Δανάη, η ρεπόρτερ
Λένας Μαυρουδή-Μούλιου
Αυτό το κλείσιμο των ανθρώπων σε κάτι μικρά δωματιάκια που τα αποκαλούν «γραφεία», 20 τ.μ. στην καλύτερη περίπτωση, πάντοτε μου έφερνε, και μόνο σαν σκέψη, αηδία. Όχι πως είμαι κλειστοφοβικός τύπος, κάθε άλλο μάλιστα. Όταν έχτιζαν την πολυκατοικία όφειλαν να γράψουν πάνω του ημερομηνία λήξεως, ξέροντας από τότε την συνεχή καταπάτησή του είτε από ψηλοτάκουνες γόβες, είτε από αρβύλες φαντάρου, είτε κανονικών παπουτσιών και τούτο γιατί, σαν επαγγελματική στέγη, η τύχη του προδιαγεγραμμένη. Όμως, εσύ το φτωχαδάκι, ο Δικηγοράκος ή ο Δημοσιογραφάκος ή ή ή, για τόλμησε να ρωτήσεις τον ιδιοκτήτη του, αν βρεθεί ανοίκιαστο για δυο τρεις ημέρες, πόσα ευρώ το νοικιάζει και εγώ θα είμαι κάπου κοντά να σου φέρω αιθέρα να σε ξελιποθυμήσω μόλις ακούσεις την τιμή που θα σου πει. Αυτό το κελί, λοιπόν, με το ένα μοναδικό παράθυρο που βλέπει σε έναν πανβρώμικο ακάλυπτο, θα είναι το βασίλειό σου όπου θα θάψεις τα ωραιότερα χρόνια της ζωής σαν σε φυλακή. Και επειδή το πορτοφόλι του μπαμπά σου δεν φτάνει για να σε βοηθήσει να το νοικιάσεις απογοητεύεσαι και θεωρείς τον εαυτό σου άτυχο που δεν τα κατάφερες να γίνεις ένοικός του. Είσαι με τα καλά σου άνθρωπε; Είσαι;
Στην εφημερίδα που εργάζομαι ένα τέτοιο αίσχος μου διέθεσαν και τούτο από υποχρέωση στη γιαγιά μου την Πέρσα. Σκέψου αν δεν είχαν και υποχρέωση! Είπα κι εγώ «ευχαριστώ με υποχρεώσατε», πήρα το μαρκούτσι μου, όπως το ‘λεγε το μικρόφωνο ο μακαρίτης ο Ράλλης και βγήκα στους δρόμους να κάνω την δουλειά που μου αρέσει, υπό το φως τού ήλιου ή υπό βροχή, με κρύο και με χιόνι, αλλά ένα εκατομμύριο φορές καλύτερα από το βίδωμα στην πολυθρόνα «καρούμπαλο», σε ένα χώρο που άλλη καρέκλα να καθίσει άνθρωπος δεν χωράει εκεί μέσα.
Σαν σήμερα έναν χρόνο πριν, έπιασα στα χέρια μου το μικρόφωνο για πρώτη φορά, παρέα με έναν φίλο μου οπερατέρ, για ένα ρεπορτάζ με θέμα τους εξωγήινους και πιο συγκεκριμένα αν ποτέ είχαν οι ερωτώμενοι μια όποια εμπειρία με δαύτους. Η Πέρσα μου, αγαπάει τις ιστορίες αυτές και εγώ σαν fan της και γνήσια απόγονός της κληρονόμησα αυτήν την αγάπη.
Προσωπικά είμαι σίγουρη ότι αυτά τα όντα -πώς αλλιώς να τα πω;- υπάρχουν! Και αν επισκέπτονται τον μικρό μας γλόμπο το κάνουν είτε σαν μελετητές της Φύσης γενικώς, χλωρίδας και πανίδας, είτε σαν τουρίστες, ή ακόμη για να κάνουν διαστημικό ρεπορτάζ. Αυτό σημαίνει ότι η Γη μας, αυτή η μικρή κουκίδα του Σύμπαντος Κόσμου, είναι ονομαστή στην απεραντοσύνη των πλανητών.
Ήταν λοιπόν τότε, όταν μου συνέβη το εξής κουφό.
Άλλοι από τους διαβάτες μού έδιναν σημασία, οι περισσότεροι με αγνοούσαν, καναδυό έκαναν χαβαλέ λέγοντάς μου βλακείες, όταν ένα ζευγάρι που προφανώς παρακολουθούσε την προσπάθειά μου, με πλησίασε χωρίς εγώ να τους γίνω φόρτωμα. Εκείνος ένας ώριμος νέος γύρω στα σαράντα κι εκείνη μια καλλονή τριαντάρα, όπως την έκοβα. Εκείνος άπλωσε το χέρι του για μία χειραψία οικειότητας και μου έκανε εντύπωση πόσο παγωμένο ήταν παρά τη ζέστη. Ήταν έκπληξη για μένα η προθυμία τους να απαντήσουν σε τρεις τέσσερις ερωτήσεις που θα τους έκανα, όπως τους είπα όσο πιο ευγενικά και γοητευτικά μπορούσα. Και φαίνεται ήξεραν καλά από ψυχολογία και κατάλαβαν ότι η συμπεριφορά μου απέναντί τους ήταν γνήσια έστω και μετά από τόση άρνηση και απαξίωση που είχα δεχθεί από τους συνανθρώπους μου.
«Ερώτηση 1η και βασική: Η γνώμη σας για την εξωγήινη ζωή όπως εμείς τουλάχιστον οι γήινοι την γνωρίζουμε, υπάρχει;»
«Εγώ αντιστρέφω την ερώτηση και ρωτώ εσάς δεσποινίς, τι πιστεύετε; Υπάρχει;»
«Είμαι δημοσιογράφος κύριε, μπορώ να έχω προσωπική άποψη αλλά δεν επιτρέπεται να πάρω θέση.»
»Και ερώτηση 2η: Αν πιστεύετε ότι υπάρχει, έχετε έρθει ποτέ σε επαφή μαζί τους με κάποιον τρόπο;»
«Μα και βέβαια, αν και είναι δύσκολο να ‘ρθει κανείς σε επαφή με τον εαυτό του, τις περισσότερες φορές».
Στην αρχή δεν κατάλαβα τι ακριβώς μου είπε, το πέρασα σαν ευφυολόγημα και ψιλογέλασα σε ένδειξη αποδοχής του χιούμορ του.
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή;»
«Τι δηλαδή δεσποινίς μου; Κάτι με ρωτήσατε και σας απάντησα. Τι δεν καταλαβαίνετε;» Και γυρίζοντας στην καλλονή και μετά σε μένα είπε: «Τι θα λέγατε για ένα δροσερό αναψυκτικό σ' εκείνο τo cafe; Στέγνωσε το στόμα μου από τη ζέστη… Πώς την αντέχετε;»
«Όπως όλος ο κόσμος λίγο πολύ. Μισό να το πω και στον οπερατέρ μου. Πηγαίνετε εσείς με την κούκλα σας και σε ένα λεπτό ερχόμαστε κ’ εμείς» του είπα ευγενικά.
Μα δεν είχα προλάβει να κάνω δυο βήματα πίσω όταν ένα μηχανάκι με φουλ τα γκάζια, ήρθε και έπεσε πάνω στο ζευγάρι και σε έναν ηλικιωμένο κύριο που κατέβαινε από το πεζοδρόμιο, εκεί που δευτερόλεπτα πριν βρισκόμουν εγώ! Φωνές, στριγκλιές, φασαρία, γυρίζω έτοιμη να δεχτώ αυτό που αστραπιαία φοβόμουν και αντικρίζω το ευγενικό ζευγάρι κατάχαμα με εντελώς χαμένες τις αισθήσεις και έναν άτυχο γέροντα βουτηγμένο στο αίμα να βογκάει και να κοιτάζει σαν χαμένος το σχεδόν ακρωτηριασμένο πόδι του, έπαθα shock.
To 166 έφθασε σχεδόν αμέσως θαρρείς έτοιμο από καιρό, έβαλε προσεκτικά τον ηλικιωμένο σε ένα φορείο και έφυγε σφαίρα, ενώ άλλο ένα ασθενοφόρο πήρε τους μάλλον νεκρούς τελικά συνεντευξιαζόμενους μου και έφυγε με πυραυλική ταχύτητα με τη σειρήνα του να ουρλιάζει και να σου κόβει το αίμα.
Όλα αυτά δεν πήραν πάνω από ένα εφιαλτικό λεπτό που μου φάνηκε ώρα. Μια μικρή λίμνη αίματος από τον γέροντα και μόνο, παρέμεινε στη σκηνή του δράματος να επιβεβαιώνει ότι όλα αυτά συνέβησαν πράγματι και δεν ήταν αποτέλεσμα της ζέστης που μας χτύπησε κατακέφαλα. Από τους «φίλους» μου, δεν απέμεινε ούτε στάλα αίματος. Η εσωτερική τους αιμορραγία ήταν σίγουρα χειρότερη. Χωρίς να χάνω καιρό αφήνω τα «εργαλεία» μου στον οπερατέρ μου παίρνω το αυτοκινητάκι μου και σπεύδω στο νοσοκομείο, παρά την αναστάτωση που με διακατείχε. Λίγο ακόμη και θα ήμουν κι εγώ σε ένα από τα δύο ασθενοφόρα, και θα ήμουν τυχερή αν ήμουν στην θέση του γέροντα του οποίου η ζωή δεν θα τελείωνε τόσο απρόσμενα, τόσο άδικα.
Δεν ξέρω αν έπρεπε να ευχαριστήσω το Θεό ή όχι για την σωτηρία μου. Τον ευχαρίστησα!
Εκεί στο νοσοκομείο έβαλαν τον γέροντα με συνοπτικές διαδικασίες στο χειρουργείο και το ζευγάρι αφού επιβεβαιώθηκε ο θάνατός τους, πήρε τον δρόμο για το νεκροτομείο. Από έναν φίλο μου γιατρό που εφημέρευε, θα μάθαινα σίγουρα γιατί το ζευγάρι πέθανε τόσο πολύ!
Ναι, το μπλακ χιούμορ μάς έλειπε τώρα!
Και ο γιατρός μού αποκάλυψε κάτι που όσο και ταλαντούχα φαντασία να είχε κανείς δεν θα το φανταζόταν:
«Φιλενάδα πρόσεξε τι θα σου πω και για τω Θεώ μην πεις ακόμα λέξη στην εφημερίδα σου. Μυστικό του κράτους σού αποκαλύπτω και αυτό επειδή γνωρίζω την παροιμιώδη εχεμύθεια και μπέσα που κληρονόμησες από τη γιαγιά σου στην οποία καθώς ξέρεις οφείλω πολλά. Το ανατομείο είναι ανάστατο, διότι το ζευγάρι δεν είναι άνθρωποι ρε συ Δανάη, αλλά οντότητες με μορφή και περίβλημα ανθρώπινο. Κάτι σαν τα κέρινα ομοιώματα της μαντάμ Τισώ στο Λονδίνο. Να γιατί δεν είδες αίμα. Και βέβαια κατάφερε η όποια οντότητά τους να δραπετεύσει τρόπω τινά από το ψεύτικο ανθρώπινο σώμα και να αφήσει εμάς στην τρέλα μας... Αν το μαρτυρήσεις γίνεσαι διάσημη αστραπιαία και παγκοσμίως. Όμως με χάνεις από φίλο και ξοφλάω τα οφειλόμενα στη κυρία Πέρσα με μια μου επαίσχυντη παραίτηση από το ιατρικό ελληνικό Σώμα. It’s up to you.»
Είχα μείνει άφωνη και μάλιστα με το φόβο πως δεν θα ξανάβρισκα τη μιλιά μου. Σαν πόσα shocks να άντεχα η άμοιρη «χορεύτρια» τούτη δω τη μέρα; Εγώ ήμουν άνθρωπος με όριο προδιαγραφών αντοχής που το ‘χα ξεπεράσει με την φλασιά που με αποτέλειωσε. Η φράση εκείνη που μου είπε ο εξωγήινος έχει στοιχειώσει τις αναμνήσεις μου: «Και βέβαια αν και τις περισσότερες φορές είναι δύσκολο να έχεις επαφή με τον εαυτό σου!»
Πόσο δίκιο έχει ο Λιακόπουλος που φωνάζει και 'μείς τον παίρνουμε για γραφικό, ότι κυκλοφορούν ανάμεσά μας με ανθρώπινη μορφή!
Κάποτε στο μέλλον ίσως κι εμείς κάνουμε κάτι ανάλογο σε κάποιον πλανήτη που θα διακτινιστούμε. Προς το παρόν τα κεφάλια κάτω, γιατί σε σύγκριση με αυτούς είμαστε στα προνήπια σάς λέω!
🍀
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Τέταρτο μέρος της σειράς «Δανάη, η ρεπόρτερ». Ξεκινήστε την ανάγνωση από το πρώτο μέρος εδώ.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Carolyn Eardley
Επιμέλεια κειμένων: Τζένη Κουκίδου