Ο καιρός ήταν αρκετά ψυχρός, αν και ημερολογιακά η άνοιξη είχε μόλις ξεκινήσει. Το τζάκετ του, ήταν κουμπωμένο μέχρι τον λαιμό και τα χέρια είχανε «φωλιάσει» μέσα στην ζεστή θαλπωρή που δημιουργούσανε οι τσέπες.
Ουδόλως όμως τον ενδιέφεραν αυτές οι λεπτομέρειες, περισσότερο απ' την προγραμματισμένη βραδινή έξοδο. Ήθελε να «αποφορτιστεί» απ' την πίεση της πρωινής εργασίας, και η πιο προσιτή λύση δεν ήταν άλλη από το αγαπημένο του μπαρ. Εκεί σύχναζε τους τελευταίους μήνες, από την στιγμή που είχε εκδοθεί το διαζύγιο του με την Ελένη. Δεν τον απασχολούσε η δυνατή μουσική ή ο έντονος φωτισμός παρά απολάμβανε την μοναξιά του.
Ειδικά η τελευταία παράμετρος στην εξίσωση της ζωής του, ήταν καλοδεχούμενη. Δεν γνώριζε για πόσο χρονικό διάστημα, θα μπορούσε να τον συντροφεύει. Προς το παρόν όμως βίωνε την επανάληψη των ενεργειών του στην καθημερινότητα. Δεν επιδίωκε κάτι διαφορετικό, παρά το γεγονός ότι αυτή η κατάσταση φαινόταν να τον εγκλωβίζει, σε ένα αδιέξοδο.
Πίσω απ’το ποτήρι που έπινε, δεν διέκρινε ανθρώπους αλλά ερωτήματα. Οι απαντήσεις τον φόβιζαν, γι’ αυτό και απέφευγε να τις αντιμετωπίσει. Θαρρείς ότι αν επιχειρούσε ένα βήμα παραπάνω, θα ήταν επιζήμιο. Η κενότητα, από την ζάλη του αλκοόλ που δημιουργούνταν, έμοιαζε με υπόστρωμα ελπίδας. Ασφαλώς ήταν μια δικής του έμπνευσης αντίληψη, παρά είχε σχέση με την αλήθεια.
Όταν ήρθε η ώρα για να εγκαταλείψει τον χώρο, καθώς έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι, τόλμησε να αναρωτηθεί.
«Η επόμενη μέρα, είναι πιο επώδυνη απ' τις σκέψεις της προηγούμενης νύχτας;»
Δεν κράτησε τα «ρέστα», αλλά εγκατέλειψε πίσω μια σκιά. Της δικής του πραγματικότητας.
Τα χρονογραφήματα του Νίκου συνοδεύει κολάζ από έργα της Elinore Schnurr.
Βρείτε τον Νίκο Βαρδάκα στη σελίδα του στο facebook.