Τώρα κάθομαι στο ημισκότεινο γραφείο μου χαρούμενος που όλα τελείωσαν και έφτασαν σε μια ηρεμία και επιτέλους μπορώ να βάλω την λέξη που θα αναγράφει «Τέλος». Θα κλείσω το αρχείο και θα γράψω κάτι άλλο, διαφορετικό. Χαίρομαι που τελικά ο Πήτερ έμεινε με την Ολύβια, άλλωστε αυτό ήθελα από την αρχή. Μα στη μέση μπήκε το αγκάθι, ο Αντρέ, πράγμα που το έκανε ακόμα πιο δύσκολο αλλά επιτέλους βγήκε από τη μέση. Αν και ήταν ο φυσικός της σύντροφος ήταν ο κρίκος που έπρεπε να φύγει. Αυτός που της έκανε κακό.
Το γράψιμο αυτό ήταν ένα υπέροχο ταξίδι μηνών που φώναζε να βγει προς τα έξω. Και κατά κάποιο τρόπο ολοκλήρωσε την πραγματικότητα μου ή μάλλον εισέβαλε μέσα σε αυτήν. Γέμισε το χώρο που βρισκόμουν και έστρωσε το χαλί για πιο όμορφες σκέψεις και μια νέα ζωή. Η Ολύβια μου κράτησε το χέρι και ο Πήτερ πάλεψε για να την έχει μαζί του. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλο με ιδανικό τρόπο παρά όλες τις δυσκολίες. Δείχνουν μέσα από όλα αυτά ότι η πορεία μαζί με την τόλμη μετράνε περισσότερο και στο τέλος υπάρχουν όμορφες στιγμές αν το θελήσουμε.
Η νύχτα είχε απλώσει για καλά το πέπλο της επάνω μου και ένιωθα μέσα μου πως κάτι δεν είχε πάει καλά. Μπορεί να είναι η ανασφάλεια μου που βγαίνει ξανά στην επιφάνεια, σκέφτηκα. Ίσως να έχει να κάνει με τον Αντρέ και μάλλον με τις τύψεις που σκότωσα έναν άνθρωπο έστω και φανταστικό. Πάει, είσαι πεθαμένος και χαίρομαι, φίλε. Ακόμα και στο βιβλίο που πήγα να γράψω αναμείχθηκες και πήγες να τα χαλάσεις όλα. Αλλά μάντεψε.Τα κατάφερα και σε σκότωσα. Το μόνο που μένει είναι να σε θάψω πολύ κάτω από τη γη με μια ταφόπλακα που θα αναγράφει «Ξεκουμπίσου».
Έξω από το παράθυρο ο άνεμος φύσηξε και ταρακούνησε για λίγο τα φυτά του κήπου. Ήταν σαν η κίνηση αυτή να μαρτυρούσε ότι κάποιος είχε μπει στον μικρό κήπο, να εισβάλλει σαν κλέφτης. Αυτό από μόνο του δεν ήταν καλή δικαιολογία. Παρατηρούσα για λίγα δευτερόλεπτα τον κήπο και βρισκόμουν πίσω από την μπαλκονόπορτα στο εσωτερικό του σαλονιού. Έβλεπα τις πατημασιές του να δημιουργούνται, σχηματίζοντας μικρές λίμνες από νερό σηματοδοτώντας την πορεία του. Σαν κάποιο αόρατο ον να βρισκόταν έξω που να μη μπορούσα να το δω και με παραμόνευε. Πήγα να κλείσω την μπαλκονόπορτα μα ένας χτύπος δυνατός πάνω στο τζάμι της ακούστηκε. Τρόμαξα γιατί δεν έβλεπα τίποτα να υπάρχει έξω.
Ίσως να ήταν κάποιο πουλί ή γάτα, σκέφτηκα, με την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή. Με το που πήγα να αγγίξω το χερούλι παρατήρησα ένα ράγισμα στο τζάμι και καθώς πήγα να το αγγίξω κόπηκα στο δάχτυλο μου. Μπήκα στο σπίτι και βρήκα ένα πανί, το έβαλα αμέσως πάνω στην πληγή και το πίεσα. Την ώρα που είχα γυρίσει την πλάτη μου έγινε κάτι που με έκανε να ανατριχιάσω. Η μπαλκονόπορτα έκλεισε μόνη της. Πώς έγινε αυτό αφού είναι συρόμενη;
Πώς γίνεται να κλείνει μια πόρτα συρόμενη μόνη της; σκεφτόμουν προσπαθώντας να καταλάβω την παράλογη και αφύσικη κίνηση που είχε γίνει. Τρόμος με έπιασε καθώς δεν είχα προλάβει να δω την κίνηση να γίνεται, είχα γυρισμένη την πλάτη μου τυλίγοντας το χέρι μου με τον πρόχειρο επίδεσμο και για μια στιγμή κοκάλωσα όταν το άκουσα. Ήταν η φωνή κάποιου γνώριμου να με φωνάζει αλλά δεν μπορούσα να κατανοήσω ποιου ακριβώς. Σκέφτηκα ότι ίσως ήταν η φωνή εκείνου, του Αντρέ, μα δεν ήμουν σίγουρος καθώς είχα φανταστεί αυτόν τον χαρακτήρα. Είχα σκεφτεί όλη την προσωπικότητα του γράφοντας για αυτόν στο βιβλίο, μα δεν μπορούσα να ξέρω πώς ήταν η φωνή του παρά μόνο με κάτι που έμοιαζε με ψίθυρο από κάπου μακρυά. Απροσδιόριστη στην αρχή και μετά να αποκτά διάσταση πραγματική, να φωνάζει το όνομα μου.
Κοίταξα προς την μπαλκονόπορτα με φόβο μήπως δω κάτι ή κάποιον να στέκεται μπροστά μου να με κοιτά και παρατήρησα ότι στο γυαλί που είχα κοπεί είχε τρέξει πάρα πολύ αίμα σε σχέση με το μικρό μου κόψιμο. Αυτό που όμως συνειδητοποίησα ήταν ότι κάπου το ήξερα αυτό το σκηνικό. Δεν ήταν δυνατόν! Συνειδητοποίησα ότι ήταν η σκηνή από το βιβλίο μου που είχα γράψει για τον Αντρέ που χτύπαγε το κεφάλι του στην μπαλκονόπορτα μέχρι που ράγισε το τζάμι και τον έκοψε. Αυτός να συνεχίζει να χτυπάει εκστασιασμένος από τη θολούρα της ζήλιας και της παράνοιας και η Ολύβια να κλαίει από την άλλη μεριά βλέποντας τον μη ξέροντας πως να αντιδράσει στις παρανοϊκές απειλές του.
Στον αέρα μια λάμψη άναψε και φώτισε τη νύχτα. Ερχόταν βροχή και ο αέρας μύριζε υγρασία και χώμα όταν άνοιξα την μπαλκονόπορτα να αντικρίσω αν κάποιος μου έκανε κάποια περίεργη φάρσα. Πώς ήταν δυνατόν να έκλεισε η πόρτα μόνη της σαν μαγνήτης; Δεν υπήρχε μεντεσές να την κλείσει μόνη της ο αέρας αλλά ράγες που απαιτούσαν την δύναμη ενός ανθρώπου για να γίνει αυτό. Κοίταξα στο πάτωμα και είδα μια μικρή λιμνούλα από νερό έξω στο σημείο που είχε ανοίξει η πόρτα. Σαν κάποιος να στεκόταν εκεί ώρα.
Βροχή πάντως δεν είχε πέσει ακόμα πουθενά για να δικαιολογεί τα σημάδια του νερού στο έδαφος. Σκέφτηκα ότι μπορεί να έχω αρχίζει να τα παίζω και να σκέφτομαι για μια μικρή στιγμή ότι βρίσκομαι στο σπίτι της Ολύβια και ότι όλα ζωντανεύουν όπως και στο βιβλίο. Ότι ο Αντρέ είχε έρθει να με επισκεφτεί καθώς δεν είχε ακόμα πεθάνει.
Πέτρο σύνελθε πήγαινε καμία βόλτα να ηρεμήσεις. Κοίτα καλά, δεν υπάρχει αίμα στο τζάμι, εσύ το σκέφτηκες με το μυαλό σου σε μια προσπάθεια να ζωντανέψεις πάλι το βιβλίο σου.
Γύρισα και κοίταξα στο εσωτερικό του σπιτιού. Κάποιος είχε μπει μέσα. Κοκάλωσα καθώς με είχε βρει εκτός άμυνας τριγυρνώντας έξω και τώρα βρισκόταν μέσα στο σπίτι μου. Στο διάδρομο προς την κρεβατοκάμαρα είδα κάτι να χάνεται από τα μάτια μου και ενώ έξω ο καιρός χάλαγε και ο αέρας δυνάμωνε, ήμουν σίγουρος πως δεν ήταν αυτό που έκανε τις σκιές στο σπίτι να φαίνονται εξωπραγματικές.
«Είναι κανείς εδώ; Τι θες μέσα στο σπίτι μου;» Φώναξα σε μια κίνηση απελπισίας και παράλογης προσμονής ότι θα μου απαντούσε το κενό.
«Είσαι σίγουρος πως είναι το σπίτι σου;» Μια φωνή ακούστηκε και πράγματι κάποιος μου μιλούσε από την κρεβατοκάμαρα που είχε καταφέρει να χωθεί σαν τρομαγμένη σκιά.
«Ποιος είσαι;» φώναξα και κοίταξα στο δωμάτιο που κοιμόμουν ενώ κοίταζα και στην μικρή κρεβατοκάμαρα και δεν υπήρχε κανείς. Γύρισα να πάω πάλι μέσα στο σπίτι και στο σαλόνι, ακούστηκε πάλι η φωνή.
«Γιατί φεύγεις; Φοβάσαι;»
Πίσω από την κουρτίνα με κοίταγε κάτι, ύστερα αποκαλύφθηκε ένα μάτι κι έπειτα όσο το πρόσωπο του ολοκληρωνόταν έξω έπεφταν κεραυνοί και καταρρακτώδης βροχή. Η φωνή του ακούγονταν ανάμεσα στο νερό που έπεφτε από τα λούκια κάνοντας το βλέμμα του πιο απόκοσμο. Μου μίλαγε μέσα από την ψυχή μου που αντηχούσε σαν λυγμός σε ένα πηγάδι δίχως πάτο καθώς δεν ήξερα αν ήταν πραγματικό αυτό που παρουσιαζόταν ή είχα αρχίσει να τρελαίνομαι. Όσο τον κοιτούσα αυτός αποκτούσε και άλλο υπόσταση και το σώμα του εμφανιζόταν όλο και περισσότερο μέσα από τις σκιές. Μία λάμψη φώτισε το δωμάτιο και φανέρωσε ολόκληρο να στέκεται εκεί μπροστά μου σαν κούκλα τον ένα και μοναδικό πεθαμένο του μυθιστορήματος μου. Τον Αντρέ. Να στέκεται, να με κοιτά σαν ακίνητο άγαλμα με το αίμα να τρέχει από το πρόσωπο του. Έσταζε κάτω στο χαλί και το βλέμμα του με κοιτούσε φονικά. Όταν εμφανίστηκε ολόκληρος μπροστά μου χάθηκε από τα μάτια μου για ένα λεπτό με το πέρασμα μιας ακόμη λάμψης στην ατμόσφαιρα και όταν όλα τα φώτα έσβησαν ξανά τότε χίμηξε πάνω μου.
Το βλέμμα του έλεγε, θα τα πάρω όλα πίσω. «Τα δικά μου είναι δικά μου και η ζωή δικιά μου πανάθεμά με και ξέρω έναν τρόπο καταπληκτικό να γυρίσω πίσω. Φίλε σου λέω θα γραφτεί η ιστορία από την αρχή και θα την γράψεις εσύ. Με το αίμα σου.»
«Και πώς είσαι σίγουρος ότι θα πετύχει; Μπορεί να ξαναγράψω κάτι για σένα και να σε κάνω να εξαφανιστείς από παντού, να μην υπάρχεις.»
«Θα φροντίσεις να με κάνεις αθάνατο και να γράφεις συνέχεια για μένα, έχω σκεφτεί ολόκληρα σενάρια και συνέχειες, τόσες πολλές ιδέες, που θα γράφεις για μια ζωή. Τόμοι ολόκληροι σε συνέχειες. Η ζωή η ίδια δε θα φτάνει. Μέχρι που θα πεθάνεις και θα συνεχίσω εγώ να γράφω παίρνοντας τη θέση σου στην πραγματικότητα.»
«Δεν είσαι πραγματικός, δε ξέρω ποιος είσαι αλλά δεν γίνεται να είσαι. Αυτός πέθανε. Ακούς Αντρέ;»
Μίλαγα μόνος μου στο σκοτάδι.
Προσπάθησα να κουνηθώ μα δεν μπορούσα. Βρισκόμουν στην καρέκλα δεμένος και τρόμαξα ακόμα περισσότερο όταν συνειδητοποίησα ότι όλος αυτός ο διάλογος ήταν πραγματικός.
Με είχε τρυπήσει με κάτι αιχμηρό και επιτέλους είχε πάρει την εκδίκηση του. Από την καρδιά μου έτρεχε αίμα και καθώς χυνόταν τότε κατάλαβα ότι η ζωή ήταν πολύ μικρή καθώς όλα χανόντουσαν στο μαύρο σκοτάδι που με έπαιρνε κάτω με το γέλιο του να χάνεται μαζί με τις αισθήσεις μου.
Ένα χέρι απαλό γυναικείο με χάιδεψε στο πρόσωπο και την αντίκρισα. Ήταν η Ολύβια ντυμένη με ένα άσπρο φόρεμα. Με βοήθησε να σηκωθώ και μου ψιθύρισε στο αυτί να πάω μαζί της. Περπατήσαμε πιασμένοι από το χέρι και βρεθήκαμε σε ένα κήπο με ένα τραπεζάκι να γράφουμε. Γύρω μας λουλούδια κόκκινα να μας πλαισιώνουν, σχεδόν να μας αγγίζουν.
«Θυμάσαι;» με ρώτησε. «Τότε που έγραφες για εμάς;»
«Ναι» της είπα.
«Τότε γράψε ξανά και θα φύγει ο πόνος, όπως έκανες τόσα χρόνια.»
Μου έπιασε το χέρι και με κοίταξε με αγάπη και θαλπωρή. Ναι εδώ είναι όμορφα αλλά δεν είναι ο παράδεισος. Άρχισε να μου πονά το χέρι και τα μάτια της μετατράπηκαν σε δυο σκοτεινά αστέρια. Το φόρεμά της δεν ήταν άσπρο πια παρά μόνο ένας σκοτεινός μανδύας που εκτεινόταν στο άπειρο. Αυτή δεν ήταν η Ολύβια, ήταν ο μοναδικός φύλακας του κόσμου των ψυχών. Άφησα μια ανάσα και επανήλθα στην πραγματικότητα. Στο πάτωμα πεσμένος και λιπόθυμος να έχω πλακώσει το χέρι μου με το βάρος του σώματος μου πεσμένος στα πλάγια, κάτι που δικαιολογούσε τον πόνο στο όνειρο.
Σηκώθηκα όρθιος και μέσα το σπίτι άστραφτε με ηλεκτρικό φως από τις αστραπές. Το ρεύμα είχε κοπεί και βρισκόμουν μόνος στο βασίλειο του σκοταδιού. Άκουσα τη φωνή της Ολύβια και ήμουν σίγουρος πως φώναζε τα παιδιά της. Τα είδα να τρέχουν στο διάδρομο προς το δωμάτιο τους.
Πήγα να τους μιλήσω μα δε πρόλαβα. Χάθηκαν μακρυά. Μια ακόμα αστραπή βύθισε για τα καλά το σπίτι στο σκοτάδι. Πήγα προς την κουζίνα και έψαξα στο συρτάρι για κεριά. Όταν άναψα το κερί κατάλαβα πως είχα βρεθεί στο ενδιάμεσο σταυροδρόμι εκεί που συναντιούνται οι νεκροί με τους ζωντανούς. Το κερί αντανακλούσε μέσα σε ένα καθρέφτη και το ένα είδωλο πήγαζε από το άλλο σαν ένα κύκλο ενέργειας.
Έκανα μερικά βήματα ψάχνοντας μέσα στο σκοτάδι και πάτησα σε κάτι περίεργο. Χώμα είχε εισβάλλει στον διάδρομο από τα δωμάτια και περπατούσα τώρα πάνω σε ανάγλυφα. Το κερί ο μόνος δρόμος φωτός προς το άγνωστο και τα δωμάτια, το υπόλοιπο του σπιτιού χαμένο.
Από εκεί και πέρα εκτεινόταν η έρημος σε ένα ατελείωτο σκοτάδι.
Από εκεί και πέρα εκτεινόταν η έρημος σε ένα ατελείωτο σκοτάδι.
Πέτρος Βαζακόπουλος
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο του Jean-Louis André Théodore Géricault (1791-1824). Ο καλλιτέχνης είχε τη νοσηρή συνήθεια να αγοράζει ακρωτηριασμένα άκρα από το νεκροτομείο τα οποία κρατούσε στο σπίτι του για βδομάδες προκειμένου να τα ζωγραφίζει. Τελικά, αποχαιρέτησε τον κόσμο με αυτό το αριστερό χέρι αφού πέθανε οκτώ ώρες μετά την ολοκλήρωσή του.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο του Jean-Louis André Théodore Géricault (1791-1824). Ο καλλιτέχνης είχε τη νοσηρή συνήθεια να αγοράζει ακρωτηριασμένα άκρα από το νεκροτομείο τα οποία κρατούσε στο σπίτι του για βδομάδες προκειμένου να τα ζωγραφίζει. Τελικά, αποχαιρέτησε τον κόσμο με αυτό το αριστερό χέρι αφού πέθανε οκτώ ώρες μετά την ολοκλήρωσή του.