Τα χρόνια που ακολουθούν διαβάζει ακατάπαυστα. Τα διαβάσματά του εκτείνονται από τον Τόμας Μπράουνινγκ, τον ντε Κουίνσι και τον Μπλέικ, στον Μάρλου, τους Εικονιστές, τη Βίβλο, τον Πόε, σκωτσέζικες μπαλάντες και λαϊκούς θρύλους και αργότερα τον Σαίξπηρ. Παράλληλα γράφει τα πρώτα του ποιήματα κάνοντας πειράματα με τις λέξεις.
«Αργότερα συνειδητοποίησα ότι ήμουν καταδικασμένος να ζω με τις λέξεις και μέσα στις λέξεις. Πρώτη μου δουλειά, λοιπόν, ήταν να γνωρίσω και να κατανοήσω τους ήχους και το υλικό τους. Πώς και πού θα τις χρησιμοποιούσα, τι θα έλεγα με αυτές, ήταν κάτι που θα με απασχολούσε αργότερα. Τώρα έπρεπε να μάθω τα πάντα για το χαρακτήρα, τις διαθέσεις, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες, τις συναισθηματικές μεταπτώσεις, τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους».
Κοινή η μοίρα των ποιητών, των καλλιτεχνών, των ευαίσθητων ανθρώπων γενικότερα. Η ζωή τους σημαδεύεται από γεγονότα παρόμοια με αυτά που χαρακτηρίζουν τόσους και τόσους άλλους: ατίθασα εφηβικά χρόνια, φτώχεια και αγώνας για την επιβίωση, απόρριψη τους ποιητικού τους έργου -έως την τελική αναγνώριση-, απογοητεύσεις, παραίτηση και αυτοκαταστροφή, αλκοολισμός και θάνατος εξαιτίας των καταχρήσεων.
Κανείς δεν ξέρει αν είναι πολύ αθώοι να πιστεύουν στη ζωή και τους ανθρώπους περισσότερο από όσο τους αξίζει ή να γεννιούνται με πρόωρη ωριμότητα να βλέπουν πράγματα που οι πολλοί αργούν να καταλάβουν, που τα κερδίζουν σταδιακά, μέσα από εμπειρίες και βιώματα σε μια ζωή με τις συνήθεις εξάρσεις της. Όλα αυτά τα οποία σε βαθιά γεράματα, στην ασφάλεια του σπιτιού τους, διηγούνται σαν παραμύθια για να μαθαίνουν και να διδάσκονται παιδιά κι εγγόνια.
Αν αποφασίσει κανείς να φυλλομετρήσει τη ζωή των «καταραμένων» ποιητών, χωρίς τη διάθεση της επίκρισης για το επικίνδυνο του βίου τους αλλά ψύχραιμα και χωρίς υπέρμετρο θαυμασμό για ό,τι τους οδήγησε στην καταστροφή, θα διαπιστώσει ότι τίποτα δεν έγινε ματαίως, κανένα κύτταρό τους δε θυσιάστηκε χωρίς σκοπό: έγινε καύσιμο υψηλής απόδοσης, πρώτη ύλη για μικρά ή μεγαλύτερα αριστουργήματα, αυτά για τα οποία τους θυμόμαστε όλοι εμείς μετά. Είναι τα έργα που μας προκαλούν να σκεφτούμε λίγο παραπέρα, να αναγνωρίσουμε κάτι δικό μας που βρισκόταν κάπου βαθιά κρυμμένο. Κάποια άλλα, μέσα από το απόλυτο σφρίγος, τη σκληρότητα και συνάμα την τρυφερότητα της ομορφιάς τους, γεννούν συναισθήματα που δεν μπορείς να τα καταχωρήσεις σε κατηγορίες. Δεν ξέρεις ακριβώς αν είναι απόλαυση ή αμφισβήτηση, χαρά ή θλίψη, ακόμη και πόνος.
Ο Ντύλαν Τόμας έζησε μόλις 39 χρόνια. Ασθματικός από τα παιδικά του χρόνια, χωρίς ποτέ να είναι ιδιαίτερα καλός μαθητής, γίνεται δημοσιογράφος σε ηλικία 16 ετών. Το 1934 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή «18 ποιήματα», επενδύοντας σχεδόν τα πάντα στην αποδοχή του έργου του. Όταν οι κριτικοί το απέρριψαν, οδηγείται στην αυτοκαταστροφή, σε μια γενικευμένη παραίτηση από τα πάντα. Το αλκοόλ γίνεται αδιαπραγμάτευτο πάθος, συνήθεια που του «εξασφάλισε» τη φήμη του πότη, περιπλανώμενου και καταραμένου ποιητή. Εμπειρία καταστροφική για την υγεία, καθοριστική
ωστόσο για το έργο του.
Το 1936 εκδίδει τα «25 ποιήματα», κερδίζοντας τους κριτικούς, αλλά κυρίως υιοθετώντας με σιγουριά το δικό του προσωπικό ύφος. Ένα χρόνο αργότερα παντρεύεται τη νεαρή χορεύτρια Κέιτλιν Μακναμάρα, με την οποία αποκτά στη συνέχεια τρία παιδιά. Η σχέση τους θα θεωρηθεί από τις άγριες και οξυδερκείς.
Κυκλοφορεί την αριστουργηματική του συλλογή «Ο χάρτης της αγάπης», ενώ παράλληλα κάνει δουλειές του ποδαριού και κάποιες διαφημίσεις για το ραδιόφωνο. Όμως, η μόνιμη φτώχεια γίνεται ακόμη πιο πιεστική, αφού η οικογένεια μεγαλώνει και τα παιδιά επιβαρύνουν σημαντικά τα έξοδά του. Ώσπου, ξαφνικά το 1940, του αναθέτουν μια ραδιοφωνική εκπομπή που θα τον κάνει διάσημο. Έτσι, η τέταρτη συλλογή του «Θάνατοι και Είσοδοι», που δημοσιεύεται το 1946, κερδίζει το αναγνωστικό κοινό κάνοντας τεράστιες πωλήσεις. Η επιτυχία και η απήχηση του έργου του έχουν πάρει πλέον την ανιούσα, σε αντιδιαστολή με την κλονισμένη από το αλκοόλ υγεία του, που παρουσιάζει προβλήματα. Ταξιδεύει στην Ιταλία, στην Πράγα, το 1950 πραγματοποιεί την πρώτη περιοδεία του στις ΗΠΑ μαγεύοντας τους εκεί λογοτεχνικούς κύκλους, ενώ εκδίδει έναν ακόμη τόμο επιλογών, το «26 ποιήματα». Το 1951 ταξιδεύει στην Περσία, με σκοπό να γράψει διαφημιστικό σενάριο και πραγματοποιεί εκ νέου το 1952 περιοδεία στις ΗΠΑ ηχογραφώντας ποιήματά του, δίνοντας διαλέξεις, απαγγέλοντας ποιήματα και εκδίδοντας νεώτερες ποιητικές συλλογές. Γίνεται μύθος.
Ωστόσο, η υγεία του έχει καταστραφεί αναπόδραστα, πέφτει σε κώμα και πεθαίνει ξαφνικά στις 9 Νοεμβρίου 1953 στη Νέα Υόρκη από αλκοολική τοξίνωση. Προφητικά, θα έλεγε κανείς, στο «Ποίημα του Οκτώβρη» έγραφε: «Τα γενέθλιά μου ξεκίνησαν με του νερού πετούμενα / κι όλα τα πετούμενα των φτερωτών δέντρων / ταξίδευαν το όνομά μου / Πάνω από τις φάρμες και τα λευκά άλογα / Κι εγώ ξύπνησα / Ένα βροχερό φθινόπωρο / Και περπάτησα έξω στη μπόρα των ημερών μου».
Το συγγραφικό έργο του Ντύλαν Τόμας χαρακτηρίζεται από μια ιδιομορφία που διαφοροποιεί το γράψιμό του σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αχρηστεύει a priori κάθε απόπειρα σύγκρισής του με το έργο άλλων συγχρόνων του. Όταν στη δεκαετία του 1930 ο σουρεαλισμός ήταν ακόμα η πρωτοπορία στην παγκόσμια λογοτεχνία, ο Τόμας επινόησε νέες λειτουργικές σχέσεις στη λογοτεχνική γλώσσα. Από τα πρώτα αυτοβιογραφικά του διηγήματα έφτασε σταδιακά στη δραματική αντικειμενικότητα της μεταγενέστερης πρόζας και ποίησής του, όπως αναφέρει εύστοχα ο Κ. Φράιερ. Δαιμονικά ποιητική φύση, ο Τόμας ανέσυρε τη λέξη από την φθορά της καθημερινής τριβής και την τοποθέτησε σε ένα συμβολικό εννοιολογικό επίπεδο που επεκτείνεται στο μεταφυσικό όραμα. Ο Ντύλαν Τόμας παίζει με τις λέξεις, συνδυάζει απαράμιλλα την καθομιλουμένη με την αρχαΐζουσα, εμφυτεύοντας ανάμεσά τους λέξεις ιδιωματικές, αργκό. Οι πυκνά εναλλασσόμενες εικόνες, οι μεγάλες παράγραφοι που τις διατρέχει μια ανάσα, η ιδιόρρυθμη χρήση του συντακτικού, ο πλούτος των λέξεων, η μουσική ροή της έκφρασής του, μαρτυρούν έναν εξουθενωτικό λογοπλάστη που αναζητά, "πιέζει και πλάθει" τη λέξη, για να της προσδώσει τελικά μία επιλογή νοηματική, ένα φάσμα συγκινησιακών και μεταφυσικών σημασιοδοτήσεων.
Ο Ντύλαν Τόμας θεωρείται σήμερα μια από τις πιο εξέχουσες μορφές της σύγχρονης πεζογραφίας και ποίησης. Ο κριτικός J.W. Lambert έγραψε στους Sunday Times ότι «… ο Ντίλαν Τόμας καθιερώθηκε ως καλλιτέχνης που κατόρθωσε να δημιουργήσεις ποίηση σε μορφή πρόζας».