Με αυτό το έργο ο Καμπανέλλης εξιστορεί την ιστορία μιας οικογένειας η οποία βασανίζεται από πολλά μυστικά και γεγονότα τα οποία όμως δεν τα διευκρινίζει.
Κεντρικό θέμα είναι ένα νεοκλασικό ως περιουσιακό στοιχείο, με μεγάλο παρελθόν, που το διεκδικούν οι ιδιοκτήτες που έχουν μείνει πια εν ζωή αλλά και ένας φιλόδοξος αντικέρ ο οποίος με ύπουλο σχέδιο προσπαθεί να το αποκτήσει.
Το σκηνικό έχει ένα ιδιαίτερο τέχνασμα. Ένα πολύ μεγάλο κουκλόσπιτο, αντίγραφο μιας νεοκλασικής οικείας, γεμάτο μινιατούρες. Έχει τα πάντα. Επιπλάκια, τζάκια, πολυελαίους, πίνακες, κουρτίνες κ.λ.π. Κατά τη διάρκεια της παράστασης, οι ηθοποιοί ανοίγουν και κλείνουν το κουκλόσπιτο ανάλογα με το πώς εξυπηρετεί την εκάστοτε σκηνή. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσαμε να δούμε και το εσωτερικό του σπιτιού και το εξωτερικό του που δεν υστερεί και αυτό σε ομορφιά και περίτεχνη λεπτομέρεια.
Σε αυτό το έργο ο Καμπανέλλης νομίζω ότι θίγει πολλά θέματα όπως το συναισθηματικό δέσιμο του ιδιοκτήτη ο οποίος παρά το οικονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει, δεν δέχεται να δώσει το σπίτι για αντιπαροχή. Επίσης ότι υπάρχουν πάντα κάποιοι που θα μηχανευτούν τρόπους να εκμεταλλευτούν την αδυναμία και την καλοσύνη κάποιου που βρίσκεται σε ανάγκη, προκειμένου να κερδίσουν οικονομικά και τέλος πως ανατρέπονται τα σχέδια γιατί πάντα υπάρχει και ο αστάθμητος παράγοντας που δεν έχει υπολογιστεί.
Όλοι οι ηθοποιοί ήταν υπέροχοι. Ο καθένας προέβαλε τον έντονο χαρακτήρα του ρόλου του. Η Κυρία Πατεράκη είναι μια οικονόμος που κάποτε εργαζόταν στο σπίτι αυτό και πια, ενώ δεν μένει εκεί, πηγαίνει συνέχεια και νοιάζεται για τα πάντα. Υπάρχει και η αίσθηση ότι ίσως είναι και λίγο ερωτευμένη με τον ιδιοκτήτη. Ο Κύριος Μιχαηλίδης ως τελευταίος ένοικος του σπιτιού που είναι «δεμένος» με το σπίτι και παλεύει να διαφυλάξει τις αρχές της οικογένειας και όλα όσα έζησε μέσα στο σπίτι αυτό. Η Κυρία Κλαψινού όμορφη, γλυκιά και ευαίσθητη, ξετρελαίνεται με το σπίτι και το διεκδικεί. Ο Κύριος Θωμόπουλος, ιδιοκτήτης γκαλερί που έχει «βάλει στο μάτι» το σπίτι και μηχανεύεται σχέδιο για να το αποκτήσει και ο Κύριος Βάρθης, ο νεαρός ανιψιός που επιστρέφει από το εξωτερικό, απαιτεί χρήματα και δεν θέλει να έχει καμία σχέση με το κακό παρελθόν της οικογένειας.
Η μουσική του Στέφανου Κορκολή «στολίζει» μοναδικά το έργο και δίνει την απαραίτητη ένταση σε κάθε στιγμή.
Η παράσταση τελείωσε και αυτό που μου έμεινε είναι ότι το σπίτι μας, είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Στους τοίχους, στα έπιπλα, σε μικρά και μεγάλα αντικείμενα καταγράφονται όλες μας οι ανάσες, οι φωνές, τα γέλια και τα δάκρυα, οι χαρές και οι λύπες. Η αύρα μας πλανάται ακόμα και όταν έχουμε φύγει.
Περισσότερα για την παράσταση και συντελεστές
Ο σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης αναφέρει σχετικά:
«Όταν βρέθηκα αντιμέτωπος με την πρόσκληση-πρόκληση να σκηνοθετήσω στο νεοελληνικό θέατρο σήμερα, ένα δείγμα νεοελληνικής γραφής, άρχισα να καταμετρώ αυτά που δεν ήθελα να κάνω. Με πρώτη-πρώτη τη νατούρα και την καινούργια της φίλη και εξέλιξη, την νεονατούρα που τόσο έχει γίνει μόδα-καθεστώς σχεδόν στις μέρες μας και πάλι.
Ανήκω σε μια γενιά που είχε τη δυνατότητα να δει θέατρο σύγχρονο και να δουλέψει με σοβαρούς ανθρώπους του χώρου. Ανθρώπους με εκπαίδευση και εμπειρία. Πάντα με προκαλούσε η ποίηση. Είτε στο θέατρο, είτε στη συγγραφή, είτε στον κινηματογράφο και τη ζωγραφική. Πάντα πίστευα πως ο κόσμος καταφεύγει στην τέχνη, όχι για να δει την «πραγματικότητα» ή κάποια αντανάκλαση της, αλλά για να γνωρίσει νέες πραγματικότητες. Άλλες πραγματικότητες. Άλλους κόσμους. Να ξεχαστεί από τη δική του μίζερη πραγματικότητα. Να συνομιλήσει πάνω σε μεγαθέματα. Να αφουγκραστεί και όχι να ακούσει. Να αισθανθεί και όχι να καταλάβει. Να ακούσει, όπως έλεγε ο δάσκαλος Στρέλλερ. Έτσι αποφάσισα να ερμηνεύσω και όχι να ανακοινώσω το έργο αυτό του Καμπανέλλη. Μισώ τις παραστάσεις που ανακοινώνουν τα έργα στους θεατές. Προτιμώ χίλιες φορές ατυχείς ή αποτυχημένες ερμηνείες, παρά καθαρές, εύπεπτες αναγνώσεις. Το είδος είναι για να ερμηνεύεται. Όχι να ανακοινώνεται. Ερμήνευσα λοιπόν με τη βοήθεια των πολύτιμων συνεργατών μου, ηθοποιών και συντελεστών, ένα νεοελληνικό έργο, χωρίς ίχνος ηθογραφίας, με ποιητικότητα και στυλιζάρισμα, στη θέση, όχι στη φύση. Και αυτό είναι κάτι που εγώ τουλάχιστον θεώρησα ένα αξιόλογο στοίχημα. Να βρω την ποίηση και τον σουρεαλισμό μέσα στη γραφή του Καμπανέλλη και όχι την ηθογραφία των καναπέδων και της νεοελληνικής μιζέριας. Φτάνει πια με τα κατάλοιπα της μεταπολίτευσης. Τόσο τα κοινωνικά, όσο και τα θεατρικά. Προτιμώ να μετρώ τα άστρα παρά τις λακκούβες στους δρόμους της νεοελληνικής «πραγματικότητας».
Ο σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης αναφέρει σχετικά:
«Όταν βρέθηκα αντιμέτωπος με την πρόσκληση-πρόκληση να σκηνοθετήσω στο νεοελληνικό θέατρο σήμερα, ένα δείγμα νεοελληνικής γραφής, άρχισα να καταμετρώ αυτά που δεν ήθελα να κάνω. Με πρώτη-πρώτη τη νατούρα και την καινούργια της φίλη και εξέλιξη, την νεονατούρα που τόσο έχει γίνει μόδα-καθεστώς σχεδόν στις μέρες μας και πάλι.
Ανήκω σε μια γενιά που είχε τη δυνατότητα να δει θέατρο σύγχρονο και να δουλέψει με σοβαρούς ανθρώπους του χώρου. Ανθρώπους με εκπαίδευση και εμπειρία. Πάντα με προκαλούσε η ποίηση. Είτε στο θέατρο, είτε στη συγγραφή, είτε στον κινηματογράφο και τη ζωγραφική. Πάντα πίστευα πως ο κόσμος καταφεύγει στην τέχνη, όχι για να δει την «πραγματικότητα» ή κάποια αντανάκλαση της, αλλά για να γνωρίσει νέες πραγματικότητες. Άλλες πραγματικότητες. Άλλους κόσμους. Να ξεχαστεί από τη δική του μίζερη πραγματικότητα. Να συνομιλήσει πάνω σε μεγαθέματα. Να αφουγκραστεί και όχι να ακούσει. Να αισθανθεί και όχι να καταλάβει. Να ακούσει, όπως έλεγε ο δάσκαλος Στρέλλερ. Έτσι αποφάσισα να ερμηνεύσω και όχι να ανακοινώσω το έργο αυτό του Καμπανέλλη. Μισώ τις παραστάσεις που ανακοινώνουν τα έργα στους θεατές. Προτιμώ χίλιες φορές ατυχείς ή αποτυχημένες ερμηνείες, παρά καθαρές, εύπεπτες αναγνώσεις. Το είδος είναι για να ερμηνεύεται. Όχι να ανακοινώνεται. Ερμήνευσα λοιπόν με τη βοήθεια των πολύτιμων συνεργατών μου, ηθοποιών και συντελεστών, ένα νεοελληνικό έργο, χωρίς ίχνος ηθογραφίας, με ποιητικότητα και στυλιζάρισμα, στη θέση, όχι στη φύση. Και αυτό είναι κάτι που εγώ τουλάχιστον θεώρησα ένα αξιόλογο στοίχημα. Να βρω την ποίηση και τον σουρεαλισμό μέσα στη γραφή του Καμπανέλλη και όχι την ηθογραφία των καναπέδων και της νεοελληνικής μιζέριας. Φτάνει πια με τα κατάλοιπα της μεταπολίτευσης. Τόσο τα κοινωνικά, όσο και τα θεατρικά. Προτιμώ να μετρώ τα άστρα παρά τις λακκούβες στους δρόμους της νεοελληνικής «πραγματικότητας».