Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Κυριακή

Λένας Μαυρουδή-Μούλιου
Ένας ανεπαίσθητος ρυθμικός χτύπος, ένα αχνό τικ τακ τικ τακ, από την βεράντα του σπιτιού μου ορμώμενο, ακουγόταν αυτές τις τελευταίες μέρες του Μάρτη. Μόλις είχαμε τολμήσει να ανοίξουμε λίγο τα παράθυρα με αυτό το διαβολόκρυο που μας πούντιασε όλο το Χειμώνα, έτσι οι εξωτερικοί ήχοι γίνονταν αισθητοί πια, αφού τα μονωμένα παραθύρια και οι μπαλκονόπορτες άνοιγαν έστω για λίγο με την ψευδαίσθηση μιας Άνοιξης που εισχωρούσε εντός, να αναπνεύσει ο χώρος.

Τικ Τακ λοιπόν, μα εγώ όσο και αν έψαξα δεν ανακάλυψα την πηγή του. Κάλεσα ένα δυο μέλη της οικογένειάς μου για βοήθεια στην έρευνα, μα εκείνοι όταν διαπίστωναν ότι ΔΕΝ ΕΤΡΕΧΕ ΤΙΠΟΤΑ, με έβλεπαν κάπως, ενθυμούμενοι τις παραισθήσεις που μου συνέβησαν λίαν προσφάτως όταν άκουγα ΜΟΥΣΙΚΕΣ μόνον εγώ και άλλος κανείς, που κατά τον γιατρό οφείλονταν στην πτώση του ασβεστίου από την οποία και έπασχα, συν μια συναισθηματική μεγάλη στενοχώρια που περνούσα εδώ και κάτι μήνες.
Να μην το πω; ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΘΗΚΑ, για τα καλά.


Ρε λες να ‘χουμε ξανά μανά τα ίδια; Μα ρε φίλε, ο ήχος ήταν τόσο πραγματικός, (γιατί; Οι μουσικές δεν ήταν, κατακαημένε Καραμήτρο;)[1], έμοιαζε να τον κόψεις με το μαχαίρι, αν στέκει αυτή η παρομοίωση. Και είναι ένας χτύπος επιλεκτικός βρε Αλισάχνη, γεννημένος να ακουστεί ΜΟΝΟ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΑΥΤΙΑ;

«Αχ αχ Αλισάνθη με το περίεργο όνομα, που απαίτησε να σου δώσει ο νονός σου γνωστός αρχαιολάτρης και Αρχαιολόγος, καθηγητής του Καποδιστριακού της Αθήνας» μονολόγησα σχεδόν δακρυσμένη… Τι "σχεδόν", που είχαν γίνει τα ματάκια μου λιμνούλες με καταρράχτες (και δεν ομιλούμε για την γνωστή πάθηση των οφθαλμών, να εξηγούμαστε παιδιά ε;). Τιμή μου μεγάλη βέβαια η αποκλειστικότητα του ήχου, μα όσο να ’ναι…
(Σημείωση: Όπως έμαθα χρόοοονια μετά τα βαφτίσια μου, ο νονός δεν λογάριασε έξοδα για ένα υπερπολυτελές εκκλησιαστικό Μυστήριο με Δεσποτάδες, Χορωδίες, ασημένιες μπομπονιέρες για το πλήθος, που το δεξιώθηκε όλο στο HILTON, για να μην πω τα ρούχα του μωρού αγορασμένα από το πιο ΙΝ μαγαζί της Αθήνας και τα χρυσαφικά, τα ακριβότερα και τα ωραιότερα που απέκτησα στην ζωή μου ever! Το μόνο που απαίτησε ο νονός μου ήταν το όνομα, που σημαίνει κάτι σαν θαλασσοπιτσίλισμα, μια άχνη θαλασσόνερου δηλαδή έτσι όπως κτυπάει πάνω στα βράχια, ή ακόμη η άκρη από το σιντριβάνι που βγάζει μια φάλαινα καθώς ξεφυσάει, θα συμπλήρωνα εγώ στο λεξικό τής Βικιπαίδειας.)
Επανέρχομαι στη διήγηση.

Ακουγόταν λοιπόν περίεργη η επιλογή της ακρόασης…
Γιατί κροτάλιζε σε μένα ΜΟΝΟ;
Περίεργο…
Τόσο περίεργο που όταν κάλεσα, τι κάλεσα δηλαδή, παρακάλεσα γονυπετής, την κολλητή μου να έρθει προς βοήθεια με κοίταξε έντρομη μα προς τιμήν της δεν είπε λέξη. Και πολύ καλά έκανε, γιατί αν είχε ενδοιασμούς και η κολλητή μου, θα την… «ξεκόλλαγα» από φίλη μου! Αν οι φίλοι δεν είναι για τα δύσκολα, ας υποβιβαστούν σε followers στο facebook να ανταλλάσσουν likes! Άλλο ΦΙΛΗ και άλλο διαδικτυακή φίλη. Σαν την Ανατολή με τη Δύση ένα πράγμα. Γνωστά αυτά, και δεν κομίζω γλαύκα εις Αθήνας. Άσε που εγώ αν ήμουνα στη θέση της θα έκανα τούμπες να φιλοξενηθώ σε ένα κουκλόσπιτο σαν το δικό μου, που μόλις μέχρι πριν λίγες ημέρες θα το θεωρούσαν, φίλοι και οχτροί μου, μεγάλη εύνοια της τύχης να φιλοξενηθούν σ’ αυτό.
Όλα αυτά καλά, αλλά…
Και αυτό το "αλλά" ήταν που χάλαγε το παντεσπάνι στην τούρτα και το μετέτρεπε σε κατοχική μπομπότα. Που όλοι οι συνομήλικοί μου, θα την θυμούνται για την ανοστιά της, που παρά την πείνα μας δεν κατέβαινε κάτω με τίποτα.

Η fίλη μου λοιπόν η Πολύμνια με τους άψογους τρόπους, ναι μεν τίποτα δεν είπε όταν ήρθε, εγώ όμως διέκρινα σημάδια φόβου μέσα στα πανέμορφα ματάκια της. Φόβο όμως για τι πράγμα; Για το μεταφυσικό τικ τακ, ή για την πιθανότατη παραίσθησή μου που αν ήταν τέτοια, Κύριος oίδε πώς θα εξελίσσονταν;
Η γλώσσα τού σώματός της επίσης έδειχνε ταραχή, που αν είχε μιλιά όπως η γλώσσα του στόματος, πιθανόν θα την άκουγα να μου λέει: «Αλισάχνη μου σ’ αγαπάω πολύ, αλλά όλο αυτό είναι πάνω από τις όποιες αντοχές μου, άντε γεια».
Δεν σχολίασα φωνακτά τα οπτικά μου ευρήματα πάνω στη φίλη μου, για να μην της δώσω την ευκαιρία επιβεβαίωσής τους και μου φύγει, τώρα που επιτέλους μου έκατσε ένας άνθρωπος, που θα ήταν ο πολύτιμος αυτήκοος και αυτόπτης, πιθανότατα, μάρτυρας του φαινομένου, που θα απάλλασσε
και εμένα από υποψίες παραισθησιακές.

Είπαμε αυτά που συνήθως λένε οι φίλες και αφού μετά εν τάχει, της είπα το πώς και το γιατί του μυστηριώδους χτύπου, βγήκαμε στη βεράντα που έκανε ένα ψοφόκρυο Αγγλικανικού τύπου, στήσαμε που λένε αυτί, μπας και ακούσουμε κάτι...
Τίποτα απολύτως.
Ε, είναι να τρελαίνεται κανείς ή όχι;
Επειδή εντωμεταξύ είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, Μάρτης μήνας, οκτώ το βράδυ είναι νύχτα, η Πολύμνια είχε προνοήσει και είχε φέρει μαζί της έναν πολύ δυνατό φακό. Πήρα και εγώ μια μπαλαντέζα με μια 100άρα λάμπα και βγήκαμε για «ψάρεμα», μη και πιάσουμε κανένα λαβράκι πριν ξημερώσει ο Θεός τη μέρα Του και φωτίσει με τις δικές Του βιονικές λυχνίες.

Τίποτα.
Ναι μεν ΦΩΣ, αλλά ΗΧΟΣ ούτε καθ’ υποψία. Είχαμε ελπίσει ότι θα ανακαλύπταμε καμιά κουκουβάγια, κανένα τριζόνι, γκιώνη κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Και η αντοχή της Πολύμνιας μέχρι εδώ ήταν, γιατί την ακούω ευκρινέστατα να με ρωτά:
«Ρε συ φιλενάδα τα αυτάκια σου είναι 100% άψογα; Ρωτάω, γιατί εγώ, από το ένα μου τ’ αυτί, πινακωτή πινακωτή, δεν ακούω Χριστό, με αποτέλεσμα να ακούγονται από το άλλο, διάφοροι απίστευτοι ήχοι. Η σοφία του Ύψιστου δεν παίζεται. Χαλάει το ένα εργαλείο, υπάρχει ανταλλακτικό!»
«Πολύμνια τα παίρνω στο κρανίο και οδηγούμαι ολοταχώς σε διαρραγή της φιλίας μας. Είναι ξέρεις είναι πολύ must τώρα τελευταία δεσμοί που τους νόμιζες αγνούς και στέρεους να γίνονται σκόνη για πολύ πιο ασήμαντον αφορμή. Πολύ θα μου στοιχίσει να το ξέρεις, μπορεί και να διαλυθώ, αλλά με απογοητεύεις, πράγμα που δεν περίμενα από σένα. Νόμιζα θα με πίστευες ακόμη και χωρίς να θέτεις τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων».
«Ωραία, αυτά περίμενα να ακούσω. Τώρα λοιπόν βγάλε τον σκασμό και άκου τι σκέφτηκα. Θα κάνω ένα καυτό μπάνιο και αφού σκουπιστώ μέχρι να μην υπάρχει ίχνος από την μυρωδιά του σώματός μου θα πασαλειφτώ με όσα αιθέρια έλαια έχεις, για να εξαλείψουν τυχόν ίχνος εναπομείναντος προσωπικού μου αρώματος. Στη συνέχεια θα φορέσω εκείνη την παμβρώμικη φόρμα που στυβόταν στον ιδρώτα σου καθώς έβαφες την κάμαρά σου προχθές, και ελπίζω έτσι, να μυρίζω σαν εσένα. Ελπίζω να μην σε πιάσανε οι νοικοκυροβιασύνες και να μην την έπλυνες.
»Θα βγω στη βεράντα και αν είμαι τυχερή μπορεί και να αποφύγω αφ’ ενός την ούτως ή άλλως επιδημική ιωσούλα και αφ’ ετέρου να ξεγελάσω τον τύπο. Αν πιάσει έπιασε. Αν δεν πιάσει μη σκας, κάτι άλλο θα βρούμε. Και λέω "τύπος" γιατί, στοίχημα βάζω, κανένα έντομο είναι, ή κανένα σκαντζοχοιράκι...»

Και έγιναν όλα έτσι ακριβώς.
Όταν το κορίτσι βγήκε από το μπάνιο ήταν πιο κόκκινη από αστακός, από το τρίψε τρίψε. Αν το bathroom βρισκόταν σε μια κάποια επικοινωνία με συναδέλφους του άλλων διαμερισμάτων, θα τους έλεγε ότι πρώτη φορά στην υγρή ζωή του έβλεπε τόση καθαριότητα να πηγαίνει στράφι από μια τόσο
παμβρώμικη φορεσιά… Άνθρωποι παράξενοι, απρόβλεπτοι και πώς να τους εμπιστευτείς!

Και βγήκε στη βεράντα, περιμένοντας με την ψυχή στο στόμα. Δευτερόλεπτα πριν εγκαταλείψει την αναμονή, ακούει αχνά στην αρχή, δυνατότερα εν συνεχεία το περιβόητο τικ τακ, απαλλάσσοντάς με από υπόνοιες παραισθήσεων.
Τα πράγματα γίνονταν πολύ πιο απλά τώρα.
Οι δυο φίλες ξέφρενες από χαρά, χοροπηδούσαμε σαν παιδάκια, ενώ φώτα άναψαν στα γύρω μπαλκόνια να δουν τι συμβαίνει αλλά και για να απολαύσουν το ασυνήθιστο θέαμα, γελώντας και αυτοί, αφού το γέλιο είναι μεταδοτικό, ας μην γνώριζαν το γιατί.
Και για εκείνο το βράδυ αρκεστήκαμε σε ό,τι ακούσαμε. Όταν ξημέρωνε ο Θεός τη Μέρα Του, θα βλέπαμε τι θα κάναμε.

Η Πολύμνια ξύπνησε πριν χαράξει η αυγή. Η αύρα έφερνε από την Καστέλα την μεθυστική της αλμύρα από μια θάλασσα που στραφτάλιζε καθώς ο ήλιος εκπληκτικά γρήγορα αναδυόταν στην επιφάνειά της. Η κοπέλα έμεινε άφωνη από την απίστευτη ομορφιά της φύσης και στη συνέχεια τραγουδώντας χαμηλόφωνα εξύμνησε την ανατολή της μέρας και της ζωής. Ετοίμασε καφέ και για τις δυο μας και πήγε να με ξυπνήσει.

Αφήνοντας έναν άγριο Χειμώνα πίσω μας νιώθαμε ήδη την Άνοιξη, με τον Απρίλη να κάνει θριαμβευτική είσοδο σε λίγες ημέρες στις καρδιές πανίδας και χλωρίδας. Είχαμε πια βγάλει το συμπέρασμα, ότι αφού με το τρικ της Πολύμνιας ξεγελάσαμε αυτό το ΚΑΤΙ, θα ήταν όπως προείπαμε μια ζώσα ύπαρξη με κάποιο βαθμό νοημοσύνης, μα υψηλής, μα χαμηλής, σαν μια παρτίδα τάβλι για να μην πούμε σκάκι και φανούμε κάπως υπερβολικοί.

Θα ήταν το 4ο πρωινό, αλλά ακόμη δεν είχαμε δει ή ακούσει κάτι άλλο από εκείνο το υπέροχο βράδυ. Δεν είχαμε επινοήσει ακόμη άλλο τρικ και είχαμε ψιλοαγχωθεί, όταν ακούω την Πολύμνια να ξεφωνίζει:
«Αλισάνθη τρέξε! Το είδα το είδα!»
Από τη χαρά της τα λόγια της έβγαιναν ακατάληπτα και δεν την πολυκαταλάβαινα.
«Κοίτα εκεί στην γωνία που σχηματίζουν οι δύο ακριανές τετράγωνες πήλινες γλάστρες σου. Τι οράς; Δεν βλέπεις κάτι που έρπει χωρίς όμως και να προχωρά;»
«Ναι. Για δες. Η Κυριακή, η χελωνίτσα μας. Ποιος ξέρει πού ήταν κρυμμένη για την χειμέρια νάρκη της και κάνοντας να βγει από την κρύπτη της μπλέχτηκε το πόδι της και ακινητοποιήθηκε. Να γιατί βρήκε τρόπο να με φωνάξει, κτυπώντας κάτι, και μου "μιλούσε" με τους χτύπους της, όπως γίνεται με τα σήματα μορς. Με ξεχωρίζει βλέπεις από την οικογένεια, γιατί εγώ είμαι που την φροντίζω και είναι επόμενο να μου έχει αδυναμία, με εμπιστεύεται! Αυτός και ο λόγος που ήθελε μα επικοινωνήσει μόνο με μένα. Τα είχε παίξει το καημένο το ερπετό, θα έχει πεθάνει της πείνας και της
δίψας».

Έτρεξα του σκοτωμού να φέρω τα ελέη του Θεού από αυτά που της αρέσουν και υποσχέθηκα, νομίζω δε ότι με κατάλαβε, ότι μόλις λίγο καρδαμώσει θα την πάω στον φυσικό της χώρο, στο δάσος της γειτονιάς μας να την αφήσω ελεύθερη να ζήσει, κυρίως να γνωρίσει τον έρωτα και την αγάπη των ομοίων της. Και εμείς αν θέλουμε να την αγαπάμε το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να την προστατεύουμε όπως και όλα τα μελλοντικά συντρόφια της.
Έτσι πια Κυριακή μου, εύχομαι όλες οι μέρες της εβδομάδας να είναι για σένα Κυριακές!

🐢🐢🐢🐢

Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του Brian Gordy με τίτλο Basking. Ο καλλιτέχνης πέρασε πολύ καιρό παρατηρώντας χελώνες ενώ συγκεκριμένα λέει ότι τις περισσότερες φορές τις άκουγε προτού τις συναντήσει γιατί τον εντόπιζαν εκείνες πρώτες και τρύπωναν στο καβούκι τους. Αναγκάστηκε να γίνει πολύ πιο αθόρυβος, να είναι σε συναγερμό και να αναπτύξει στρατηγικές. Το Basking είναι το πρώτο έργο της σειράς. Στη σελίδα του θα δείτε πολλά άλλα έργα του με θέμα τις χελώνες.

Της ίδιας:
Πρώτη αγάπη
Η μοδίστρα

[1] Αναφέρεται στον ήρωα δημοφιλούς ανέκδοτου

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα