Λέω να ξεκινήσω από την υπόθεση. Ένας επιχειρηματίας προσλαμβάνει έναν εσώκλειστο βοηθό για το σπίτι και ξεκινά μια σειρά γεγονότων -όχι ακριβώς συμβατικών, συνηθισμένων ή προβλέψιμων- που οδηγούν σε άγνωστα κι επικίνδυνα μονοπάτια. Τελεία. Και παύλα. Οτιδήποτε παραπάνω από αυτή τη φράση ελοχεύει τον κίνδυνο του spoiler ή να μαρτυρήσει πράγματα στον αναγνώστη. Και σε αυτή την περίπτωση, ο τελευταίος πρέπει να μπει στην εμπειρία χωρίς σημειώματα, να το ζήσει άνευ σχολιασμών, παρθένος. Προφανώς με τα χρόνια θα ειπωθούν πολλά, ενδέχεται να γίνουν και αναλύσεις -υπάρχει πολύ υλικό- αλλά τη δεδομένη στιγμή, που είναι τόσο πρόσφατη η κυκλοφορία του μυθιστορήματος «Ο μεγάλος υπηρέτης», καλύτερα να το διαβάσει κανείς με όσο το δυνατόν λιγότερες αναφορές κι αρθρογραφίες.
Ο Δημήτρης Σωτάκης, πιστός στο αναγνωστικό ραντεβού με τους φιλαναγνώστες, προσφέρει φέτος μια μυθιστορηματική εμπειρία που θα μείνει στα χρονικά για πολλούς και διαφορετικούς λόγους· ο κυριότερος βεβαίως είναι ότι έχει γράψει ένα άρτιο λογοτέχνημα που αξίζει και το τελευταίο λεπτό του χρόνου σου. Προσπαθώντας να μη «χαλάσω» την ομορφιά της έκπληξης και προδώσω το πόνημα, θα σας μεταφέρω τις δικές μου εντυπώσεις, σημειώσεις και σχολιασμούς.
Χρειάζεται μεγάλη εμπειρία, μα και λογογραφική μαεστρία, για να κρατήσει κανείς το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε ένα βιβλίο ιστόρησης που δεν έχει δράση, ίντριγκα, έγκλημα, πλοκή ή μεγάλους έρωτες... αλλά δύο πρόσωπα, τον ήρωα και τον υπηρέτη, γύρω από τα οποία θα συμβούν και θα αφορούν τα πάντα. Φανταστείτε να γράφει κανείς για μια νέα συγκατοίκηση που έχει αυτά τα δεδομένα και να φιλοδοξεί σε αναγνωστικό εθισμό, έξαψη ενδιαφέροντος κι αγωνία. Δείχνει δυσκολότατο για βιβλίο εκατοντάδων σελίδων μα ο συγγραφέας ξέρει πώς να το επιτύχει αυτό -και το πετυχαίνει-, είναι άριστος γνώστης του θέματος που επέλεξε, γνωρίζει εξαιρετικά καλά τις συνθήκες του, προφανώς έχει μελετήσει τους χαρακτήρες του, οπωσδήποτε δεν έχει αφήσει τίποτα στην τύχη ενώ δομεί τα πάντα με λεπτότητα, και παράλληλα με ακρίβεια χειρουργού.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι έκανα μια βδομάδα να διαβάσω τις πρώτες εκατό σελίδες, όμως από το τέταρτο κεφάλαιο και μετά διάβασα όλο το υπόλοιπο απνευστί. Επειδή ήταν αδύνατο να το αφήσω από τα μάτια μου, γιατί έπρεπε να δω τί θα γίνει παρακάτω, διότι έχει μια φοβερή αλληγορική ιστορία -που μοιάζει με παραβολή- και θέλεις διακαώς να δεις που θα οδηγήσει τον ήρωα... γιατί χωρίς να έχει περιπέτεια, έχει τη μεγαλύτερη περιπέτεια κι αντί για δράση έχει αντί-δραση, επί-δραση κι από-δραση... διότι χωρίς να είναι θρίλερ αγωνίας, έχει και θρίλερ και αγωνία -ακόμα και τρόμο!- και γιατί χωρίς να είναι δράμα, είναι δράμα και μάλιστα ψυχόδραμα. Κι επειδή, είθισται, σε κάθε βιβλιοαναφορά να υπογραμμίζουμε κι ένα είδος, σε αυτό το μυθιστόρημα ταιριάζει κάτι ανάμεσα σε ψυχολογικό θρίλερ και μεταφορικό πεζογράφημα. Το πολυτιμότερο όμως στοιχείο-κέρδος που λαμβάνεις από τον «μεγάλο υπηρέτη» είναι ότι σε βάζει να δεις μέσα από το μυαλό ενός εγκλωβισμένου σε ψευδαισθήσεις ανθρώπου.
Ο ήρωας, αυτός που συντάσσει τα πρωτοπρόσωπα εδάφια δια χειρός Σωτάκη, θα γράψει κάπου πως η δράση είναι πιο εύγλωττη απ' τη διάνοια όμως οι μετεξελίξεις της ζωής του προδίδουν λάθος δράση ενώ δεν είχε προβλέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Θα πει ότι τον πλακώνει το βάρος μιας ζωής που δεν βιώνεται όπως πρέπει ενώ τα έχει κάνει όλα σωστά -κατά το μέσο όρο των πολιτών μιας σύγχρονης κοινωνικής δομής- και κάπου αλλού θα αναφερθεί στο άναρχο ψηφιδωτό του ψυχισμού του αποκαλύπτοντας -πρώτα στον ίδιο- ότι η ψυχολογία του χρίζει φροντίδας. Τελικά φροντίζει να φτιάξει την ψυχολογία του με τίμημα να χαλάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του. Είναι ένας χαρακτήρας που έχει ελλείψεις, τις αναγνωρίζει και είναι έτοιμος να διεκδικήσει ό,τι του λείπει (Ήθελα κάποιον να φροντίζει το σπίτι μου, τον βρήκα, ήθελα έναν νέο έρωτα, τον βρήκα...) με τον εντελώς λάθος τρόπο.
Στο ύφος, οι φράσεις διαδέχονται η μία την άλλη, σχεδόν χωρίς τελείες, χωρίς ανάσες, σε μια ρέουσα γραφή με επιγραμματική διάθεση, χωρίς ιδιαίτερες αναπτύξεις ή πολυλογίες. Μια εμμονή στη λεπτομέρεια ωστόσο, που διακρίνεται στα σημεία, οδηγεί εύστοχα το βλέμμα. Η πρωτοπρόσωπη προσέγγιση δίνει χρώμα μαρτυρίας. Φαίνεται επιφανειακό(-ς) όμως «βλέπει» βαθιά μέσα με αφοπλιστική ειλικρίνεια, αθωότητα κι αυθορμητισμό. Μιλάει για εθισμό, για κάθε είδους εθισμό που εγκλωβίζει το άτομο, με ανάγλυφες φράσεις όπως ...ένας γιγαντιαίος αυνανισμός που υπερχείλιζε τις αισθήσεις μου και με είχε φυλακίσει σε ένα ηδονικό κελί. Βγάζει γέλιο -χαλαρό κι αβίαστο- χωρίς να περιέχει ούτε ένα αστείο. Χωρίς να έχει καν την πρόθεση αστειασμού.
Προκαλεί την οργή, την αγανάκτηση και το θυμό σου. Ανοίγει θέματα συζήτησης και προσωπικής εσωτερικής ανίχνευσης. Συγκινεί ανθρώπινα στο τέλος -το βλέπω χολιγουντιανή ταινία- και σου (υπεν-)θυμίζει ότι ο κόσμος σε αφήνει μόνο όταν δεν έχεις κάτι να του προσφέρεις. Σου διδάσκει να προσέχεις πάντα γιατί από ένα σημείο και μετά δεν υπάρχει γυρισμός.
Ο Δημήτρης Σωτάκης, πιστός στο αναγνωστικό ραντεβού με τους φιλαναγνώστες, προσφέρει φέτος μια μυθιστορηματική εμπειρία που θα μείνει στα χρονικά για πολλούς και διαφορετικούς λόγους· ο κυριότερος βεβαίως είναι ότι έχει γράψει ένα άρτιο λογοτέχνημα που αξίζει και το τελευταίο λεπτό του χρόνου σου. Προσπαθώντας να μη «χαλάσω» την ομορφιά της έκπληξης και προδώσω το πόνημα, θα σας μεταφέρω τις δικές μου εντυπώσεις, σημειώσεις και σχολιασμούς.
Χρειάζεται μεγάλη εμπειρία, μα και λογογραφική μαεστρία, για να κρατήσει κανείς το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε ένα βιβλίο ιστόρησης που δεν έχει δράση, ίντριγκα, έγκλημα, πλοκή ή μεγάλους έρωτες... αλλά δύο πρόσωπα, τον ήρωα και τον υπηρέτη, γύρω από τα οποία θα συμβούν και θα αφορούν τα πάντα. Φανταστείτε να γράφει κανείς για μια νέα συγκατοίκηση που έχει αυτά τα δεδομένα και να φιλοδοξεί σε αναγνωστικό εθισμό, έξαψη ενδιαφέροντος κι αγωνία. Δείχνει δυσκολότατο για βιβλίο εκατοντάδων σελίδων μα ο συγγραφέας ξέρει πώς να το επιτύχει αυτό -και το πετυχαίνει-, είναι άριστος γνώστης του θέματος που επέλεξε, γνωρίζει εξαιρετικά καλά τις συνθήκες του, προφανώς έχει μελετήσει τους χαρακτήρες του, οπωσδήποτε δεν έχει αφήσει τίποτα στην τύχη ενώ δομεί τα πάντα με λεπτότητα, και παράλληλα με ακρίβεια χειρουργού.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι έκανα μια βδομάδα να διαβάσω τις πρώτες εκατό σελίδες, όμως από το τέταρτο κεφάλαιο και μετά διάβασα όλο το υπόλοιπο απνευστί. Επειδή ήταν αδύνατο να το αφήσω από τα μάτια μου, γιατί έπρεπε να δω τί θα γίνει παρακάτω, διότι έχει μια φοβερή αλληγορική ιστορία -που μοιάζει με παραβολή- και θέλεις διακαώς να δεις που θα οδηγήσει τον ήρωα... γιατί χωρίς να έχει περιπέτεια, έχει τη μεγαλύτερη περιπέτεια κι αντί για δράση έχει αντί-δραση, επί-δραση κι από-δραση... διότι χωρίς να είναι θρίλερ αγωνίας, έχει και θρίλερ και αγωνία -ακόμα και τρόμο!- και γιατί χωρίς να είναι δράμα, είναι δράμα και μάλιστα ψυχόδραμα. Κι επειδή, είθισται, σε κάθε βιβλιοαναφορά να υπογραμμίζουμε κι ένα είδος, σε αυτό το μυθιστόρημα ταιριάζει κάτι ανάμεσα σε ψυχολογικό θρίλερ και μεταφορικό πεζογράφημα. Το πολυτιμότερο όμως στοιχείο-κέρδος που λαμβάνεις από τον «μεγάλο υπηρέτη» είναι ότι σε βάζει να δεις μέσα από το μυαλό ενός εγκλωβισμένου σε ψευδαισθήσεις ανθρώπου.
Ο ήρωας, αυτός που συντάσσει τα πρωτοπρόσωπα εδάφια δια χειρός Σωτάκη, θα γράψει κάπου πως η δράση είναι πιο εύγλωττη απ' τη διάνοια όμως οι μετεξελίξεις της ζωής του προδίδουν λάθος δράση ενώ δεν είχε προβλέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Θα πει ότι τον πλακώνει το βάρος μιας ζωής που δεν βιώνεται όπως πρέπει ενώ τα έχει κάνει όλα σωστά -κατά το μέσο όρο των πολιτών μιας σύγχρονης κοινωνικής δομής- και κάπου αλλού θα αναφερθεί στο άναρχο ψηφιδωτό του ψυχισμού του αποκαλύπτοντας -πρώτα στον ίδιο- ότι η ψυχολογία του χρίζει φροντίδας. Τελικά φροντίζει να φτιάξει την ψυχολογία του με τίμημα να χαλάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του. Είναι ένας χαρακτήρας που έχει ελλείψεις, τις αναγνωρίζει και είναι έτοιμος να διεκδικήσει ό,τι του λείπει (Ήθελα κάποιον να φροντίζει το σπίτι μου, τον βρήκα, ήθελα έναν νέο έρωτα, τον βρήκα...) με τον εντελώς λάθος τρόπο.
Προκαλεί την οργή, την αγανάκτηση και το θυμό σου. Ανοίγει θέματα συζήτησης και προσωπικής εσωτερικής ανίχνευσης. Συγκινεί ανθρώπινα στο τέλος -το βλέπω χολιγουντιανή ταινία- και σου (υπεν-)θυμίζει ότι ο κόσμος σε αφήνει μόνο όταν δεν έχεις κάτι να του προσφέρεις. Σου διδάσκει να προσέχεις πάντα γιατί από ένα σημείο και μετά δεν υπάρχει γυρισμός.
Υ.Γ.:
Άραγε ο τρόπος συγγραφής, η ημερολογιακή δομή, δείχνει ότι ο ήρωας τα κατάφερε; Ότι βρήκε την έξοδο; Φαντάζομαι ότι αν είχε εγκλωβιστεί για πάντα δε θα ήταν σε θέση να ολοκληρώσει την αφήγησή του. Τι; Όχι;
Το μυθιστόρημα του Δημήτρη Σωτάκη, Ο μεγάλος υπηρέτης, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
Ευχαριστώ τον Δημήτρη Σωτάκη και τις εκδόσεις Κέδρος για τη διάθεση του βιβλίου.
Το παραπάνω περιέχει αποσπάσματα.
Περισσότερα από/για τον Δημήτρη Σωτάκη:
Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο
Ο Δημήτρης Σωτάκης και Ο κανίβαλος που έφαγε έναν Ρουμάνο