Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος «Ουζερί Τσιτσάνης» Γιώργος Σκαμπαρδώνης είναι απόφοιτος της Γαλλικής φιλολογίας του ΑΠΘ. Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, ραδιόφωνα και τηλεόραση. Το «Ουζερί Τσιτσάνης» είναι το βιβλίο με το οποίο ασχοληθήκαμε τον Δεκέμβριο του 2019 στην λέσχη ανάγνωσης στην Δημοτική βιβλιοθήκη της Ορέστου.
Ο συγγραφέας μπαίνει στην ψυχοσύνθεση του κουνιάδου του Τσιτσάνη, Ανδρέα Σαμαρά, τον συνέταιρο του Τσιτσάνη στο ουζερί επί της Παύλου Μελά 22 στην εποχή της κατοχής και του εμφυλίου. Υιοθετεί την ταυτότητα του Γιώργου Σαμαρά για τις ανάγκες του βιβλίου. Χρησιμοποιεί την τεχνική να υιοθετούν λόγια και στίχους τραγουδιών άλλοι φορείς μηνυμάτων με διαφορετικά ονόματα. Η αφήγηση ξεκινάει με την περιγραφή του χώρου του ουζερί, του πάλκου και των ονομάτων των μελών της ορχήστρας και συνεχίζει θαρρείς με κινηματογραφική λήψη την αναφορά στους πελάτες. Η ατμόσφαιρα θυμίζει «τεκέ», γίνεται κατανάλωση αλκοόλ από τους θαμώνες του μαγαζιού και τους οπαδούς του είδους της μουσικής. Στις δώδεκα το μαγαζί κλείνει, γιατί αρχίζει η απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Ο διοικητής της αστυνομίας ο Μουσχουντής καταδιώκει μανιωδώς τους κομμουνιστές και έχει μεγάλη αγάπη στο ρεμπέτικο τραγούδι και ιδιαίτερα στα τραγούδια του Τσιτσάνη. Στη σ. 36: -«Δεν τα έμαθες Γιώργο; Τώρα αρχίσανε να κλέβουν και τις εκκλησιές. Τους κυνηγάω από χτες. Δες εδώ, το γράφει η φυλλάδα.» Διαβάζει σαν απαγγελία: «-Βέβηλοι κλέπται αφήρισαν 1000 οκάδες μολύβδου από τον τρούλον της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου». Φαίνεται επίσης ότι η πείνα και η ανέχεια εξαναγκάζουν περισσότερους να πουλούν στην Μαύρη Αγορά. Στη σ. 38: «-Τί να κάνουνε οι άνθρωποι… Καλά που είναι τα συσσίτια… κι ο Ερυθρός Σταυρός…» Ο Γιώργος ενημερώνει τον διοικητή ότι το «Σαν Χριστιανός Ορθόδοξος» και το «Λιτανεία του μάγκα» τα έγραψε στην περιοδεία του καλοκαιριού στον Άγιο Μάμα Χαλκιδικής. (σ. 39)
Ο Μουσχουντής αναφέρεται σε μεγαλομαυραγορίτες που κουβαλούν εμπόρευμα από την επαρχία και την Τουρκία με καΐκια και το διοχετεύουν κρυφά με δικούς τους ανθρώπους στην πόλη. Μια συγκλονιστική ιστορία είναι αυτή του σερβιτόρου που καταγόταν από την Γερμανία και κατέκτησε με τη συμπεριφορά του τον ιδιοκτήτη και τους πελάτες έχοντας επικοινωνιακές σχέσεις μαζί τους. Κι ενώ συμπεριφερόταν σαν Έλληνας αποκαλύπτεται την ημέρα της εισόδου των γερμανικών στρατευμάτων ότι ο Χανς παρελαύνει με την ναζιστική στολή επικεφαλής τάγματος. Έχει έρθει βαλτός, ενώ ήταν λοχαγός του γερμανικού στρατού, για να εκμαιεύσει πληροφορίες και τα κατάφερε να ξέρει τους πλούσιους ανθρώπους, τον υπόκοσμο, τους Εβραίους... (σ. 43)
Ανεβαίνοντας την Αγιά Σοφιά με κατεύθυνση την Εγνατία βλέπει το Σινέ Διονύσια επιταγμένο… Φτάνει στον κινηματογράφο Αλκαζάρ και βλέπει φωτογραφίες με σκηνές απ΄ τα έργα σε τζάμινες βιτρίνες και τις αφίσες στα ελληνικά και στα γερμανικά. (σ. 50, 51)
Στην πλατεία Κολόμβου έχει πάντα εμπορική κίνηση από μικρέμπορους, αγρότες που πουλάνε διάφορα είδη, από ζαχαρίνες, αυγά και γλυκόζη μέχρι τσακμακόπετρες. Οι Εβραίοι πουλάνε κιούσπες, τη φύρα δηλαδή μετά το πάρσιμο του σησαμέλαιου. Άλλος πουλάει χελώνες για κρέας. (σ. 53)
Στην Γιαννιτσών είναι η πύλη έρξης του πρώτου ορίου του γκέτο και στήνουν συρματόπλεγμα που προορίζεται να περιφράξει το Χιρς. (σ. 55)
Οι Γερμανοί παρήγγειλαν στον πατέρα του Γιώργου ογδόντα ξύλινες ταμπέλες σε σχήμα βέλους για να γράψουν στα γερμανικά τους κεντρικούς δρόμους της πόλης. (σ. 59)
Η αδερφή του η Ζωή έχει δύο μηνών μωρό στην αγκαλιά και μένει στην Παύλου μελά 21 στο ημιυπόγειο ενός ωραίου νεοκλασικού με τον Τσιτσάνη τον άντρα της. (σ. 65)
Ο Τσιτσάνης αγγίζει τους δίσκους στο γραφείο του Μουσχουντή του κουμπάρου του που ήρθαν απ΄την Αμερική με θαυμασμό, γιατί οι γραμμοφωνήσεις στην Ελλάδα ήταν απαγορευμένη υπόθεση επί κατοχής. (σ. 73)
Ο Μουσχουντής έχει τέτοια αδυναμία στον Τσιτσάνη που όσοι κρατούμενοι γνωρίζουν τον Τσιτσάνη, τους απολύει απευθείας. (σ. 76)
Στην Γεωργίου Ανδρέου είναι ο αλευρόμυλος επιταγμένος από τους Γερμανούς. Το εργοστάσιο Τόρρες άλλαξε το Εβραϊκό όνομα σε Βίλκα και παράγει πατάκια, τσουβάλια. Είναι ο χώρος φύλαξης των στρατιωτικών ειδών των γερμανικών ειδών στη Θεσσαλονίκη. (σ. 92) Ο κόσμος ακολουθεί εργατικά επαγγέλματα στα τραμ, στο Αλλατίνη, στα ορύγματα στο Σέδες. (σ. 98)
Ξεφυλλίζοντας το άλμπουμ με τις φωτογραφίες βλέπει τον εαυτό του ντυμμένο τσολιά, βλέπει να κάνουν μπάνιο με την οικογένειά του στο Καραμπουρνάκι, γυμναστικές επιδείξεις στο Παπάφειο. (σ. 102)
Η Ζωή, περιγράφει πως ο άντρας της ο Τσιτσάνης γράφει στίχους με μυστικοπάθεια, και αλλάζει στίχους και λέξεις με τελειομανία. Ακόμη και όταν ξαπλώνουν για ύπνο, αυτός σκέφτεται, όταν του μιλάει τον νιώθει να έχει αλλού το μυαλό του και να δημιουργεί τραγούδια από τα πάντα ακατάπαυστα, να εμπνέεται από τα λόγια της και από περιστατικά της καθημερινότητας, της γειτονιάς. (σ. 117)
Οι Γερμανοί βρίσκουν τα παιδιά που περίμεναν στο συσσίτιο, τους παίρνουν τα άδεια κατσαρόλια και τους δίνουν από δυο αχνιστές κουραμάνες, τα χτενίζουν, τα φωτογραφίζουν για τις ναζιστικές εφημερίδες και μετά αρπάζουν τα ζεστά ψωμιά πριν καν δαγκώσουν τα παιδιά, τα πετούν στα φορτηγά και φεύγουν. (σ. 133-134)
Ο Μουσχουντής έπιασε τη σπείρα που έκλεψε το μολύβι και το φόρτωσε στα γερμανικά οχήματα. Ήταν συνεργασία Ελλήνων Γερμανών και είχαν συμφωνήσει οι Γερμανοί να πάρουν το μολύβι και οι Έλληνες ένα τσουβάλι αλεύρι ο καθένας. (σ. 146)
Η Εστρέα συναντιέται στα κρυφά με τον Γιώργο στο ξυλουργείο κρύβοντας την ταυτότητα της για να μην την πιάσουν. (σ. 174)
Η αγωνία και το άγχος τους κυριεύουν για να μη συλληφθούν. Ο Γιώργος φοβόταν γιατί μετέφερε παράνομα μηνύματα και η Ετσρέα λόγω της εβραϊκής της καταγωγής. Ο Τσιτσάνης αποκαλύπτει στον Γιώργο πως το τραγούδι του θέλει να είναι πιο πολύ λαϊκό, παρά ρεμπέτικο, να αγκαλιάζει τον κόσμο για να μπορεί να το αγαπήσει και να το οικειοποιηθεί, να εκφραστεί μέσα από την μουσική του, να αγγίξει τον μέσο Έλληνα. Οι Γερμανοί κατάσχεσαν τα εργοστάσια των Εβραίων, πήραν τις περιουσίες τους, γκρέμισαν το εβραϊκό νεκροταφείο. (σ. 231)
Ο κινηματογράφος Απόλλων στη Βασιλίσσης Όλγας λειτούργησε τον Σεπτέμβριο του 1940 για τη χειμερινή περίοδο. Το παραλιακό κέντρο Ρουά Ζωρζ στο ύψος της Ανάληψης, προσφέρει και παγωτό, είναι η τέως βίλα του Κλέωνα Χατζηλαζάρου, που φιλοξένησε και το βασιλικό ζεύγος. (288 σ.)
Στην περιοχή του κέντρου Λουξεμβούργου, στάση Μαρτίου στα ναυπηγεία, ο πλούσιος Σαούλ μετατοπίζει την ορχήστρα στο καΐκι και πίνουν και γλεντούν στα ανοιχτά της θάλασσας. (σ. 291) Όσο η ορχήστρα παίζει και ο Τσιτσάνης τραγουδάει οι μαυραγορίτες, ο Βελλίδης, ο Δαλαμάγκας πετάνε χρήματα στην ορχήστρα. Ο ανάπηρος αντισυνταγματάρχης ενημερώνει ότι ο προδότης είναι ο Μήτσος ο Τυφόξυλος και προειδοποιεί τον Γιώργο να μαζέψει τον ασύρματο και τη γραφομηχανή απ΄ το ξυλάδικο του πατέρα του, γιατί ένας από τους εφτά δεν σκοτώθηκε και δεν ξέρουν τί θα αποκαλύψει και τί θα αποκρύψει. (σ. 315)
Ο Τσιτσάνης δεν είχε ιδέα ότι ο Γιώργος ήταν μπλεγμένος. Ο πατέρας του Γιώργου ενημέρωσε τον Τσιτσάνη ότι οι Γερμανοί ερεύνησαν το ξυλουργείο και ευτυχώς δεν βρήκαν τίποτε. Το υποτιθέμενο δέμα-δώρο για τον Τσιτσάνη περιείχε χώμα και το ακριβοπλήρωσαν. Ο Γιώργος εξαπατήθηκε, γιατί του αράδιασαν όλα τα ονόματα των οικείων και συγγενών από τα Τρίκαλα και πίστεψε ότι ήταν γνωστός του Τσιτσάνη που του μετέφερε τρόφιμα από τους δικούς του. (σ. 350)
Όταν πήγαν να επιτάξουν το σπίτι του τενίστα και πρωταθλητή Στόνια, ο Γερμανός που είδε τα τρόπαια και τα έπαθλα ρώτησε τί είναι αυτά και ζήτησε να παίξει τένις μαζί του. Ο Λάζαρος αναρωτιόταν να σώσει το σπίτι του από την επίταξη παίζοντας χαλαρά ή να διασώσει την αθλητική του τιμή. Προτίμησε την μπέσα και τον κέρδισε πανηγυρικά. (σ. 354)
Ο Γιώργος σκοτώνει τον τυφόξυλο που μόνο κακό έσπερνε. (σ. 361) Στον Φοίνικα βρίσκονται τα καινούρια ναυπηγεία και λίγα κατοικήσιμα σπίτια. Εκεί που τελειώνουν ξεκινούν οι φυτείες καλαμποκιών και εκτείνονται ως την θάλασσα, τους βάλτους και το αεροδρόμιο της Μίκρας. (σ. 368) Σ’ αυτή την περιοχή πήγαν να βοηθήσουν τον Χρήστο που δούλευε στο μαγαζί και είχε γρίπη, του έδωσαν τις βεντούζες, αλλά η γυναίκα του έτσι όπως ήταν μαστουρωμένη του έβαλε φωτιά και αυτός βούτηξε στη θάλασσα να σωθεί. (σ. 375)
Ο Μπρεζόφ ο οργανοποιός, υπηρέτησε στο ρωσικό στρατό και όταν κατάλαβε ότι δεν έχουν ελπίδα νίκης έκλεψε δύο γαλλικούς πίνακες μεγάλης αξίας απ’ το αφύλαχτο μουσείο και πήγε στο Βερολίνο στο γαλλικό προξενείο. Πουλάει τους πίνακες στους Γάλλους και εκείνοι του δίνουν δύο πλάκες χρυσού. Με αυτά τα χρήματα άνοιξε οργανοποιείο. Τα λαϊκά όργανα ούτια, μαντολίνα, σάζια και μπουζούκια, τζουράδες, μπαγλαμάδες είχαν μεγάλη ζήτηση, γιατί το ρεμπέτικο από το 1910 είχε άνθιση στη Θεσσαλονίκη και κορυφώθηκε με τον ερχομό των προσφύγων της Μικρασίας το 1922.(σ. 379)
Ο Αρμένης ψάχνει στα σκουπίδια μια φορά την εβδομάδα, βρίσκει μπουζούκια, βιολιά κιθάρες, που πετάν οι άσχετοι και τα πουλάει ως παλιά προσωπικά αντικείμενα του Μάρκου Βαμβακάρη, του Μπάτη, του Αττίκ… είναι ευρηματικός και πολύ τσιγκούνης. Ο Αρμένης έτσι επιβίωσε στην πείνα του 1941, αντάλλασσε μπουζούκια με τσουβάλια πατάτες και στάρι μ’ έναν Γερμανό. (σ. 385)
Στην οδό Βασιλέως Ηρακλείου ήταν εβραίικα χασάπικα στη σειρά και πουλούσαν κρέας κασέρ, δηλαδή χωρίς αίμα, ελεγμένα απ’ τον χαμάμη. Πλέον τα δουλεύουν Έλληνες Χριστιανοί και έχουν ανάλογους πελάτες. (σ. 388)
Μαζεύονται στον φίλο του Αιμίλιο Ρακιντζή στο Ασβεστοχώρι ο Καλδάρας από Νάουσα, ο Τσαουσάκης. Ο Τσιτσάνης λέει το μπουζούκι του «σκρίνιο»... (σ. 399)
Τέλη του 1944 φεύγουν οι Γερμανοί από τη Θεσσαλονίκη. Στην περιοχή του ΦΙΞ οι Γερμανοί έχουν ανατινάξει εξαρτήματα και μηχανήματα συναρμολόγησης, όπως και τις ράγες τρένου. Ένα υποβρύχιο τσέπης επιβίωσε και πήραν όσοι πρόλαβαν κομμάτια αλουμινίου. Ο Γιώργος έδωσε ένα κομμάτι στον πατέρα του να το σμιλεύσει σε σχήμα αστέρι. Έτσι μεταμορφώθηκε σ΄ ένα ωραίο αλουμινένιο άστρο. Έκτοτε μ’ αυτό στόλιζε την κορυφή του χριστουγεννιάτικου δέντρου. (σ. 406) Έξω στους δρόμους αργά το βράδυ δεν συναντάς ούτε καν γάτες, γιατί οι περισσότερες είναι φαγωμένες απ΄ το Χειμώνα του 1941. (σ. 409)
Ο Τσιτσάνης είναι ζουφός, κλειστός και μυστήριος. Δεν μιλάει για τον εαυτό του, για αυτά που τον βασανίζουν. Σα να μαζεύει μέσα του και τα προβλήματα των άλλων.
Στο τέλος το βιβλίο κλείνει με τον Τσιτσάνη να βάζει τη χειροβομβίδα ανάμεσα στις χορδές του μπουζουκιού. Αυτή σκάει στον αέρα πάνω απ΄ την πόλη και ακούγεται δυνατός θόρυβος, ενώ τα θραύσματα πέφτουν σαν πυροτεχνήματα. (σ. 436)
-«Έπρεπε να γίνει πόλεμος», του λέει ο Γιώργος, «για να γράψεις τόσο ωραία τραγούδια;» Ο Τσιτσάνης γράφει χαρακτηριστικά: «Όποιος γεννιέται μερακλής, δεν ξέρει τί να κάνει».
Ο Σκαμπαρδώνης με αυτό το εμβληματικό μυθιστόρημα κατορθώνει να μεταφέρει τη γλώσσα της πιάτσας και την μεταμορφώνει σε τέχνη του λόγου. Είναι μια ζωντανή αφήγηση με εικόνες παρμένες από ασπρόμαυρες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου και ένα χρονικό της εποχής. Ο συγγραφέας μας μεταδίδει τον αγώνα των καλλιτεχνών να επιβιώσουν και να οδηγηθούν στην αυτοπραγμάτωση σε μια εποχή φόβου. Ο Τσιτσάνης συνέβαλλε με το καλλιτεχνικό του έργο στην ανακούφιση του πόνου του ελληνισμού στα δύσκολα χρόνια της κατοχής.
Το μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη Ουζερί Τσιτσάνης κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.