροφή, ένιωσε για ακόμα μια φορά την ανάσα του στο λαιμό της και μετά άνοιξε τα μάτια της φοβισμένη. Εκείνος είχε χαθεί.
Κοίταξε γύρω της στο δωμάτιο με την ελπίδα ο χορός τους αυτός να ήταν αληθινός. Γύρισε στα βάζα με τη λέξη «Όνειρα» μήπως και είχε σπάσει κάποιο κι εμφανίστηκε εκείνος δίπλα της στ' αλήθεια. Έκατσε. Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και βγήκε στο μπαλκόνι. Το φεγγάρι έλαμπε τόσο πολύ που την τύφλωνε. Πάνω στο ξύλινο τραπεζάκι υπήρχε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο με μια λευκή κορδέλα που στην άκρη της κρεμόταν τυλιγμένο ένα χαρτάκι. Μύρισε το τριαντάφυλλο και ξετύλιξε αργά το χαρτάκι.
Πάνω του ήταν γραμμένη η λέξη «Για πάντα».
🌹
Copyright © Σωζία Μαράκη All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Κώστα Κουκουζέλη
Επίσης: