Από τον διάδρομο του δωματίου και πέρα μακρυά εκτεινόταν η μοναχική έρημος με φόντο το μοναδικό ίχνος πολιτισμού. Χώμα είχε εισβάλλει στο σπίτι και ένας κόσμος απλωνόταν καινούργιος τώρα με μια εκκλησία στον ορίζοντα να εισβάλλει με την καθολική παρουσία της. Ένα σκοτεινό μέρος με μαύρους και χρυσούς τρούλους. Μία μαύρη εκκλησία. Σαν να αναδείκνυε τα τελευταία συναισθήματα που είχαν απομείνει στη γη.
Την αλλόκοτη και αρνητική φύση του ανθρώπου που είχε κάψει οτιδήποτε καλό υπήρχε στο πέρασμα της. Χωρίς καθόλου σύμβολα ή εικόνες κάποιου θεού αντικατόπτριζε τη μόνη πραγματικότητα που υπήρχε σαν ένας καθρέφτης για τον καθένα ξεχωριστά. Όταν έμπαινες εκεί ήσουν ο αντικατοπτρισμός του εαυτού σου. Το αληθινό συναίσθημα παρουσιαζόταν μπροστά σου και άμεσα υπήρχε και η κρίση του. Σαν των παλιών θεών τη θεία δίκη η ψυχή σου δικαζόταν, ακόμα και μόνο στο τόλμημα να σήκωνες το βλέμμα σου επάνω της.
Μα δεν έμεινε άνθρωπος καθαρός από αμαρτίες στη γη των πεθαμένων και ο πόλεμος κάλυψε τα πάντα παράλληλα με το σβήσιμο των συναισθημάτων. Δεν έμεινε κανένας στο τέλος παρά μόνο μοναχικοί άνθρωποι που τριγυρνούσαν ψάχνοντας να σβήσουν κάθε όμορφο και υγιές στο πέρασμα τους στο πεδίο του τίποτα και της ανυπαρξίας.
Έμενα μόνος στο σκοτάδι. Μήπως είχα αρχίσει να τρελαίνομαι; Να βλέπω να με παρασύρει το σκότος μέσα του μαζί με όλους τους χαρακτήρες τους κακούς και αδυσώπητους στην αιωνιότητα;
Μέσα στον απόκοσμο ήχο που ακουγόταν από μακρυά η θλίψη διαπέρασε την ύπαρξη μου καθώς άκουσα κάτι να χτυπά μες στο σκοτάδι. Θλιβερός ήχος που αποσιώπησε και μετά χάθηκε στο γκρέμισμα κάποιου τοίχου. Καμπάνες να χτυπούν στο έδαφος καθώς παρακινούμενες από τη μανία της θύελλας ξεκόλλησαν πέφτοντας από ένα καμπαναριό που έτυχε να βρίσκεται μέσα στο πέρασμα της. Κανένας χτύπος να ακούγεται παρά μόνο το τελευταίο θανατικό μισό της νότας του μετάλλου στο έδαφος. Η σκόνη της θύελλας να υψώνεται, να καλύπτει τα πάντα και το μάτι της να μην υπάρχει στο κέντρο της. Να μην υπάρχει ηρεμία στο σκοτάδι παρά μόνο οργή και δύναμη να είναι οι μόνοι αγιασμοί του πρώην ιερού τόπου που τώρα χάνονταν σαν λυπηροί χτύποι που παρακαλούσαν, μάταια, να υπάρξουν.
Ένας ιερέας στέκεται ανάμεσα σηκώνοντας τα χέρια του στον ουρανό σε ένα θεό που δεν υπάρχει. Πίσω του εμφανίζονται φιγούρες σκοτεινές σαν τελευταίοι χτύποι της καρδιάς, τόσο αναγκαίοι οι φόβοι του, να παρουσιάζονται ένας ένας.
Φόβοι, φόνοι δεν έχει διαφορά, το γράμμα μόνο αλλάζει. Αυτός τους έκανε όλους να υπάρχουν. Θανάτωσε τα καλύτερα συναισθήματα του για να τους κάνει το χατήρι και τώρα βρέθηκε να υμνεί το σκότος στην κρυφή πλευρά του εαυτού του.
Φόβοι, φόνοι δεν έχει διαφορά, το γράμμα μόνο αλλάζει. Αυτός τους έκανε όλους να υπάρχουν. Θανάτωσε τα καλύτερα συναισθήματα του για να τους κάνει το χατήρι και τώρα βρέθηκε να υμνεί το σκότος στην κρυφή πλευρά του εαυτού του.
«Εδώ είναι το βασίλειο μου», φώναξε και ο άνεμος μετέφερε τα λόγια του στο αυτί μου.
Η άβυσσος αναφώνησε καθώς κατάπινε το έδαφος και το τελευταίο κτίσμα που χανόταν πίσω μου. Το σπίτι μου το κατάπινε η σκόνη της ερήμου μαζί με τις τελευταίες μου ελπίδες.
Μόνος στον κόσμο τους ανήμπορος να τους αντιμετωπίσω καθώς τους αναγνώριζα μαζί με αυτά που είχαν κάνει παλιότερα. Το ήξερα γιατί ένιωθα στο πετσί μου τα βλέμματα τους που με διαπερνούσαν. Το ήξερα καλά αυτό το συναίσθημα και τους είχα αφήσει παλιότερα να εισβάλλουν στα όρια μου. Να διαλύσουν τον κόσμο μου από μέσα. Τότε δεν είχα κάνει κάτι για να το αποτρέψω αυτό αλλά τώρα ήρθε η ώρα να σταθώ απέναντι και να τους κοιτάξω στα μάτια, όπως πραγματικά είναι.
Ανήμποροι απέναντι στην δύναμη μου.
Στέκονται, με κοιτούν και με κυκλώνουν. Ο φόβος, ο φόνος και η παράνοια.
Ξέρω τα ονόματα σας. Τους μιλώ μα δεν απαντούν.Παίζουν το παιχνίδι τους κρυμμένοι στο σκοτάδι της θύελλας.
Καμία ανάμνηση να έρχεται στην επιφάνεια από το παρελθόν. Είχα ξεχάσει από που προήλθα και που κατέληξα και κυριότερο ότι πίστεψα πvς είχα τρελαθεί. Να με παρασύρει ο Αντρέ ο χαρακτήρας από το βιβλίο μου σε αυτόν τον μάταιο κόσμο και να φέρει και τους φίλους του; Πάει πολύ.
Τους κοίταζα στα μάτια έναν έναν.
Σκοτεινά αποκυήματα της φαντασίας μου σάπια και διαλυμένα πτώματα να στέκονται. Να με περικυκλώνουν. Πίσω τους ο άνεμος να μας κυκλώνει σε ένα πηγάδι σκόνης που τίποτα δεν το διαπερνά. Να βρισκόμαστε στο μάτι του κυκλώνα και όλα μέσα εκεί να είναι ήρεμα…
Αγαλματάκια νεκρά ακούνητα να στέκονται να με κοιτούν. Να έρχονται όλο και πιο κοντά να με ασφυκτιούν.
Στο λέγαμε ότι θα κερδίσουμε, εδώ είναι ο κόσμος μας και εσύ δεν είσαι κυρίαρχος.
Μιλούσαν στο μυαλό μου. Κοιτούσαν στα βάθη της ψυχής μου καθώς το σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα. Μόνο το βουητό υπήρχε σαν λυγμός να με καθοδηγεί στα μαύρα μονοπάτια. Περπάτησα μακρυά στο πέρας της απόγνωσης κι αυτό να με κοιτά. Μου έκλεινε τα μάτια κι έκοβε τα φτερά μου.
Ποίημα γλυκό, μα πόσο καταστροφικό
Να πηγάζεις από τα βάθη της ψυχής μου κι εγώ να νοσταλγώ,
Να σε ξαναδώ.
Φόβος δεν είναι το όνομα σου;
Μίλησα και μου κράτησε το χέρι.
Καμπάνα που χτυπά λυπηρά
ανάμεσα απ' τ' αγέρι.
Δες, επιτέλους μου μίλησε δείχνοντας τον ουρανό κόκκινο από το αίμα. Να ρέει στον κόσμο κάτω. Κραυγές χιλίων χρόνων μαρτυρίων να ακούγονται. Φόνος το όνομα του.
Και τι είναι λογικό; μίλησα σαν χαζός κι εγώ. Σαν να ήθελα να μάθω το σκέψη τους, τη λογική τους, για να αντικρίσω το παράλογο, να μαρτυρήσω.
Φίλη μου σκοτεινή, παράλογη και λογική μαζί δεν κάνουμε, μα μου κρατάς το χέρι και δε μπορώ να καταλάβω ποια είσαι πραγματικά εσύ.
Άσε μας να σε παρασύρουμε στην αγκαλιά μας. Μας ανήκεις.
Στοίχειωσε την ανάγκη μου και κάλυψε τα πάντα.Ξέχασα το όνομα μου μέσα στα όνειρα μου.
Ποιος είμαι; ρώτησα στο κενό και κρατώντας μου το χέρι μου πε το σ' αγαπώ αν μείνεις εδώ. Μαζί μας, τόσο σε νοσταλγώ.
Σκέφτηκα για μια στιγμή καθώς δε συγκρατούσα που μου μιλούσε τη μορφή. Γένια μεγάλωσαν και γέρασα μαζί μέχρι να απαντήσω. Πέθανα μέχρι να διεκδικήσω.
Ήσυχα είναι εδώ κι έκλεισα τα μάτια μου στο τέλος του χρόνου το τελευταίο λεπτό. Καθρέφτης της ψυχής μου σκέφτηκα κάποτε ήταν η γραφή μου και τώρα γράφω τη διαθήκη μου στους τρεις αυτούς που καθρεφτίζονται μέσα στη λίμνη της ζωής μου.
Άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα την τρίτη μορφή φωνάζοντας το όνομα της και αυτή χάθηκε στα πέρατα της ομορφιάς της.
Παράνοια είσαι εσύ, της είπα και διαλύθηκε. Έγινε κόκκος άμμου μαζί με τους φίλους της τον φόβο και τον φόνο. Η θύελλα κόπασε και μόνο η έρημος έμεινε να με κοιτά σαν όλα τα κακά ανήμπορα και μαζεμένα να υπάρχουν. Σαν κόκκοι που εκτείνονταν στο άπειρο της λογικής μου.
Ξυπνώ μέσα στο σπίτι και αφήνω μια ανάσα. Πονοκέφαλος βαρύς. Χτυπάει σαν καμπάνα. Η ώρα τρεις. Τους αντικρίζω. Χάνονται, φεύγουν, δακρύζω. Δεν έχω φίλους πια να μ' αγκαλιάζουν.
Ακούω κάποιον θόρυβο μέσα από το σπίτι.Μα είναι σκοτεινά. Όχι άλλη θλίψη λέω στον εαυτό μου ψιθυριστά. Χαρούμενος, ξαλαφρωμένος που έφυγαν όλα μακρυά, αποκυήματα της φαντασίας μου.
Ο θόρυβος χάνεται όλο και πιο μακρυά.
Καμπάνες που πέφτουν στην άβυσσο ξανά.
Χάνεται ο ήχος μακρυά.
Κι εγώ.
Ζω ξανά.
Μόνος στον κόσμο τους ανήμπορος να τους αντιμετωπίσω καθώς τους αναγνώριζα μαζί με αυτά που είχαν κάνει παλιότερα. Το ήξερα γιατί ένιωθα στο πετσί μου τα βλέμματα τους που με διαπερνούσαν. Το ήξερα καλά αυτό το συναίσθημα και τους είχα αφήσει παλιότερα να εισβάλλουν στα όρια μου. Να διαλύσουν τον κόσμο μου από μέσα. Τότε δεν είχα κάνει κάτι για να το αποτρέψω αυτό αλλά τώρα ήρθε η ώρα να σταθώ απέναντι και να τους κοιτάξω στα μάτια, όπως πραγματικά είναι.
Ανήμποροι απέναντι στην δύναμη μου.
Στέκονται, με κοιτούν και με κυκλώνουν. Ο φόβος, ο φόνος και η παράνοια.
Ξέρω τα ονόματα σας. Τους μιλώ μα δεν απαντούν.Παίζουν το παιχνίδι τους κρυμμένοι στο σκοτάδι της θύελλας.
Καμία ανάμνηση να έρχεται στην επιφάνεια από το παρελθόν. Είχα ξεχάσει από που προήλθα και που κατέληξα και κυριότερο ότι πίστεψα πvς είχα τρελαθεί. Να με παρασύρει ο Αντρέ ο χαρακτήρας από το βιβλίο μου σε αυτόν τον μάταιο κόσμο και να φέρει και τους φίλους του; Πάει πολύ.
Τους κοίταζα στα μάτια έναν έναν.
Σκοτεινά αποκυήματα της φαντασίας μου σάπια και διαλυμένα πτώματα να στέκονται. Να με περικυκλώνουν. Πίσω τους ο άνεμος να μας κυκλώνει σε ένα πηγάδι σκόνης που τίποτα δεν το διαπερνά. Να βρισκόμαστε στο μάτι του κυκλώνα και όλα μέσα εκεί να είναι ήρεμα…
Αγαλματάκια νεκρά ακούνητα να στέκονται να με κοιτούν. Να έρχονται όλο και πιο κοντά να με ασφυκτιούν.
Στο λέγαμε ότι θα κερδίσουμε, εδώ είναι ο κόσμος μας και εσύ δεν είσαι κυρίαρχος.
Μιλούσαν στο μυαλό μου. Κοιτούσαν στα βάθη της ψυχής μου καθώς το σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα. Μόνο το βουητό υπήρχε σαν λυγμός να με καθοδηγεί στα μαύρα μονοπάτια. Περπάτησα μακρυά στο πέρας της απόγνωσης κι αυτό να με κοιτά. Μου έκλεινε τα μάτια κι έκοβε τα φτερά μου.
Ποίημα γλυκό, μα πόσο καταστροφικό
Να πηγάζεις από τα βάθη της ψυχής μου κι εγώ να νοσταλγώ,
Να σε ξαναδώ.
Φόβος δεν είναι το όνομα σου;
Μίλησα και μου κράτησε το χέρι.
Καμπάνα που χτυπά λυπηρά
ανάμεσα απ' τ' αγέρι.
Δες, επιτέλους μου μίλησε δείχνοντας τον ουρανό κόκκινο από το αίμα. Να ρέει στον κόσμο κάτω. Κραυγές χιλίων χρόνων μαρτυρίων να ακούγονται. Φόνος το όνομα του.
Και τι είναι λογικό; μίλησα σαν χαζός κι εγώ. Σαν να ήθελα να μάθω το σκέψη τους, τη λογική τους, για να αντικρίσω το παράλογο, να μαρτυρήσω.
Φίλη μου σκοτεινή, παράλογη και λογική μαζί δεν κάνουμε, μα μου κρατάς το χέρι και δε μπορώ να καταλάβω ποια είσαι πραγματικά εσύ.
Άσε μας να σε παρασύρουμε στην αγκαλιά μας. Μας ανήκεις.
Στοίχειωσε την ανάγκη μου και κάλυψε τα πάντα.Ξέχασα το όνομα μου μέσα στα όνειρα μου.
Ποιος είμαι; ρώτησα στο κενό και κρατώντας μου το χέρι μου πε το σ' αγαπώ αν μείνεις εδώ. Μαζί μας, τόσο σε νοσταλγώ.
Σκέφτηκα για μια στιγμή καθώς δε συγκρατούσα που μου μιλούσε τη μορφή. Γένια μεγάλωσαν και γέρασα μαζί μέχρι να απαντήσω. Πέθανα μέχρι να διεκδικήσω.
Ήσυχα είναι εδώ κι έκλεισα τα μάτια μου στο τέλος του χρόνου το τελευταίο λεπτό. Καθρέφτης της ψυχής μου σκέφτηκα κάποτε ήταν η γραφή μου και τώρα γράφω τη διαθήκη μου στους τρεις αυτούς που καθρεφτίζονται μέσα στη λίμνη της ζωής μου.
Άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα την τρίτη μορφή φωνάζοντας το όνομα της και αυτή χάθηκε στα πέρατα της ομορφιάς της.
Παράνοια είσαι εσύ, της είπα και διαλύθηκε. Έγινε κόκκος άμμου μαζί με τους φίλους της τον φόβο και τον φόνο. Η θύελλα κόπασε και μόνο η έρημος έμεινε να με κοιτά σαν όλα τα κακά ανήμπορα και μαζεμένα να υπάρχουν. Σαν κόκκοι που εκτείνονταν στο άπειρο της λογικής μου.
Ξυπνώ μέσα στο σπίτι και αφήνω μια ανάσα. Πονοκέφαλος βαρύς. Χτυπάει σαν καμπάνα. Η ώρα τρεις. Τους αντικρίζω. Χάνονται, φεύγουν, δακρύζω. Δεν έχω φίλους πια να μ' αγκαλιάζουν.
Ακούω κάποιον θόρυβο μέσα από το σπίτι.Μα είναι σκοτεινά. Όχι άλλη θλίψη λέω στον εαυτό μου ψιθυριστά. Χαρούμενος, ξαλαφρωμένος που έφυγαν όλα μακρυά, αποκυήματα της φαντασίας μου.
Ο θόρυβος χάνεται όλο και πιο μακρυά.
Καμπάνες που πέφτουν στην άβυσσο ξανά.
Χάνεται ο ήχος μακρυά.
Κι εγώ.
Ζω ξανά.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε ψηφιακό έργο του ίδιου.