Μπορεί ένα οίκημα να έχει συναισθήματα ή να αρρωσταίνει; Έχετε σκεφθεί ποτέ ότι το σπίτι σας λειτουργεί (και) ως έμψυχο; Έχετε νιώσει ποτέ τον προσωπικό σας χώρο ως κομμάτι του εαυτού σας; Έχετε «συνομιλήσει» μαζί του;
Στο δελτίο τύπου θα διαβάσετε εύστοχα ότι σε αυτό το έργο «ο Ιάκωβος Καμπανέλλης κλείνει το μάτι στον Μπέκετ, τον Ίψεν και τον Τσέχωφ, και αφηγείται με τρόπο αλληγορικό την ιστορία μιας οικογένειας, που χρόνια τρώει η ίδια τα σωθικά της.» Ο έξοχος αυτός Νεοέλληνας θεατρικός συγγραφέας οικοδομεί έναν δικό του «Βυσσινόκηπο» με στοιχεία λυρισμού και ψυχογραφήματα προσώπων, έχοντας ως πρωταγωνιστή του δράματος και το σπίτι, ενώ «σχεδιάζει» αριστοτεχνικά τις ατομικές περιπτώσεις των χαρακτήρων. Χρησιμοποιεί πλήθος εκφραστικών τύπων, στοιχείων και συμβολισμών όπως αρκετές μεταφορές ή τη διασταύρωση του καινούργιου με το παλιό όπου η ανάμνηση συγκρούεται με το σήμερα και τις ανάγκες του, και όπου γίνεται μια υποδόρια -μα γενναία- σύγκριση μεταξύ του μοναδικού, ακριβού, σπάνιου (καλλιτεχνήματος) με το ακαλλιέργητο, φθηνό και μοντέρνο.
Ένα κείμενο που βρίθει πλούτου από κάθε άποψη και τεράστιων συμβολισμών. Ένα νεοκλασικό που το κατοικούν άνθρωποι αλλά και βιβλιόφιλες γλωσσομαθείς κατσαρίδες, σκουλήκια που τρώνε έπιπλα και δίνουν «κονσέρτα», ακόμα και νεκροί-στοιχειά που ορίζουν εν τη απουσία τους δικαιώματα... ακόμα και αναμνήσεις! Ένα κείμενο που τα άψυχα έχουν λόγο, αισθήματα, δικαιώματα, ζωή και τα έμψυχα όντα αντιπροσωπεύουν αξίες, ιδέες, θέσεις, κ.ο.κ. Ένα κείμενο που ισορροπεί ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, παραπαίοντας πότε από τη μια μεριά και πότε στην άλλη, ως να αγγίξει την απόλυτη τραγωδία. Ένα κείμενο-διαδρομή ξεπουλήματος, περιουσιακών στοιχείων και αξιών, που μοιραία οδηγεί σε συγκρούσεις και μάχες από τις οποίες όμως δεν θα χαρεί κανένας νικητής... «και η σιωπή θα επιστρέψει ικανοποιημένη στη θέση της.»
Στο δελτίο τύπου θα διαβάσετε εύστοχα ότι σε αυτό το έργο «ο Ιάκωβος Καμπανέλλης κλείνει το μάτι στον Μπέκετ, τον Ίψεν και τον Τσέχωφ, και αφηγείται με τρόπο αλληγορικό την ιστορία μιας οικογένειας, που χρόνια τρώει η ίδια τα σωθικά της.» Ο έξοχος αυτός Νεοέλληνας θεατρικός συγγραφέας οικοδομεί έναν δικό του «Βυσσινόκηπο» με στοιχεία λυρισμού και ψυχογραφήματα προσώπων, έχοντας ως πρωταγωνιστή του δράματος και το σπίτι, ενώ «σχεδιάζει» αριστοτεχνικά τις ατομικές περιπτώσεις των χαρακτήρων. Χρησιμοποιεί πλήθος εκφραστικών τύπων, στοιχείων και συμβολισμών όπως αρκετές μεταφορές ή τη διασταύρωση του καινούργιου με το παλιό όπου η ανάμνηση συγκρούεται με το σήμερα και τις ανάγκες του, και όπου γίνεται μια υποδόρια -μα γενναία- σύγκριση μεταξύ του μοναδικού, ακριβού, σπάνιου (καλλιτεχνήματος) με το ακαλλιέργητο, φθηνό και μοντέρνο.
Ένα κείμενο που βρίθει πλούτου από κάθε άποψη και τεράστιων συμβολισμών. Ένα νεοκλασικό που το κατοικούν άνθρωποι αλλά και βιβλιόφιλες γλωσσομαθείς κατσαρίδες, σκουλήκια που τρώνε έπιπλα και δίνουν «κονσέρτα», ακόμα και νεκροί-στοιχειά που ορίζουν εν τη απουσία τους δικαιώματα... ακόμα και αναμνήσεις! Ένα κείμενο που τα άψυχα έχουν λόγο, αισθήματα, δικαιώματα, ζωή και τα έμψυχα όντα αντιπροσωπεύουν αξίες, ιδέες, θέσεις, κ.ο.κ. Ένα κείμενο που ισορροπεί ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, παραπαίοντας πότε από τη μια μεριά και πότε στην άλλη, ως να αγγίξει την απόλυτη τραγωδία. Ένα κείμενο-διαδρομή ξεπουλήματος, περιουσιακών στοιχείων και αξιών, που μοιραία οδηγεί σε συγκρούσεις και μάχες από τις οποίες όμως δεν θα χαρεί κανένας νικητής... «και η σιωπή θα επιστρέψει ικανοποιημένη στη θέση της.»
Παρακολούθησα την επίσημη πρεμιέρα τους στο Μικρό Χορν. Αξιοπρόσεκτο ήταν το γεγονός της ησυχίας που επικράτησε καθ' όλη τη διάρκεια. Ξέρετε, αυτές οι επίσημες με καλεσμένους δημοφιλείς ανθρώπους -πολλοί ομότεχνοι και θεατράνθρωποι- που συναντιούνται πρόσχαρα και καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της πλατείας ελλοχεύουν πάντα τον κίνδυνο της δημιουργίας ψιθύρων και διατάραξης της ηρεμίας που κάποιοι θεατρόφιλοι επιζητούμε θερμά ακόμα και στις επιθεωρήσεις. Υποθέτω ότι αυτό που συνέβαινε στην σκηνή ήταν δυνατότερο από κάθε άλλη κοινωνική συναναστροφή ή ανάγκη, και τούτο είναι μια πρώτη μεγάλη κατάκτηση.
Όλα τα υπόλοιπα, θα προσπαθήσω να σας τα μεταφέρω σε τούτες τις αράδες με τρόπο όσο το δυνατό πιο ακέραιο. Το έργο του Καμπανέλλη ενδέχεται να είναι ήδη οικείο στους θεατές -ειδικά στους λάτρεις της λογοτεχνίας- μιας και έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κέδρος (μπορεί και από άλλες). Αυτό που δε μπορεί να γνωρίζει κανείς πηγαίνοντας σε μια παράσταση είναι ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρεται ένα κείμενο στην σκηνή, κι αυτό είναι και το ενδιαφέρον κομμάτι εξάλλου -που (θα) κάνει και τη διαφορά. Σε αυτήν την περίπτωση, και μόλις τα φώτα ανάψουν, το βλέμμα μας θα πέσει σε ένα ολόκληρο σπίτι, υπό κλίμακα, που καταλαμβάνει την σκηνή. Και πράγματι, πρόκειται για μια κατασκευή που περιέχει όλους τους χώρους μιας μονοκατοικίας και μάλιστα επιπλωμένους, στολισμένους και φωτισμένους· μέσα κι έξω. Ένα ολοκληρωμένο σπίτι που «υποδύεται» το νεοκλασικό της ιστορίας σε μικρότερη κλίμακα, αφενός για να χωρέσει σε μια θεατρική σκηνή μα, το κυριότερο, για να συμβολίσει τη μικρογραφία του οικογενειακού περιβάλλοντος ενώ παράλληλα, καθιστά τον κάθε ηθοποιό έναν γίγαντα της καθημερινότητας και όσων εκείνος πρεσβεύει. Η πολυμορφική του κατασκευή τού επιτρέπει να ανοίγει στη μέση ώστε να βλέπουμε στο εσωτερικό μα και να κλείνει παίρνοντας το γεωμετρικό σχήμα της όψης του.
Βρισκόμαστε στον πρώτο διάλογο λοιπόν και βλέπουμε το σπίτι στο ανάπτυγμά του με όλο τον εσωτερικό του πλούτο, τον έναν ηθοποιό στο δεξιό άκρο να κοιτάζει κατάματα το κοινό και τον άλλο στο αριστερό άκρο με την ίδια σωματική στάση, που παραμένει ίδια ως το τέλος της σκηνής. Προσπαθούσα να κατανοήσω την ανάγκη ή την επιλογή τής θέσης των ηθοποιών, δεδομένου ότι το διαλογικό μέρος δεν δικαιολογούσε ούτε την απόσταση ούτε την αλλόκοτη θέση των σωμάτων δύο ανθρώπων που κάνουν διάλογο μα δεν κοιτάζονται-συνδέονται μεταξύ τους. Τα «μάγια» λύθηκαν όταν αντιλήφθηκα ότι τα πρόσωπα ακολουθούσαν την λογική του αναπτύγματος της οικίας, κι έτσι, αν έκλειναν τα άκρα του σπιτιού ώστε να δημιουργηθεί το σχήμα του με τα πρόσωπα μέσα σε αυτό, εκείνα θα βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο, ο ένας απέναντι από τον άλλο, ο ένας να κοιτάζει τον άλλο σε μια συζήτηση με τον κυριολεκτικό τρόπο. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, η «αποκρυπτογράφηση» της σκηνής με ενθουσίασε, με ξεμπλόκαρε, μου έδωσε με μιας την οπτική της παράστασης και με συνέδεσε με τον τίτλο.
Πρόκειται για υπέροχο έργο. Πρόκειται για παράσταση που αφήνει πράγματα, που προκαλεί εναύσματα για περισυλλογές και συζητήσεις, που έχει τις μοναδικές μελωδίες του Στέφανου Κορκολή να σε παρασέρνουν και να διαγράφουν αισθαντικά τις ατμόσφαιρες, που διαθέτει ύφος και δική της ταυτότητα. Πρόκειται για δράμα με στιγμές καθαρού γέλιου στα σημεία, αντικατοπτρίζοντας έτσι τον κλαυσίγελο της ζωής κι αφήνει μια ολοκλήρωση στο τέλος, όχι λόγω happy end -το αντίθετο, όλοι είναι θύματα- αλλά επειδή κλείνει τον κύκλο που άνοιξε στην πρώτη σκηνή χωρίς να αφήσει «υπόλοιπα», με εκείνον τον τρόπο που συναντά κανείς στα κλασικά αριστουργήματα της τέχνης, σε όποια μορφή της. Αποτελεί πρόταση και «βρίσκει» τον τρόπο να κερδίσει κάθε θεατή.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Χρήστος Σουγάρης
Σκηνικά: Ελένη Μανωλοπούλου
Κοστούμια: Χριστίνα Κωστέα
Μουσική: Στέφανος Κορκολής
Φωτισμοί: Γιάννης Δρακουλαράκος
Επεξεργασία κειμένου: Στέργιος Πάσχος και Χρήστος Σουγάρης
Επιμέλεια κίνησης: Νατάσσα Σαραντοπούλου
Βοηθός σκηνοθέτη: Σίλια Κόη
Β βοηθός σκηνοθέτη: Νικόλας Ιωακειμίδης
Βοηθός Σκηνογράφου: Κατερίνα Κανελλοπούλου
Βοηθός Ενδυματολόγου: Ρενάτα Γκίκα
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Σχεδιασμός Γραφιστικών: Θωμάς Παπάζογλου
Casting: Ready 2 Cast
Υπεύθυνος Επικοινωνίας: Αντώνης Κοκολάκης
Υπεύθυνος Επικοινωνίας: Αντώνης Κοκολάκης
Παίζουν:
Ρούλα Πατεράκη
Πέρης Μιχαηλίδης
Πάρις Θωμόπουλος
Κωνσταντίνα Κλαψινού
Αλέξανδρος Βάρθης