Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
(κι απ’ αφορμή, Το άρωμα των βιβλίων)
Μυστηριώδης αλλά γλυκιά, άλλοτε στη σφαίρα της φαντασίας και άλλοτε πραγματική.
Η ερώτηση ταξίδεψε από τη Χαλκίδα, μέσα σε πραγματικά και εικονικά τηλεφωνικά καλώδια, για να με βρει στη Λευκωσία και ήταν σαφής: «Τι είναι η Υλαγιαλή;» Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα. Δεν γνώριζα τι μπορούσε να αντιπροσωπεύει αυτό το όνομα. Κάτι μου θύμιζε μα δεν ήμουνα σε θέση να προσδιορίσω ακριβώς. Μπορεί να ήταν το όνομα κάποιου σπάνιου παραδείσιου πουλιού ή κάποιου παράξενου και άγνωστου σε μένα όντος∙ δεν είχα ιδέα. Άρχισα να γράφω τη λέξη με διαφορετικούς συνδυασμούς γραμμάτων, για να δω ποια εικόνα ταίριαζε καλύτερα. Προτιμούσα το ξεκίνημα με το γράμμα Ύψιλον πράγμα που, καθώς είμαι οπτικός τύπος, μου φαινόταν πιο σωστό όπως αργότερα απεδείχθη, αλλά για την ώρα εξακολουθούσα να έχω πλήρη άγνοια τόσο για την ορθογραφία όσο και για την ερμηνεία της λέξης. Μπορούσα, βέβαια, να καταφύγω αμέσως στη διαδικτυακή αναζήτηση και να έχω αποτελέσματα σε κλάσματα δευτερολέπτου, δεν το επιχειρώ όμως ποτέ αυτό προτού εξαντλήσω τη δική μου μνήμη και γνώσεις.
Χρησιμοποιώ μια μέθοδο αλάνθαστη, για να θυμάμαι πράγματα και καταστάσεις: συσχετίζω την εικόνα της λέξης με μιαν άλλη εικόνα, πραγματική ή φανταστική∙ όπως ακριβώς κάποιοι συσχετίζουν λέξεις με αρώματα ή χρώματα. Η Υλαγιαλή μού πήρε κάποιο χρόνο αλλά το κέρδος μου στο τέλος ήταν πολλαπλό. Έκλεισα τα μάτια κι επανέλαβα πολλές φορές τη λέξη∙ σιγανά, δυνατά, πιο δυνατά μέχρι που εντοπίστηκε ξεκάθαρη η εικόνα: αρχές της δεκαετίας του εξήντα, καλοκαιρινό πρωινό προτού χαράξει, στα καπνοτόπια της Καρπασίας, μαζεύουμε τα νοτισμένα φύλλα του καπνού νυσταγμένοι, σε μια κοιλάδα λίγο έξω από το χωριό. Την πρωινή ησυχία διακόπτει ένα βροντερό κάλεσμα που ακούγεται μια δυο φορές πριν η ηχώ του σβήσει στους λόφους τριγύρω. Δεκάδες φιγούρες από τα γύρω κτήματα ορθώνονται για να δουν τι συμβαίνει. «Έλα καλήηηη» ακούστηκε ξανά, κι ο πατέρας τότε χαμογελώντας, σχολίασε: «οι βοσκοί στο χωριό μας διαβάζουν Κνουτ Χάμσουν». Ο βοσκός, στην απέναντι πλαγιά, προφανώς καλούσε την προβατίνα του που είχε ξεμείνει, μα ο πατέρας, είχε ακούσει «Υλαγιαλή»∙ και μας εξήγησε αμέσως ποια ήταν η μυστηριώδης Υλαγιαλή. Δυο τρεις μέρες πριν είδε τα βιβλία που είχα φέρει από την Αμμόχωστο για το καλοκαίρι, με είχε προλάβει και διάβαζε την Πείνα του Χάμσουν.
Ένιωσα συγκίνηση που ζωντάνεψε μια εικόνα από το παρελθόν. Έμεινα για λίγες στιγμές με κλειστά μάτια και με τα δάκτυλα στους κροτάφους και συλλογιζόμουνα αν η εικόνα ήταν πραγματική ή ήταν της φαντασίας μου. Γύρισα προς τη βιβλιοθήκη που είναι πίσω από το γραφείο μου κι έσυρα από το δεύτερο ράφι «το εκλεκτό» βιβλιαράκι με τη χαρακτηριστική κίτρινη ράχη.
Το κρατούσα με συγκίνηση στα χέρια μου, θαύμαζα το ωραίο εξώφυλλό του, το χάιδευα και δεν άντεξα: το άρωμα που άφησε το μελάνι στα τυπωμένα στοιχεία με καλούσε να χώσω τη μύτη μου ανάμεσα στις σελίδες. Απίστευτο πραγματικά∙ το βιβλίο διατηρούσε το άρωμά του. Δεν έχασα καιρό, διέτρεξα όλη τη βιβλιοθήκη μου και μάζεψα όλα τα βιβλία της σειράς: η Παναγία των Παρισίων, Αβραάμ Λίνκολν, Αθάνατη Ελλάδα και κάποια άλλα όπως την Ευλογία της Γης σε μετάφραση του Άρη Δικταίου, που είναι από τη βιβλιοθήκη του πατέρα, γιατί ήθελε να μάθει «τι ήταν αυτός που συνεργάστηκε με τους Γερμανούς Ναζί και έγραφε για την ευλογία της γης και, τι ήταν αυτό που έγραψε». Όλα τα βιβλία με το άρωμά τους.
Όσοι γνώρισαν το βιβλίο από τη φωτοσύνθεση και μετά δεν γνωρίζουν το άρωμα του βιβλίου για το οποίο μιλώ. Στη σημερινή εποχή δεν μιλάμε πια για άρωμα, κάθε άλλο∙ μάλλον για το αντίθετο. Μαζί με το άρωμα χάθηκαν και πολλά άλλα πράγματα όπως το ξάκρισμα του βιβλίου. Το προσεκτικό δηλαδή κόψιμο των φύλλων με χαρτοκόπτη. Φυλάγω με πολλή συγκίνηση ένα χαρτοκόπτη, μοναδικό δώρο του πατέρα μου από ένα ταξίδι του στην Ελλάδα. Τώρα τα πιο πολλά βιβλία προσφέρονται φρεσκοκαθαρισμένα, έτοιμα για ανάγνωση. Αυτό δεν σημαίνει ότι χάθηκαν και οι καλοί αναγνώστες. Κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά. Το βιβλίο δεν έχει πεθάνει και δεν θα πεθάνει ποτέ. Όσο ο άνθρωπος έχει δάκτυλα θα έχει και κάτι στα χέρια του να φυλλομετρά. Δεν εννοώ τα σημερινά ηλεκτρονικά βιβλία αλλά τα αυριανά βιβλία που τα φύλλα τους θα έχουν πραγματική υφή χαρτιού, οι σελίδες θα «κατεβαίνουν» και θα γεμίζουν με το θέμα της επιθυμίας μας, θα έχουμε τόσες
επιλογές (ή και προεπιλογές) που σε λίγα λεπτά θα δημιουργούμε εκτυπωτικά το ιδανικό μας βιβλίο. Κι ύστερα, τα βιβλία θα είναι …όπως δεν τα σκέφτηκε κανένας ακόμα…
Ας έρθω τώρα ξανά στην Υλαγιαλή: Στην Πείνα, ένα από τα πρώτα έργα του Χάμσουν και από τα ωραιότερα τής παγκόσμιας λογοτεχνίας, που έχει μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου, περιγράφεται η περίοδος της ζωής ενός νέου που προσπαθεί να γίνει συγγραφέας και αντιμετωπίζει το φάσμα της πείνας που μαζί με το σώμα τού τσακίζει τα νεύρα και τη ψυχή. Τις δύσκολες αυτές στιγμές απαλύνει η γλυκειά παρουσία της Υλαγιαλής, μιας κοπέλας κάποτε φανταστικής και κάποτε πραγματικής. Στην Πείνα ο Χάμσουν περιγράφει τη δική του ζωή.
Πιο κάτω, μερικά αποσπάσματα από τη νουβέλα που αναφέρονται στην Υλαγιαλή:
[...]
Καθώς όμως περνούσα πλάι από δυο κορίτσια, χωρίς να το θέλω, άγγιξα το μπράτσο της μιας... Γύρισα και την κοίταξα, ήταν στρογγυλοπρόσωπη και κάπως ωχρή. Σαν ένοιωσε το άγγιγμά μου κοκκίνισε, πράγμα που την έκανε πολύ πιο όμορφη... αλλά, γιατί τάχα να κοκκινίσει; Μήπως ντροπιάστηκε ακούγοντας καμιά βαριά λέξη από κανένα διαβάτη; Μήπως από καμιά κρυφή της σκέψη, ή μήπως μόνο γιατί είχα αγγίξει το μπράτσο της. Το στήθος της άρχισε ν' ανεβοκατεβαίνει κάτω απ' το φόρεμά της. Ενώ έσφιγγε νευρικά το χέρι της ομπρέλας της. Τι να είχε τάχα. Στάθηκα και τους έκανα τόπο να περάσουν. Ήμουνα αδιάθετος. Από το ένα μέρος αυτή η ιστορία του μολυβιού, κι από το άλλο επειδή είχα τόσο καιρό να φάω, το ψωμί και το τυρί μου βάρυνε το στομάχι. Ξαφνικά μου ήρθε μια περίεργη ιδέα. Ήθελα να τρομάξω την κοπέλα που κοκκίνισε. Έτρεξα, πέρασα από μπροστά της και για μια στιγμή στάθηκα και γυρίζοντας απότομα την κοίταξα επίμονα μέσα στα μάτια, και τότε ήρθε στα χείλη μου ένα όνομα που ποτέ μου δεν είχα ξανακούσει. Υλαγιάλη! Πήγα κοντά της, στυλώθηκα και της είπα με τον πιο σοβαρό τόνο.
— Δεσποινίς, σας έπεσε το βιβλίο σας! Μπορούσα να μετρώ τούς χτύπους τής καρδίας μου.
— Το βιβλίο μου;... ρώτησε η φίλη της κι εξακολούθησε το δρόμο της.
[…]
Κανένας θόρυβος δεν τάραζε την ακοή μου. Και βαθειά μέσα στα σκοτάδια, τα μαύρα σιωπηλά τέρατα, τα καράβια, περίμεναν να πέσει η νύχτα, για να τραβήξουν και να με πάρουνε μαζί τους, θέλανε να με πάνε μακριά πέρ' απ' τις θάλασσες, σε μακρινές χώρες, χωρίς ανθρώπους. Ζητούσαν να με φέρουν στο παλάτι της πριγκίπισσας Υλαγιαλής, όπου με πρόσμενε μια άγνωστη λαμπρότητα και πολυτέλεια. Μέσα σ' ένα κατάφωτο σαλόνι με τοίχους από αμέθυστους η πριγκίπισσα μου απλώνει το χέρι, καθώς μπαίνω και με χαιρετάει καθισμένη πάνω σ' ένα θρόνο από κίτρινα τριαντάφυλλα. Και με καλωσορίζει καθώς εγώ πλησιάζω και γονατίζω μπροστά της. Καλώς όρισες ιππότη σε μένα και στη χώρα μου. Είκοσι ατέλειωτα καλοκαίρια σε περίμενα. Σε φώναζα κάθε νύχτα, όταν δυστυχούσες έκλαιγα, κι όταν κοιμόσουνα σου έστελνα γλυκά όνειρα. Και ή Πεντάμορφη με παίρνει απ' το χέρι και με συνοδεύει μες από ατέλειωτους διαδρόμους, όπου τα πλήθη σηκώνανε τον κόσμο από τις ζητωκραυγές, μες από ολόφωτους κήπους, όπου τρακόσες παρθένες χορεύουν και γελούνε, κι ύστερα με φέρνει μέσα σ' ένα άλλο σαλόνι όπου όλα είναι ντυμένα με σμαράγδι. Κύματα ηλιόφως το πλημμυρίζουν. Στους πλαϊνούς διαδρόμους ακούγονται θαυμάσιοι χοροί, κι ο αέρας είναι γεμάτος από αρώματα. Κρατώ το χέρι της μέσα στο δικό μου κι η ομορφιά της μου φέρνει ρίγη, κι ανάβει το αίμα μου. Περνώ ύστερα το μπράτσο στη δαχτυλιδένια της μέση κι εκείνη μου ψιθυρίζει σιγανά.
[…]
— Την άλλη φορά σας πονούσε το δάχτυλο σας, τώρα είναι πληγωμένο το πόδι σας. Μα είναι τρομερό ό,τι συμβαίνει με σας.
— Με πάτησε λίγο κάποιο αμάξι.
— Μεθυσμένος θά 'σαστε πάλι, ε; Τι ζωή που κάνετε κι εσείς Θεέ μου!
Την κοίταζα κατατρομαγμένος. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Τι θεία απόλαυση, να βρίσκεται κανένας μέσα σε σπίτι ανθρώπων, ν' ακούει το ρολόι και να μιλάει με μια κοπέλα, αντί να παραμιλάει μονάχος.
— Γιατί δε μιλάτε;
— Ω, τι γλυκεία που είστε, τι να πω; Είστε το πιο παράξενο πλάσμα που... μοιάζετε με λουλούδι... Σας αγαπώ τόσο, σας έχω ερωτευθεί και είναι τόσο άσκοπο... Πώς σας λένε;
— Ω, ναι, πως σας λένε; Όλη τη μέρα χθες αυτό σκεπτόμουνα.
— Ξέρετε πως σας λέω εγώ; Υλαγιαλή. Πώς σας φαίνεται;
— Υλαγιαλή;
— Ναι.
— Είναι ξενικό όνομα;
— Χμ. Δεν είναι ξενικό.
Ύστερα είπαμε τα ονόματά μας, κι ήρθε και κάθισε πλάι μου.
Απόψε βλέπω είστε ξυρισμένος, και γενικά πιο περιποιημένος από την άλλη φορά.
— Ξέρετε, της είπα πως... δεν πρέπει όμως να θυμώσετε. Χθες το βράδυ που κοιμήθηκα άπλωσα τα χέρια μου για σας... έτσι σα να είχε εδώ μέσα... Κι έτσι κοιμήθηκα.
— Αλήθεια; Ήταν ωραίο; Μα τότε πρέπει να στέκομαι μακριά σας, για να μη κάνετε τα ίδια, γιατί τότε...
[…]
Η μετάφραση του βιβλίου είναι του Βασίλη Λιάσκα, μα, ούτε η ηλικία μου ούτε τα μέσα που διέθετα τότε μου επέτρεπαν να μάθω λεπτομέρειες για τον άνθρωπο που ήταν πίσω από τη μετάφραση. Για την ακρίβεια δεν είχα κανένα ενδιαφέρον. Τώρα όμως, που έχουμε τα μέσα έχουμε και το ενδιαφέρον βρίσκουμε πληροφορίες σε δευτερόλεπτα∙ και τα βιβλία τότε, αποκτούν μια άλλη διάσταση. Ο Λιάσκας ήταν τελικά μια τραγική μορφή: Αυτοκτόνησε πέφτοντας στο κενό από το παράθυρο του νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν. Με έντονο το συναίσθημα της μοναξιάς, καταβεβλημένος και ταραγμένος μετά τον θάνατο της μητέρας του που δεν μπορούσε να ξεπεράσει. Παραθέτω λίγα ακόμα βιογραφικά για τη μνήμη του.
Βασίλης Λιάσκας (1913-1982). Ποιητής. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, θεωρητής κειμένων (χειρογράφων) και μεταφραστής. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, κυρίως με την ποίηση. Στα ελληνικά γράμματα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1954 με την έκδοση και κυκλοφορία της ποιητικής συλλογής «Ύπαρξη». Άλλα έργα του: Άνθρωποι στην άσφαλτο (1955), Πρωτόπλαστοι (1956), Φαντασμαγορίες της ασφάλτου (1958), Καταγωγή (1961), Ατέλειωτη άσφαλτος (1964), Αιωνιότητα (1966), Ζωοφόρος (1968), Ηλιοστάσιο (1969), Το δίκοπο άστρο (1971), Παραβολή (1972), Προφητεία ή ο Μεθυσμένος Βάτραχος (1973), Ηλιοφάνεια (1974), Το ρομπότ, η Χλόη και ο Κρούμος (1977), Φωτοσύνθεση (1977), Συναυλία (1978) κ.ά. Το 1981 εκδόθηκε συνολικός τόμος του έργου του, όπου περιλαμβάνεται και η συλλογή Το τραγούδι της χύτρας. Έχει τιμηθεί με το κρατικό βραβείο ποίησης.
Η Υλαγιαλή εμφανίζεται και σ' ένα διήγημα τού Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Υλαγιαλή της Γέφυρας, από τη συλλογή του Λιμενάρχης Ευρίπου, Κέδρος 1993. Τους υπέροχους στίχους από το διήγημα αυτό, τους έντυσε με υπέροχη μουσική ο Ορφέας Περίδης στο γνωστό ομώνυμο τραγούδι του. Ένα απόσπασμα από το διήγημα και οι μελοποιημένοι στίχοι:
«Είπα να το κρατήσω κρυφό γιατί σε ψυχοπονάω, αλλά δε γίνεται, δεν το βαστάω τέτοιο βάρος, Αντώνη, το κορίτσι ήταν η Μαίρη!»
Ο ρούφουλας τον κατεβάζει μολύβι σε άπατα βάθη.
Βρέθηκε υστέρα να σβαρνάει τα πόδια του και την ψυχή του στους νύχτιους δρόμους και τα σοκάκια της άσπονδης πόλης, Υλαγιαλή! φωνάζει σε κάθε βήμα, φτάνει στη λεωφόρο της παραλίας, Υλαγιαλή! Υλαγιαλή! καμιάν απόκριση δε λαβαίνει, μόνο τον ύπνο των νερών ακούει, τα βήματα του τον φέρνουν τώρα ώσμε την πύλη του κοιμητηρίου, στην πίσω μεριά της πόλης, μα τι θέλω εδώ, κουνάει πικρός το κεφάλι, στον τόπο τούτο μόνον ολοσκότεινες καλλονές μπορώ να κράξω, Ούλ — φράζει με το χέρι σφιχτά το στόμα του να μην αποσώσει τ' όνομα, Φιγ — του ξεφεύγει πνιχτά και το ξανακλείνει σφιχτότερα, φεύγει γοργός κι ανατριχιασμένος, πάλι τραβάει κατά την προκυμαία, όλοι οι καιροί δεμένοι, νοτιάδες και τραμουντάνα και μαΐστροι, αυτός όμως πάει με τα φυσήματα της αλαφιασμένης του ψυχής και μουρμουρίζει: Υλαγιαλή! Υλαγιαλή! Υλαγιαλή!»
Γλυκό μ' αστέρι του Βοριά,
τώρα που σβήνουνε τα φώτα,
πάρε μακριά μου τη βαριά σκιά,
και δωσ' μου ρότα...
Υλαγιαλή, Υλαγιαλή, Υλαγιαλή,
μέσα στη νύχτα με πηγαίνουν οι ανέμοι,
κι όπου πατήσω και σταθώ σαν το πουλί,
τρέμει η καρδούλα μου και το φτερό μου τρέμει...
Άβυσσος άγρυπνη που πάντα με καλεί,
και σέρνει εκεί, σέρνει εκεί πέρα την ψυχή μου,
Υλαγιαλή, Υλαγιαλή,
λάμψε καλή σαν αστραπή χρυσού και ασήμου...
🍃
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Πρώτη δημοσίευση στο προσωπικό μπλογκ του συγγραφέα
Οι εικόνες που συνοδεύουν το παρόν είναι του συγγραφέα.
Οι εικόνες που συνοδεύουν το παρόν είναι του συγγραφέα.