Πέτρου Λυγίζου
Γεννήθηκα ασφαλής
κι είδα την πολιορκία του πρωινού
να φορά καπέλο με λάμψη από ήλιους φευγαλέους.
Χόρεψα πάνω στα παιδικά μου χρόνια
αγκαλιά με την αυταπάτη της ασφάλειας…
«Μη βιάζεσαι, μη μιλάς πολύ, ντύσου, θα κρυώσεις,
είναι ύπουλη η άνοιξη, ξεγελάει…»
Έφηβος… βάδισμα αντίθετο στο χειμώνα,
ο κόσμος να μορφάζει
με τη σιγουριά της προσαρμογής μου.
Περπάτησα ανασφαλής…
Επιπόλαια, αυθαίρετα, λέξεις κλειδιά
αποσφράγιζαν τις νύχτες μου.
Στο δρόμο χαμόγελα περαστικά,
σχέδια μυστικά από βιολιά,
σκέψεις πεταμένες στα πεζοδρόμια
κι αυτή η ματαιότητα να μην υποχωρεί.
Διαβάτες ιπτάμενοι,
σκιές υπόκωφες της μέρας.
Κι εγώ -πάντα ανασφαλής-
να υπνοβατώ με κινήσεις δανεικές,
να ιχνηλατώ το αδιέξοδο της βροχής
σαν φύλλο σε δέντρα τροπικά…
Προσπάθησα να ασφαλιστώ…
Σπουδές, ρούχα σιδερωμένα,
όνειρα τσαλακωμένα
-ποιος να ασφαλίσει έναν τρελό…-
Η προοπτική του μονόδρομου.
Επιδόθηκα σε συνήθειες ευγενικές…
Εκδρομές στη φύση,
(κρυφά και στο παρελθόν)
συλλογή νομισμάτων ή γραμματοσήμων
και κανόνων ασφαλείας.
Διεκδίκησα το φυσιολογικό…
Και πάλι, δεν με ασφάλιζε κανείς…
Στο κρίσιμο ερώτημα…
«πόσο κοστίζουν τα όνειρά σου;»
δεν μπορούσα να κρύψω την αλήθεια…
Μου πρότειναν να τα διατηρήσω μα…
με τον όρο… «Να μη φαίνονται… τουλάχιστον κρύψε τα…»
Μου φάνηκε δίκαιο… το προσπάθησα…
Μάταια!
Δοκίμασα μια ζωή αποδεκτή.
Εργάστηκα, προσέφερα στην κοινωνία,
κι η εισφορά μου στο ψέμα και στην αδικία, υπολογίσιμη…
Μίλησα με πολλούς «σπουδαίους»
κι ακόμη, προσπάθησα και να τους συμπαθήσω…
Τίποτα…
Στο «καθώς πρέπει» διαμέρισμά μου,
ξετρυπώνουν ακόμη απ’ τους τοίχους καράβια πειρατικά,
η θάλασσα καλύπτει τον αφηρημένο μου καναπέ,
η άνοιξη δεν μου φαίνεται καθόλου ύπουλη (μονάχα ο κόσμος)
κι εγώ -τάχα απροετοίμαστος, όπως πάντα- βυθίζομαι
στην αυταπάτη της αλήθειας μου…
Απέτυχα να ενηλικιωθώ…
Έχουν δίκιο οι ασφαλιστές…
Κι άλλωστε, αν μέσα στην νυχτερινή μου υπνοβασία
πυρπολήσω την κακομοίρα την κανονικότητα,
ποιος θα αποζημιώσει τους άλλους τους φυσιολογικούς!
Όλοι έχουν μετοχές σ’ αυτόν τον κόσμο.
Μονάχα εγώ δε φρόντισα εγκαίρως ν’ αγοράσω…
Κι έτσι, ζω πάντα ανασφαλής… κι ανασφάλιστος…
Τις νύχτες ονειρεύομαι κροτίδες από λέξεις αιφνίδιες,
κεραυνούς φτιαγμένους από φεγγάρια ετοιμόρροπα…
Το ξέρω, δεν είμαι υγιής…
Είμαι μάλλον επικίνδυνος.
Ακόμη και τώρα, στην παρακμή της μεσήλικης νοσταλγίας μου,
επιμένω να συντάσσω με φωνήεντα νεανικά
τα υπερφίαλα ταξίδια της ζωής μου…
Δεν θα πάρω αποζημίωση για τα χαμένα χρόνια μου
(κανένας, άλλωστε, δεν τα κατάλαβε ποτέ).
Δεν θα μειωθεί η εισφορά μου στην υποκρισία αυτού του κόσμου,
δεν θα πάρω ούτε σύνταξη…
Το μόνο που θέλω είναι…
είναι να ρωτήσω…
«Κύριε ασφαλιστά,
επειδή κουράστηκα πια να παριστάνω τον φυσιολογικό,
είναι πολύ κακό να…
να πεθάνω ανασφάλιστος
αλλά πριν το θάνατό μου, να αποκαλύψω σ’ όλους τους κανονικούς
τα όνειρά μου;
🍃
Copyright Πέτρος Λυγίζος © All rights reserved, 2020
Πρώτη δημοσίευση
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Emilio Villalba
Περισσότερα: