Ημέρες γιορτινές και οι γειτονιές σε πόλεις και χωριά μοσχοβολούσαν κανέλα γαρύφαλλο βανίλια και μαχλέπι, τα αρώματα του φρεσκοψημένου τσουρεκιού-βασιλόπιτας, ζυμωμένης ανάλογα με τα έθιμα του κάθε τόπου. Σκοπός της να υποδεχτεί τον Καινούριο Χρόνο με νοστιμιές, προσφέροντας συνάμα και στον τυχερό, το φλουρί που ήταν κρυμμένο κάπου στα σωθικά της. Μεγάλη η σημασία του φλουριού, προοιωνίζοντας όλα τα καλά για τη Νέα Χρονιά, στον τυχερό που θα έπεφτε στο κομμάτι του.
«Κυρ Χρήστο μου θέλω ένα τσουρέκι φρεσκοψημένο» είπε η Αναστασία στον βοηθό του Φούρναρη του μοναδικού φούρνου του χωριού.
«Αναστασία, τα δικά μας τσουρέκια τέλειωσαν από νωρίς και ας είχαμε βγάλει περισσότερα από άλλες χρονιές, ούτε πρόκειται να βγάλουμε άλλα. Βλέπεις, οι αρτεργάτες έφυγαν για τα χωριά τους. Όμως μην απογοητεύεσαι. Δεν θα μείνει στο χωριό μας κανείς χωρίς το τσουρέκι του. Τα αφεντικό παράγγειλε μια παρτίδα στο φούρνο του κοντινού μας νησιού και θα την παραλάβουμε με το πλοίο της γραμμής, νωρίς το απομεσήμερο.
»Τον ρώτησα, γιατί πια τόση ευαισθησία με την πίτα; Ας φρόντιζαν οι συγχωριανοί να την είχαν προμηθευτεί εγκαίρως και συ να αναπαύεσαι στο σπιτάκι σου με το μαγαζί κλειστό, αφού έχεις ξεπουλήσει. Και εκείνος μου είπε:
«Θέλεις να σού διηγηθώ μιαν ιστορία που ναι μεν την έχω πει πολλές φορές μα που ποτέ δεν κουράζομαι να τη λέω ξανά και ξανά;»
»Αν δεν βαριέσαι κοπελιά να σου την πω με τη σειρά μου, απηχεί πολύ έντονα το Πνεύμα της Πρωτοχρονιάς και την βρίσκω ενδιαφέρουσα».
«Μέρες που είναι κυρ Χρήστο και εμένα η γιαγιά μου όλο ιστορίες μας λέει και είναι ενδιαφέρουσες σαν αυτήν που τώρα θα μου αφηγηθείς. Σε ακούω λοιπόν:
«Λέει το λοιπόν το αφεντικό: Την Παραμονή κάποιας Πρωτοχρονιάς, στο μαγαζί δεν είχε μείνει μήτε
ψίχουλο, καληώρα σαν και τώρα. Όχι πίτα, όχι κουλούρι, όχι ψωμί, δεν έμεινε κάτι ούτε για δείγμα. Είχε έρθει στο χωριό μας μια μεγάλη παρέα από εκδρομείς και είχαν επιπέσει πάνω στα προϊόντα μου σαν σμήνος από ακρίδες. Η χαρά του μαγαζάτορα! Έλα όμως που πολλοί δικοί μας έμειναν χωρίς την πίτα τους και τα καλούδια που πρόσταζε η Μέρα και το έθιμο; Μαζί με αυτούς και η οικογένειά μου γιατί είχε αρρωστήσει και η μάνα για να πεις ότι θα έφτιαχνε εκείνη μία με την δική της Σμυρναίικη συνταγή όπως έκανε συνήθως. Η Πίτα της μάνας Χρήστο μου ασύγκριτη. Δεν την έβγαλα στο εμπόριο ποτέ, γιατί απαιτούσε ακριβά υλικά και συνάμα απαιτούσε πολύ χρόνο η κατασκευή της. Δεν συνέφερε όσο και να την πουλούσα. Δεν θα είχα δραχμή κέρδος. Η αδερφούλα μου να πέσει τού θανατά. Και θα μείνει το σπίτι χωρίς τη βασιλόπιτά του, Αργύρη μου; Δεν το ’χω σε καλό, κλαψούριζε. Οι γνωστές δεισιδαιμονίες απλοϊκών αγαθών ανθρώπων.
»Και τότε, όπως και τώρα, παράγγειλα στον φούρνο της Χώρας, μια παρτίδα τσουρεκιών να μη μείνει κανένας πικραμένος. Και έρχεται η στιγμή της κοπής της. Εγώ ως είθισται, σαν ο μόνος άντρας του σπιτιού και στυλοβάτης του, αφού ο πατέρας μας είχε αφήσει χρόνους, με το μεγάλο κουζινομάχαιρο πήρα να σταυρώνω την πίτα και να μοιράζω τα κομμάτια ονοματίζοντας τον καθένα με το επίσημο όνομά του και όχι με αηδίες υποκοριστικά.
»Η αδερφή μου η Χρυσάνθη, ζήτησε και της έδωσα ένα κομμάτι για τον καλό της τον μετέπειτα άντρα της και γαμπρό μου. Τα ξεφωνητά οι αγκαλιές, τα φιλιά και οι αγκαλιές έπεφταν βροχή. Βλέπεις, εμείς τότε δίναμε μεγάλη σημασία στα έθιμα και αυτό της βασιλόπιτας ήταν το βασικότερο, ας πούμε, της σπουδαίας ημέρας τής Πρώτης του Χρόνου.
»Ξαφνικά η Χρυσάνθη μας εκεί που μασούλαγε την πίτα της, βγάζει φωνή μεγάλη: "Τι είν’ τούτο άγιε μου Βασίλη;" Το ποιο αδερφή, τι έπαθες και σκούζεις; ρώτησα απορώντας με τις τσιρίδες της. Και είπα απορώντας, γιατί η αδερφούλα μου ήταν ένα κορίτσι μετρημένο και όχι πολύ εκδηλωτικό θα έλεγα. «Λίγο έλειψε να την καταπιώ!» και μας δείχνει μια βέρα ολόχρυση. «Βρε το φουκαρά τον αρτεργάτη που την έχασε! Φανερό πώς καθώς ζύμωνε, τού γλίστρησε από το χέρι και έπεσε στο ζυμάρι. ΓΙΑ να δούμε έχει όνομα ως είθισται;» «Μάλιστα». «Τι γράφει λοιπόν;» «Γράφει: Η ΑΡΓΥΡΩ ΣΟΥ.» Για να δούμε πώς θα πάρει την απώλειά της η Αργυρώ ΤΟΥ! Αν είναι κακοπροαίρετος άνθρωπος δεν θα πιστέψει ότι την έχασε ο άντρας της, αλλά της έδωσε μια και την ξεφορτώθηκε και αυτή ήρθε κι έπεσε στην πίτα και παραλίγο στο στομάχι μου. Ορέ
βάσανα που τα 'χει ο κόσμος γιορτερές μέρες. Αν πάλι τον πιστέψει, το πιθανότερο να αγοράσουν καινούρια βέρα, αν και δεν θα του περισσεύουν λεφτά του δόλιου αρτεργάτη. Αυτά όμως είναι σενάρια που ο καθένας μας πλάθει ανάλογα με την φαντασία του. Εκείνο που προέχει είναι να τον βρούμε τον άμοιρο. Τίποτα, τίποτα. Θα πεταχτώ μέχρι τη Χώρα, ρωτώντας τον συνάδερφό σου ποιος εργάτης του, έχει σύζυγο ή αρραβωνιαστικιά ονόματι ΑΡΓΥΡΩ και πού θα πάει, θα τον εντοπίσουμε».
»Χρυσάνθη σου 'στριψε; Μ’ αυτήν την τρικυμία θα φουντάρεις και δεν θα σε βρούμε παρά μετά από μέρες ξεβρασμένη σε καμιά ακτή κοντινή ή μακρινή. Και πουλί πετάμενο να ‘σουν θα έπρεπε να το σκεφτείς πρώτα καλά πριν ανοίξεις τα φτερά σου. Οι γεροντότεροι λένε ότι τέτοιον παλιόκαιρο δεν τον ματάδαν. Κάθισε λοιπόν στ΄αυγά σου και μόλις λίγο ανοίξει ο καιρός, θα σε πάω εγώ ο ίδιος.
»Αλλά λέμε λέμε και δεν κάνουμε οι χαζοί κάτι απλό. Να τηλεφωνήσουμε, να τους πούμε το και το και να βγάλουνε μιαν άκρη. Αν το δακτυλίδι χάθηκε εκεί, μη σκιάζεσαι, πρώτη είδηση θα ‘ναι στους
καφενέδες και τα τσιπουράδικα της περιοχής».
»Τηλεφωνήσαμε λοιπόν μα θες γιατί τα μαγαζιά ήταν κλειστά αφού είχαν ξεπουλήσει την πραμάτεια τους, ή ήταν κλειστά λόγω του προχωρημένου της ώρας, δεν απαντούσε κανείς. Η Χρυσάνθη να έχει χάσει το κέφι της και με τις μοιρολατρίες που μαστίζουν τη ζωή του χωρικού, τη φάση την εξέλαβε σαν κακό οιωνό. «Και γιατί σαν να λέμε κακό σημάδι και όχι καλό ρε συ αδερφή; Δακτυλίδι γάμου και μάλιστα χρυσό. Να μου το θυμηθείς. Για να το βρεις εσύ θα έχουνε χαρές και πανηγύρια γάμου με τον Λίλο σου» της είπα για να την παρηγορήσω με πράγματα που κανένας μας δεν πίστευε.
»Ανήμερα Πρωτοχρονιάς, ξημέρωσε με έναν ολόλαμπρο ήλιο και μια θάλασσα μπουνάτσα να την πιεις στο ποτήρι που λένε. Η Χρυσάνθη μας, ζήτησε από τον συγχωρεμένο Μενέλαο τον καλοκάγαθο ψαρά, να την πετάξει μέχρι απέναντι, ένα τσιγάρο η απόσταση από το νησί μας. Εκείνος δέχτηκε με χαρά καθώς το γεγονός είχε πια μαθευτεί και όλοι ήθελαν να βοηθήσουν στην λύση του μυστηρίου του περίεργου δακτυλιδιού. Μα εκεί που πήγαν, το μαγαζί μέρα που ήταν, βρέθηκε κλειστό, αυτό πώς και δεν το σκέφτηκε κανείς μας; Άλλο μυστήριο και τούτο, τι πάθαμε όλοι μας;
»Η Αδερφή τρελάθηκε. Αποφάσισε τελικά, αν και πολύ πρωί ακόμα, να κτυπήσει την πόρτα του σπιτιού του κυρ Φούρναρη, του Ζήση με τ’ όνομα. Δεν βαστούσε άλλο. Η βέρα μέσα στην τσέπη του μπουφάν, θαρρείς και την έκαιγε. "Ήσυχα φιλενάδα Αργυρώ, θα την βρούμε την άκρη, ο κόσμος να έρθει τούμπα", μονολόγησε. Μα ποια η απελπισία της όταν ο κυρ Ζήσης την βεβαίωσε ότι κανείς αρτεργάτης που είχε στη δούλεψή του δεν είχε χάσει βέρα, είτε αρραβωνιασμένος είτε παντρεμένος ήταν ελόγου του. ΚΑΙ τώρα τι κάνουμε Χρυσάνθη; αναρωτήθηκε έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
«Μα για στάσου κορίτσι μου» είπε ο κυρ Ζήσης. «Η παρτίδα τσουρεκιών που σας στείλαμε ήταν από το εργοστάσιο αρτοσκευασμάτων των αδελφών Μούντιου, με έδρα τον Περαία. Ναι ναι παρέλαβα μια παρτίδα της τελευταίας στιγμής για να αντεπεξέλθω στη μεγάλη ζήτηση, που παρόμοιά της δεν είχα ματαδεί. Τι έπαθε ο κόσμος με το τσουρέκι τούτη τη χρονιά; Σε κάθε περίπτωση τσουρέκι τυποποιημένο ή σπιτικό, το έθιμο να τηρείται να καταλαγιάζουν και οι δεισιδαιμονίες των νησιωτών. Τα λέω καλά κοπελιά;» Και ο κυρ Ζήσης υποσχέθηκε στην Χρυσάνθη μας, την μεθαυριανή ημέρα 3 του Γενάρη, θα έστελνε μήνυμα στην διεύθυνση του εργοστασίου και από κει όλο και κάτι θα μάθαιναν. Αν η βέρα χάθηκε στα δικά τους ζυμάρια δεν θα το είχαν ακούσει από τους ανθρώπους τους;
»Η Χρυσάνθη γύρισε στο νησί μας απογοητευμένη. Η υπόθεση αυτή στοίχειωσε τα νιάτα της, της έγινε κάτι σαν έμμονη ιδέα. Το επόμενο μεσημέρι ανέβασε πυρετό, 40. Πούντιασε η άμοιρη με τα σούρτα φέρτα στις θάλασσες και τα χιονισμένα νησιά και η στενοχώρια της υποδαύλιζε την αρρώστια της σίγουρα. Την ώρα που η μάνα μας της έβαζε στο μέτωπο μια κομπρέσα με ξιδόνερο να πάρει λίγο την κάψα του πυρετού και να απαλύνει μαγικά το βογγητό του κοριτσιού, κτυπάει το τηλέφωνο που το είχαμε ντούμπλεξ με το αρτοποιείο μας, ήταν ο κυρ Ζήσης. Ζήτησε να μιλήσει με την Χρυσάνθη μας.
«Κορίτσι μου βρέθηκε ο απωλέσας τον κρίκο. Δεν ήταν άντρας, όμως του ανήκε πριν "φύγει" τρία χρόνια πριν. Η χήρα του, η Αργυρώ του, την φορούσε μαζί με την δικιά της βέρα που έγραφε "Ο Διονύσης ΣΟΥ για πάντα" και όπως ήταν μεγαλύτερη γλίστρησε την ώρα της δουλειάς καθώς ζύμωνε τα τσουρέκια, (γιατί και στο εργοστάσιο ακόμη πέρα από τα μηχανήματα χρειάζεται και το χέρι τ’ ανθρώπου) και ακολούθησε το ταξίδι που περιγράψαμε. Η αδερφή μου όπως ήταν και ρομαντικός τύπος, απογοητεύτηκε πολύ. Αυτό το σενάριο δεν το είχε ποτέ σκεφτεί. Μόλις έγινε καλά, έβαλε τη βέρα σε ένα κομψό κουτάκι κωσμηματοπωλείου και συστημένο το έστειλε στην διεύθυνση που της έδωσε ο Ζήσης.
»Η απάντηση που πήρε ήταν άμεση, την κατασυγκίνησε:
Ευχαριστώ κυρά μου. Να σε έχει ο Θεός καλά. Ξαναείμαστε μαζί με τον Διονύση μου. Τίποτα δεν θα μας ξαναχωρίσει. Και τούτο, χάρις σε σας, ανθρώπους που έχουν ανθρωπιά και ευαισθησίες. Είναι σήμερα 9 του Γενάρη αλλά για μένα είναι Πρωτοχρονιά.
Ευχαριστώ.
Αργυρώ Διονυσίου Μάγλαμα
✏
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα by Wendy Edwards
Περισσότερα: