Πώς προέκυψε το βιβλίο; Ποια ήταν η κινητήριος δύναμη/η ανάγκη/η στιγμή έμπνευσης που οδήγησε στη συγγραφή του;
Ροδάνθη Πάντου: Η αλήθεια είναι πως ξεκινώντας τη συγγραφή διαφόρων ποιημάτων δεν είχε περάσει από το μυαλό μου να συνθέσω μια ποιητική συλλογή. Έγραφα με στόχο να αποτυπώσω στο χαρτί όλες εκείνες τις ιδέες και τις εικόνες που διάφορα γεγονότα και περιστάσεις μου είχαν γεννήσει. Στη συνέχεια και αφού είχαν περάσει κάποια χρόνια είπα πως τώρα ήρθε η στιγμή το ένα ποίημα να γνωρίσει το άλλο και όλα μαζί να ενωθούν και να δημιουργήσουν ένα όμορφο αποτέλεσμα.
Αν έπρεπε να χαρακτηρίσετε το βιβλίο σας με μία φράση, ποια θα ήταν αυτή;
Ρ.Π.: Νομίζω πως θα δανειζόμουν τη φράση που βρίσκεται και στο οπισθόφυλλο: «καταφύγιο λέξεων». Πραγματικά η ποίηση είναι ένα καταφύγιο, μιας και σε λίγους μόνο στίχους μπορούν να χωρέσουν πολλές σκέψεις και συναισθήματα, όνειρα, αυταπάτες, μικρές και μεγάλες αλήθειες. Ένα καταφύγιο για όλο τον κόσμο που μπορεί να ταυτιστεί ή να αναγνωρίσει και πτυχές του δικού του εαυτού μέσα σε αυτό.
Κι αν έπρεπε να κάνετε το ίδιο με μια λέξη;
Ρ.Π.: Θα ήταν η λέξη «ταξίδι», καθώς πρόκειται όντως για ένα ταξίδι προς το όνειρο, προς την αυτογνωσία, προς την προσωπική μας αλήθεια, αλλά και για ένα ταξίδι που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί μια αμφίδρομη σχέση με τους αναγνώστες.
Τι θέλετε να πείτε σε εκείνους που θα διαβάσουν το βιβλίο;
Ρ.Π.: Θεωρώ πως οι «Μακιγιαρισμένες Ψυχές» είναι ένα βιβλίο που αφουγκράζεται τον παλμό της κοινωνίας. Είναι το βιβλίο που μέσα του φιλοξενεί όλους τους ανθρώπους που χαίρονται, λυπούνται, ερωτεύονται, απογοητεύονται, αγωνιούν για ένα καλύτερο μέλλον, φοβούνται, αμφιβάλλουν, μαθαίνουν να εμπιστεύονται, να μοιράζονται, να αγαπούν και στο τέλος της μέρας κάνουν τον απολογισμό και την αυτοκριτική τους. Νομίζω πως λίγο πολύ όλοι μας ανήκουμε σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες.
Υπάρχουν λογοτέχνες που σας έχουν επηρεάσει με τα έργα τους, και πώς; Ποιοι/ποια είναι αυτοί/αυτά;
Ρ.Π.: Μου αρέσει να διαβάζω λογοτέχνες διαφόρων περιόδων και λογοτεχνικών ρευμάτων. Θαυμάζω ιδιαίτερα τους Έλληνες ποιητές, οι οποίοι μας έχουν αφήσει για παρακαταθήκη έργα-διαμάντια. Αγαπημένος μου θα έλεγα πως είναι ο Γιάννης Ρίτσος τόσο για την γλαφυρότητα των εικόνων στα ποιήματα του, όσο και για τα διαχρονικά μηνύματα που περνάει μέσα από αυτά.
Τι προτιμάτε και γιατί: να αγαπηθείτε από τους κριτικούς ή να σας διαβάσουν εκατομμύρια βιβλιόφιλοι; Υπάρχει ιδανική συνθήκη;
Ρ.Π.: Πιστεύω πως το ιδανικό θα ήταν να μπορούσαν να πραγματοποιηθούν και τα δύο, να βρίσκαμε δηλαδή τη χρυσή τομή. Φυσικά πάντα υπάρχουν περιπτώσεις που οι απόψεις διίστανται.
Μπορεί να υπάρχουν έργα που αρχικά έχουν απορριφθεί, αλλά στη συνέχεια το κοινό τα έχει αποθεώσει ή το αντίστροφο, έργα με καλές κριτικές που είχαν τελικά μικρή απήχηση στους αναγνώστες. Ωστόσο, η αξία ενός καλού έργου δύσκολα χάνεται, αν και κάποιες φορές δεν αρκεί να έχεις ένα σωστό έργο, αλλά ένα έργο που να αλληλεπιδρά με τον αναγνώστη σαν ζωντανός οργανισμός.
Ευχαριστώ θερμά το ηλεκτρονικό περιοδικό Τέχνης και Πολιτισμού Koukidaki για την φιλοξενία!
Η ποιητική συλλογή της Ροδάνθης Πάντου, Μακιγιαρισμένες ψυχές, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Φυλάτος.
Αντί περίληψης:
Αυτές οι σελίδες είναι ένα καταφύγιο λέξεων
που αποστάτησαν από τη μάστιγα του ορθού
την κατάρα του κανόνα, τη νόρμα του καθωσπρεπισμού.
Είναι λέξεις που ποτέ δεν έκρυψαν
στη σκιά καλοσχηματισμένων γραμμάτων νοήματα μεγάλα.
Αντιθέτως, τσαλάκωσαν το μπόι τους
με σκοπό να ελευθερώσουν όνειρα δέσμια του χαρτιού,
συναισθήματα στο μελάνι πνιγμένα,
ιστορίες που υπόσχονταν ευημερίας ημέρες.
Αντί περίληψης:
Αυτές οι σελίδες είναι ένα καταφύγιο λέξεων
που αποστάτησαν από τη μάστιγα του ορθού
την κατάρα του κανόνα, τη νόρμα του καθωσπρεπισμού.
Είναι λέξεις που ποτέ δεν έκρυψαν
στη σκιά καλοσχηματισμένων γραμμάτων νοήματα μεγάλα.
Αντιθέτως, τσαλάκωσαν το μπόι τους
με σκοπό να ελευθερώσουν όνειρα δέσμια του χαρτιού,
συναισθήματα στο μελάνι πνιγμένα,
ιστορίες που υπόσχονταν ευημερίας ημέρες.