Ο θάνατος είναι μια στιγμή μέσα στον χρόνο που ξαφνικά σε αγαπάνε όλοι, που σου συγχωρούν χωρίς δεύτερη σκέψη όσα έπραξες.
Αυτή είναι μια μικρή φράση που ξεχώρισα διαβάζοντας το μυθιστόρημα της Μαρίας Βουζουνεράκη η οποία, αν και αποτελεί μια αποδεκτή συνθήκη και όχι κάτι το καινούργιο ή το διαφορετικό, χτυπάει λίγο περισσότερο μέσα στον άνθρωπο είτε αυτός είναι ένας ενάρετος άνθρωπος είτε το αντίθετο. Έχει μια ιδιαίτερη δυναμική γιατί όλοι ξέρουμε πως όλα τα λάθη και ό,τι κακό έχει πράξει κανείς συγχωρούνται στον θάνατο όμως κανείς δε θέλει να φύγει από τη ζωή, από τη μια, και κανείς δεν επιλέγει το κακό από την άλλη. Θεωρητικά λοιπόν, αν εξαιρέσουμε τις κακές, άδικες πράξεις που μπορεί να κάνει κανείς όσο ζει, ο θάνατος, δηλαδή ό,τι πιο απευκταίο για τον άνθρωπο, είναι η ύψιστη στιγμή του, η στιγμή της δικαίωσης της ύπαρξής του, η στιγμή που θα αγαπηθεί καθολικά. Κι ενώ όλοι επιθυμούμε διακαώς μια τέτοια δικαίωση είναι βέβαιο ότι το μέσο της -ο θάνατος- είναι ό,τι πιο οριστικό κι αμετάκλητο υπάρχει και ό,τι πιο αντίθετο με τον αυτονόητο μηχανισμό της επιβίωσης.
Με αυτές τις σκέψεις, προχωρώ στην ανάγνωση και στην γνωριμία μου με τους ήρωες της Μαρίας, και κυρίως με την Μυρτώ της, η ζωή της οποίας αποτελεί τον κεντρικό άξονα του βιβλίου. Στην υπόθεση, θα γνωρίσουμε τη νεαρή Μυρτώ που αφήνει τη γενέθλια πόλη της, το Ναύπλιο, και έρχεται στην Αθήνα έτοιμη να παλέψει για να πραγματοποιήσει τους στόχους της. Προφανώς η ρήση με τις Μοίρες που καθορίζουν την πορεία μας και η άλλη που θέλει τον Θεό να γελάει όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια δεν είναι διόλου τυχαίες. Εσύ ονειρεύεσαι και η ζωή παίρνει τη γόμα, λέει χαρακτηριστικά. Στην περίπτωσή μας, η διάγνωση μιας σοβαρής νόσου θα προσγειώσει απότομα την ηρωίδα και θα προσδιορίσει το μέλλον της.
Το μυθιστόρημα εστιάζει στις ανατροπές, στον αστάθμητο παράγοντα, που μπορεί να είναι μια βροχερή μέρα ή το ξυπνητήρι που δε χτύπησε αλλά και κάτι πολύ σοβαρό κι αμετάκλητο, για τη διεκδίκηση της ζωής και της ευτυχίας όπως κι αν έρθουν τα πράγματα, για το δικαίωμα στο όνειρο... Με απλή γλώσσα και μια υποδόρια γλύκα και ζεστασιά στις περιγραφές γνωρίζουμε βήμα το βήμα την πορεία της Μυρτώς. Χαρακτηριστικό της γραφής είναι η παρουσίαση των προσώπων και των καταστάσεων ή σχέσεων που γίνεται με ευφάνταστο τρόπο, χωρίς να βαραίνει τον αναγνώστη και η αφήγηση που διαθέτει νεύρο, που προχωρά την ιστόρηση χωρίς πολυλογία.
Θίγονται ζητήματα κοινωνικών συμβάσεων και ταμπού που οδηγούν σε καταπιεσμένους ανθρώπους και λάθη. Δίνονται μικρές, μα πολύτιμες, γνώσεις εδώ κι εκεί, όπως όταν εξηγεί αυτό που ονομάζει απώθηση ο Φρόυντ, το μυαλό διαγράφει ό,τι αρνείται, και το απόσταγμα όταν γράφει ότι καθένας μας έχει τους δικούς του δαίμονες να αντιμετωπίσει και πως το να κρίνουμε είναι μια βολική λύση για να μπορέσουμε να κοιμόμαστε χωρίς τύψεις και να συνεχίζουμε να ρίχνουμε πίσω απ' την καμπούρα μας όλα όσα δε θέλουμε να βλέπουμε. Σου ενθυμίζει να εκτιμάς όσα έχεις και κυρίως την υγεία σου και φτάνει να γίνει έως και ανατριχιαστικό αν ταυτιστείς με τους χαρακτήρες του, κάτι που δεν είναι δύσκολο καθώς όλα τα πρόσωπα είναι απτά.
Διαβάζεται γρήγορα κι αφήνει καταστάλαγμα.
Τζένη Κουκίδου
Αυτή είναι μια μικρή φράση που ξεχώρισα διαβάζοντας το μυθιστόρημα της Μαρίας Βουζουνεράκη η οποία, αν και αποτελεί μια αποδεκτή συνθήκη και όχι κάτι το καινούργιο ή το διαφορετικό, χτυπάει λίγο περισσότερο μέσα στον άνθρωπο είτε αυτός είναι ένας ενάρετος άνθρωπος είτε το αντίθετο. Έχει μια ιδιαίτερη δυναμική γιατί όλοι ξέρουμε πως όλα τα λάθη και ό,τι κακό έχει πράξει κανείς συγχωρούνται στον θάνατο όμως κανείς δε θέλει να φύγει από τη ζωή, από τη μια, και κανείς δεν επιλέγει το κακό από την άλλη. Θεωρητικά λοιπόν, αν εξαιρέσουμε τις κακές, άδικες πράξεις που μπορεί να κάνει κανείς όσο ζει, ο θάνατος, δηλαδή ό,τι πιο απευκταίο για τον άνθρωπο, είναι η ύψιστη στιγμή του, η στιγμή της δικαίωσης της ύπαρξής του, η στιγμή που θα αγαπηθεί καθολικά. Κι ενώ όλοι επιθυμούμε διακαώς μια τέτοια δικαίωση είναι βέβαιο ότι το μέσο της -ο θάνατος- είναι ό,τι πιο οριστικό κι αμετάκλητο υπάρχει και ό,τι πιο αντίθετο με τον αυτονόητο μηχανισμό της επιβίωσης.
Με αυτές τις σκέψεις, προχωρώ στην ανάγνωση και στην γνωριμία μου με τους ήρωες της Μαρίας, και κυρίως με την Μυρτώ της, η ζωή της οποίας αποτελεί τον κεντρικό άξονα του βιβλίου. Στην υπόθεση, θα γνωρίσουμε τη νεαρή Μυρτώ που αφήνει τη γενέθλια πόλη της, το Ναύπλιο, και έρχεται στην Αθήνα έτοιμη να παλέψει για να πραγματοποιήσει τους στόχους της. Προφανώς η ρήση με τις Μοίρες που καθορίζουν την πορεία μας και η άλλη που θέλει τον Θεό να γελάει όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια δεν είναι διόλου τυχαίες. Εσύ ονειρεύεσαι και η ζωή παίρνει τη γόμα, λέει χαρακτηριστικά. Στην περίπτωσή μας, η διάγνωση μιας σοβαρής νόσου θα προσγειώσει απότομα την ηρωίδα και θα προσδιορίσει το μέλλον της.
Το μυθιστόρημα εστιάζει στις ανατροπές, στον αστάθμητο παράγοντα, που μπορεί να είναι μια βροχερή μέρα ή το ξυπνητήρι που δε χτύπησε αλλά και κάτι πολύ σοβαρό κι αμετάκλητο, για τη διεκδίκηση της ζωής και της ευτυχίας όπως κι αν έρθουν τα πράγματα, για το δικαίωμα στο όνειρο... Με απλή γλώσσα και μια υποδόρια γλύκα και ζεστασιά στις περιγραφές γνωρίζουμε βήμα το βήμα την πορεία της Μυρτώς. Χαρακτηριστικό της γραφής είναι η παρουσίαση των προσώπων και των καταστάσεων ή σχέσεων που γίνεται με ευφάνταστο τρόπο, χωρίς να βαραίνει τον αναγνώστη και η αφήγηση που διαθέτει νεύρο, που προχωρά την ιστόρηση χωρίς πολυλογία.
Θίγονται ζητήματα κοινωνικών συμβάσεων και ταμπού που οδηγούν σε καταπιεσμένους ανθρώπους και λάθη. Δίνονται μικρές, μα πολύτιμες, γνώσεις εδώ κι εκεί, όπως όταν εξηγεί αυτό που ονομάζει απώθηση ο Φρόυντ, το μυαλό διαγράφει ό,τι αρνείται, και το απόσταγμα όταν γράφει ότι καθένας μας έχει τους δικούς του δαίμονες να αντιμετωπίσει και πως το να κρίνουμε είναι μια βολική λύση για να μπορέσουμε να κοιμόμαστε χωρίς τύψεις και να συνεχίζουμε να ρίχνουμε πίσω απ' την καμπούρα μας όλα όσα δε θέλουμε να βλέπουμε. Σου ενθυμίζει να εκτιμάς όσα έχεις και κυρίως την υγεία σου και φτάνει να γίνει έως και ανατριχιαστικό αν ταυτιστείς με τους χαρακτήρες του, κάτι που δεν είναι δύσκολο καθώς όλα τα πρόσωπα είναι απτά.
Διαβάζεται γρήγορα κι αφήνει καταστάλαγμα.
Τζένη Κουκίδου