Οι ηθοποιοί Τάσος Κωστής, Γιάννης Σαρακατσάνης, Κώστας Λάσκος και Αλέξανδρος Μανωλίδης, ερμηνεύουν τέσσερις προσωπικότητες διαφορετικές και αλληλοσυγκρουόμενες.
Ο Ντρέσλερ (Τάσος Κωστής) είναι ο προϊστάμενος αυτής της ομάδας. Νιώθει πολύ τυχερός που βρίσκεται σε αυτό το πόστο. Υπερασπίζεται με όλο του το είναι τη θέση αυτή τονίζοντας συνέχεια την σημαντικότητα αυτού που κάνει. Είναι γρανάζι του καλοκουρδισμένου ρολογιού που λειτουργεί από πάνω τους. Το προσωπικό επάνω, για να ικανοποιήσει τους εκλεκτούς πελάτες πρέπει, εκτός από το άψογο μαγείρεμα, να έχει και την ανάλογη άψογη παρουσίαση στα πιάτα. Από εκείνον λοιπόν εξαρτάται η καθαριότητα των πιάτων. Θεωρεί ότι αυτό που κάνει είναι τέχνη, λειτούργημα, είναι πολύ τυχερός που βρίσκεται εκεί και είναι πολύ ικανοποιημένος από το αφεντικό.
Ο Έμετ (Γιάννης Σαρακατσάνης) είναι ένας νεαρός που ήταν πελάτης του εστιατορίου, είχε πολλά χρήματα και συναναστροφές με υψηλής κοινωνίας άτομα και ξαφνικά τα χάνει όλα και βρίσκεται να εργάζεται στη λάντζα του εστιατορίου αυτού για να βιοποριστεί. Αντιδρά στην εργασία που βλέπει ότι πρέπει να κάνει και δεν δέχεται να συμβιβαστεί. Στόχος του είναι να δουλέψει μέχρι να μπορέσει να σταθεί πάλι οικονομικά και να ξανακερδίσει όλα όσα έχασε.
Ο Μος (Κώστας Λάσκος) είναι ένας γέρος ταλαιπωρημένος, πλένει πιάτα πάρα πολλά χρόνια και είναι και το μοναδικό πράγμα που θέλει να κάνει μέχρι να «φύγει».
Ο Μπάροουζ (Αλέξανδρος Μανωλίδης) εμφανίζεται κάποια στιγμή λίγο πριν το τέλος του έργου. Ένας νεαρός ο οποίος πιάνει δουλειά και ο Ντρέσλερ σαν προϊστάμενος αναλαμβάνει να του δείξει τα κατατόπια και να του κάνει κήρυγμα για την σπουδαιότητα της εργασίας τους.
Παρακολουθούμε την κάθε μέρα τους στο υπόγειο. Κινήσεις μονότονες και απόλυτα συγχρονισμένες. Τα βρώμικα πιάτα που έρχονται από το αναβατόριο, βρίσκονται στο νεροχύτη και από εκεί, χέρι με χέρι φτάνουν καθαρά και σκουπισμένα σε στοίβες για να ξαναμπούν στο αναβατόριο για τους από πάνω. Στα διαλείμματά τους συζητούν, διαφωνούν, τσακώνονται και γελούν.
Το έργο αυτό μιλάει για την πάλη των τάξεων. Ακόμα και η μεγάλη σκάλα που υπάρχει στο σκηνικό, κάνει ξεκάθαρο ότι υπάρχουν προνομιούχοι που βρίσκονται επάνω στο φως και στα πλούτη και υπάρχουν και οι μη προνομιούχοι που βρίσκονται στα έγκατα και τους υπηρετούν. Επίσης άλλο ένα στοιχείο που δίνει ο συγγραφέας είναι ότι ακόμα και στους μη προνομιούχους θα υπάρχει κάποιος που θα κάνει τον αρχηγό.
Πρόσεξα και μου άρεσαν ιδιαίτερα τα σημεία εκείνα που οι ηθοποιοί κινιούνται σε αργή κίνηση καθώς νερά τρέχουν από πάνω τους. Τα σώματά τους χορεύουν. Τα χέρια τους διαγράφουν κύκλους στον αέρα όπως τα χέρια των μπαλαρίνων.
Νομίζω ότι περνάει πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα με δόση χιούμορ. Χιούμορ που ενώ γελάμε μας το κόβει λίγο απότομα καθώς αυτό που μένει στο τέλος είναι η πικρή αλήθεια. Πάντα θα υπάρχει η ανώτερη και η κατώτερη τάξη.
Στο δελτίο τύπου:
Η υπαρξιακή μαύρη κωμωδία Οι Λαντζέρηδες (The Dishwashers, 2005), του πολυβραβευμένου Καναδού συγγραφέα Morris Panych, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο Σύγχρονο Θέατρο, με την καλλιτεχνική υπογραφή της Ομάδας Νάμα (Ελένη Σκότη, Γιώργος Χατζηνικολάου).
Στο υπόγειο ενός πολυτελούς εστιατορίου, οι λαντζέρηδες εργάζονται συντονισμένα ανάμεσα σε ατελείωτες στοίβες πιάτων, αθέατοι από τον πάνω κόσμο, που τους στέλνει αδιάκοπα τ’ άπλυτά του. Ο Ντρέσλερ ο αυστηρός προϊστάμενος, για τον οποίο το πλύσιμο των πιάτων είναι τέχνη, καθήκον, αξιοπρέπεια, o νεοφερμένος Έμετ, που μαθαίνει τη δουλειά και δε βλέπει την ώρα να ξεφύγει, ο Μος, ο ταλαίπωρος γέρος που εργάζεται εκεί κάτω εδώ και δεκαετίες και τέλος ο Μπάροουζ, που θα έρθει όταν το προσωπικό ανανεωθεί. Σε διαφορετική φάση της ζωής τους ο καθένας και με ετερόκλητες αντιλήψεις και επιθυμίες βρίσκονται εκεί κάτω παγιδευμένοι σαν ήρωες του Μπέκετ σε μια ατέρμονη επαναληπτικότητα, σχεδόν σ’ ένα κενό χρόνου, και αντιδικούν για το νόημα της δουλειάς τους, για το νόημα της ίδιας της ζωής. Υπάρχει, ωστόσο, νόημα;
Ο Morris Panych αντιστρέφοντας τις έννοιες «θέατρο του παραλόγου» και «πραγματικότητα» διεισδύει στο παράλογο της πραγματικότητας με ένα ιδιοφυές θέατρο ρεαλισμού. Η καυστική και αλληγορική αυτή μαύρη κωμωδία του επισημαίνει εύστοχα το μάταιο καθημερινό τρέξιμο του καθενός μας για να ικανοποιηθούν φιλοδοξίες και όνειρα που μας έχουν υποβληθεί μέσα από παράλογα στερεότυπα, main stream αντιλήψεις και ανόητες ιδέες και οδηγίες για τον τρόπο ζωής μας. Μια ιστορία που αποκαλύπτει σαρκαστικά τη ματαιοδοξία στο μεταμοντέρνο αξιακό σύστημα. Μια ιστορία -σκληρή και λυπητερή όπως και η ζωή- για το παράλογο τής κοινωνικής δομής, τον μύθο της αταξικής κοινωνίας, τον σιωπηλό "πόλεμο των τάξεων", τις αξίες, το καθήκον και τα θέλω.
Ο Morris Panych είναι συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης και χαρακτηρίζεται ως "άνθρωπος όλων των εποχών" στο θέατρο του Καναδά. Παίζει στο θέατρο, τον κινηματογράφο και σε πολλές τηλεοπτικές σειρές. Σκηνοθετεί συστηματικά και τα θεατρικά του έργα έχουν μεταφραστεί και παρουσιαστεί σε πολλές χώρες. Έχει κερδίσει δύο φορές το Governor General's Award, το πιο σημαντικό βραβείο δραματουργίας της χώρας του, και 14 φορές το Jessie Richardson Theatre Award για ερμηνείες ή σκηνοθεσίες του. Έχει, επίσης, τιμηθεί με τα βραβεία Sidney Riske Writing Awards και Dora Mavor Moore Awards. "Οι Λαντζέρηδες" έκαναν πρεμιέρα στο Arts Club Theatre, στο Βανκούβερ του Καναδά, το 2005 και παρουσιάστηκαν στη Νέα Υόρκη Off-Broadway το 2009.
Ο Morris Panych είναι συγγραφέας, ηθοποιός και σκηνοθέτης και χαρακτηρίζεται ως "άνθρωπος όλων των εποχών" στο θέατρο του Καναδά. Παίζει στο θέατρο, τον κινηματογράφο και σε πολλές τηλεοπτικές σειρές. Σκηνοθετεί συστηματικά και τα θεατρικά του έργα έχουν μεταφραστεί και παρουσιαστεί σε πολλές χώρες. Έχει κερδίσει δύο φορές το Governor General's Award, το πιο σημαντικό βραβείο δραματουργίας της χώρας του, και 14 φορές το Jessie Richardson Theatre Award για ερμηνείες ή σκηνοθεσίες του. Έχει, επίσης, τιμηθεί με τα βραβεία Sidney Riske Writing Awards και Dora Mavor Moore Awards. "Οι Λαντζέρηδες" έκαναν πρεμιέρα στο Arts Club Theatre, στο Βανκούβερ του Καναδά, το 2005 και παρουσιάστηκαν στη Νέα Υόρκη Off-Broadway το 2009.
Συντελεστές:
Μετάφραση: Γιώργος Χατζηνικολάου
Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη
Σκηνικά, Κοστούμια: Γιώργος Χατζηνικολάου
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Πρωτότυπη μουσική & Επιμέλεια ήχου: Στέλιος Γιαννουλάκης
Φωτογραφίες: Μαρία Αναματερού, Γιώργος Χατζηνικολάου
Βοηθός σκηνοθέτη: Άννα Κούρα
Οργάνωση Παραγωγής: Μαρία Αναματερού
Trailer: Σταύρος Συμεωνίδης
Υπεύθυνη Επικοινωνίας Παράστασης: Ελεάννα Γεωργίου
Παραγωγή: Ομάδα Νάμα Λυκόφως ΙΚΕ
Διανομή:
Ντρέσλερ: Τάσος Κωστής
Έμετ: Γιάννης Σαρακατσάνης
Μος: Κώστας Λάσκος
Μπάροουζ: Αλέξανδρος Μανωλίδης
Στο Σύγχρονο θέατρο, Ευμολπιδών 45, Αθήνα, 2103464380