Εδώ αναφέρω τον Baldwin στο Felt institute ο οποίος κατέληξε ότι σε μια σχέση, οι συμπεριφορές που μοιάζουν δημοκρατικές και με αποδοχή, αποπνέουν μια ζεστασιά και ενισχύουν, την αυθεντικότητα, την συναισθηματική ασφάλεια και τον αυτοέλεγχο. Στον αντίποδα, σχέσεις απορριπτικές οδηγούν σε έλλειψη αυθεντικότητας και επιθετικές συμπεριφορές. Σύμφωνα με την έρευνα του Heine, χαρακτηριστικά που βοηθούν μια σχέση, είναι οι συμπεριφορές που επιτρέπουν την ανεξαρτησία, που δείχνουν μια προσπάθεια κατανόησης του συναισθήματος του άλλου και που εγκαθιστούν ένα κλίμα εμπιστοσύνης.
Μ' αυτές τις σκέψεις αφήνομαι να με ταξιδέψει το, κλασσικό πια βιβλίο, «Όταν ήμουν δάσκαλος», του Ι. Κονδυλάκη» (εκδόσεις Πέλλα, σ. 170).
Η συγκεκριμένη νουβέλα εκδόθηκε μαζί με 17 άλλα μικρότερα διηγήματα του συγγραφέα το 1916. Ο εικοσάχρονος ήρωας του διηγήματος, ο Γιώργης, ενώ ετοιμάζεται να πάει στην Αθήνα για να γραφτεί στο Πανεπιστήμιο, διορίζεται δάσκαλος σε ένα μικρό χωριό της Κρήτης. Ο Γιώργης, και ήρωας του βιβλίου, δεν έχει ιδέα από διδασκαλία έχοντας ξεχάσει και ό,τι είχε ο ίδιος διδαχτεί στο σχολείο και το μόνο που τον ενδιαφέρει στο συγκεκριμένο χωριό είναι το κυνήγι. Ο Κονδυλάκης με χιουμοριστικό όσο και ψυχαναλυτικό τρόπο, μας περιγράφει την προσπάθεια του νέου δασκάλου να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στα καθήκοντά του, τις νέες «παιδαγωγικές μεθόδους» που εισήγαγε στη διδασκαλία του και τις σχέσεις του με τον άλλο δάσκαλο του σχολείου, που πέρασαν από πολλές διακυμάνσεις εξαιτίας του έρωτα του συναδέλφου του για μια νεαρή κοπέλα του χωριού, τη Φωτεινή. Τελικά η Φωτεινή παντρεύεται κάποιον άλλο νέο και ο συνάδελφος του αφηγητή δίνει τραγικό τέλος στη ζωή του.
Μία μεγάλη πηγή ανασφάλειας και άγχους, αποτελεί η αδυναμία μας να εκφράσουμε ξεκάθαρα σκέψεις, συναισθήματα και ανάγκες μας. Συνήθως περιμένουμε από τον άλλον να μαντέψει τις σκέψεις μας, να διαβάσει το μυαλό μας, ώστε να συμπεριφερθεί με τον τρόπο που προσδοκούμε. Όμως συχνά αυτό δεν συμβαίνει, έτσι νιώθουμε ότι κανείς δεν μας καταλαβαίνει και αισθανόμαστε θυμό, απογοήτευση και απελπισία μέσα στις σχέσεις μας. Κι αυτό ο Ι. Κ. το γνωρίζει και τα αναλύει σε βάθος, σε ένα βιβλίο το οποίο γράφτηκε στις απαρχές του 20ου αιώνα.
Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία στο έργο είναι πολλά και οι χαρακτήρες που ηθογραφεί ο Κονδυλάκης είναι πιθανόν άτομα που συναναστράφηκε μαζί τους όταν ήταν δάσκαλος στην Κρήτη. Μια βασική αρχή του έργου είναι η αρχή της συνύπαρξης των αντιθέτων, ως στοιχείων συνυφασμένων με τη ζωή. Υπό αυτό το πρίσμα παρουσιάζονται οι δύο δάσκαλοι σαν εντελώς αντίθετες προσωπικότητες και η εύθυμη νουβέλα με τα πολλά κωμικά επεισόδια καταλήγει με δραματικό τέλος.
Η γλώσσα του έργου είναι η απλή καθαρεύουσα στην οποία ο Κονδυλάκης έγραψε τα περισσότερα διηγήματά του, το ύφος του διακρίνεται για τον ρεαλισμό των διαλόγων και την ψυχογραφική ικανότητά του, είναι απλό και μετρημένο, ενώ το πηγαίο χιούμορ του συγγραφέα κάνει το έργο ακόμα και σήμερα ιδιαίτερα ευχάριστο στην ανάγνωση.
Ο Κονδυλάκης έζησε στην Αθήνα την εποχή που δεν ήταν παρά μια μικρή πρωτεύουσα. Όλοι οι άνθρωποι γνωρίζονταν μεταξύ τους και ο καθένας ήταν ξεχωριστός με τις συνήθειές του και με τον τρόπο ζωής του. Ο Κονδυλάκης υπήρξε ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς τύπους της εποχής εκείνης. Γνωστότατη μορφή τίμιου, έξυπνου χωρίς στόμφο, ειρηνικού ανθρώπου, με σοφή απλότητα, με κανένα ενθουσιασμό, με μια φιλοσοφία πρακτική και με μια ειρωνεία που δεν έκρυβε καμιά κακία.
Στη δουλειά του ήταν ο «λευκός» δημοσιογράφος, χωρίς εγωπάθεια και αριβισμό. Ζούσε μποέμικη ζωή μα και ταχτική μαζί, σ' ένα συνοικιακό δωμάτιο γεμάτο βιβλία ελληνικά και ξένα, στους πρόποδες του Λυκαβηττού, μόνιμος κάτοικος εκεί για όσα έζησε στην Αθήνα. Εργάστηκε στις εφημερίδες Άστυ, Σκριπ, Εστία, Εφημερίδα, και στο Εμπρός, την εφημερίδα του Δημήτρη Καλαποθάκη, ως Διαβάτης. Για είκοσι και παραπάνω χρόνια θα εκφράζει πάντα ακούραστος και αξιοπρόσεχτος στη στήλη του πρώτου χρονογράφου τα 6.000 χρονογραφήματά του.