Τα τρία πρώτα βιβλία τούτης της, σπάνιας, σειράς Απάντων για την ελληνική ποίηση αντιπροσωπεύουν την πρώτη φάση της νεοελληνικής ποίησης -την παλαιότερη-, τα τέσσερα άλλα (5 στη δεύτερη έκδοση) τη νεώτερη, φτάνοντας έως σήμερα, ως τους ποιητές που είχαν εμφανιστεί πριν από το 1940 (Βιβλίο πρώτο, σ.5). Συγκεκριμένα, όσον αφορά στο πρώτο μέρος, ο πρώτος τόμος (πρώτη έκδοση Φεβρουάριος 1967, δεύτερη έκδοση Σεπτέμβριος 1975) καλύπτει την περίοδο λίγο πριν από τα μέσα του 11ου αιώνα (Βασίλειος Διγενής Ακρίτης) μέχρι την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο δεύτερος τόμος (πρώτη έκδοση Ιανουάριος 1965, δεύτερη έκδοση Μάιος 1977) την εποχή μετά την Άλωση, συγκεκριμένα την ποιητική παραγωγή του 15ου και του 16ου αιώνα. Ο τρίτος τόμος (πρώτη έκδοση Αύγουστος 1965, δεύτερη έκδοση Δεκέμβριος 1976) περιλαμβάνει τα κείμενα της Κρητικής λογοτεχνίας της ακμής. Από τότε με γοητεύει ο λόγος, το ήθος των Κακριδή, Πολίτη, Δ. Μαρωνίτη και μ' αυτές τις σκέψεις βρέθηκα σήμερα να ξεφυλλίζω ένα αξιόλογο βιβλίο, που παρουσιάστηκε πρόσφατα στην Καβάλα: Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης: Μια ξεχωριστή μορφή, ένας δάσκαλος-ηθοποιός που συμμερίζεται με το κοινό του τη μέθη της αμεσότητας της επαφής μαζί του.
«Εμπαθής», αφού ως δάσκαλος, κατά τη μαρτυρία των μαθητών του ήταν παθιασμένος: αναστάτωνε τις αίθουσες και τα αμφιθέατρα, συνάρπαζε τους φοιτητές, απαιτούσε πολλά και κάποιους δυσαρεστούσε. Όσο για το ομηρικό επίθετο «πολύτροπος», του προσδίδεται «για τη φιλολογική του ευκινησία, και την άνεση με την οποία κινήθηκε τόσο στην κλασική όσο και στη νεοελληνική γραμματεία, διευρύνοντας τη βαθιά φιλολογική του ερμηνεία, ο Δ. Μαρωνίτης μένει ακλόνητα «διά βίου ανένδοτος». Ανυποχώρητα συνεπής στις αρχές και στις πεποιθήσεις του, διακρίθηκε για την αιχμηρή ακρίβεια της γλώσσας του, τις υπολογισμένες αποχρώσεις της και την πειθαρχημένη νεολογιστική της ροπή. Δίκαια ο μαθητής του, κλασικός φιλόλογος, επίκουρος καθηγητής του τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του ΑΠΘ με γνωστικό αντικείμενο τη διδακτική των αρχαίων ελληνικών (1999-2004) Νίκος Βαρμάζης τον χαρακτηρίζει «ισοβίτη της γλώσσας», αρχαίας και νέας. Στο συγκεκριμένο έργο/βιβλίο/προσωπογραφία, αφιερωμένη στους αποφοίτους του Πειραματικού Σχολείου Θεσσαλονίκης, ο Νίκος Βαρμάζης μετά το κατατοπιστικό χρονολόγιο και προκειμένου να διασαφηνίσει τα τέσσερα επίθετα του υπότιτλου, παραθέτει έναν εύστοχο πρόλογο με μαρτυρίες ανθρώπων που με τον τρόπο τους συνεισέφεραν στην ολοκλήρωση του πονήματος: «... λογαριάζω τη συνεισφορά όλων όσων έγραψαν για τη ζωή και το έργο του ως ένα είδος ομηρικού συμποσιακού εράνου, τουτέστιν ως "ρεφενέ" στη μνήμη του Μαρωνίτη». Ο ίδιος, από τους πρεσβύτερους μαθητές του, στηριγμένος στην πολύχρονη προσωπική γνωριμία μαζί του, περιγράφει την πνευματική πορεία του από τον καιρό της γνωριμίας τους (1956-57), όταν ο δευτεροετής Βαρμάζης παρακολουθούσε τις συναρπαστικές και άκρως θεατρικές παραδόσεις του δασκάλου: «Το δασκαλίκι ήταν ό,τι καλύτερο μου έτυχε στη ζωή μου. Από την ιδιότητα του δασκάλου προέκυψε και η δημόσια συμπεριφορά μου. Όποιος ασκεί το δασκαλίκι, ξέρει ότι δεν μπορεί να είναι δάσκαλος δίχως να είναι μαθητής…», λέει ο Μαρωνίτης σε συνέντευξή του. Για τον εαυτό του απέρριπτε τον όρο «καθηγητής»: «Δεν είχα ποτέ ύφος καθηγητή στη ζωή μου», έλεγε, «ούτε δημόσια, ούτε κατ’ ιδίαν». Με δάσκαλο τον προικισμένο αυτόν άνθρωπο αναγκαζόσουν να υπερβείς τον εαυτό σου. Δεν ήταν μόνο οι υψηλές απαιτήσεις του και ο τρόπος που σε κρατούσε πάντα σε ένταση, αλλά και η συνδυαστική του σκέψη που αργότερα άνοιξε νέους δρόμους στο έργο σύγχρονων ποιητών. Ο Μαρωνίτης δεν υπήρξε ο σχολαστικός φιλόλογος. Ήταν εκείνος που «τα γραμματικά και συντακτικά εργαλεία, βεβαρημένα λόγω της σχολικής κατάχρησης, τα μετέτρεπε σε χρήσιμα κλειδιά στην ερμηνεία των κειμένων».
«Εμπαθής», αφού ως δάσκαλος, κατά τη μαρτυρία των μαθητών του ήταν παθιασμένος: αναστάτωνε τις αίθουσες και τα αμφιθέατρα, συνάρπαζε τους φοιτητές, απαιτούσε πολλά και κάποιους δυσαρεστούσε. Όσο για το ομηρικό επίθετο «πολύτροπος», του προσδίδεται «για τη φιλολογική του ευκινησία, και την άνεση με την οποία κινήθηκε τόσο στην κλασική όσο και στη νεοελληνική γραμματεία, διευρύνοντας τη βαθιά φιλολογική του ερμηνεία, ο Δ. Μαρωνίτης μένει ακλόνητα «διά βίου ανένδοτος». Ανυποχώρητα συνεπής στις αρχές και στις πεποιθήσεις του, διακρίθηκε για την αιχμηρή ακρίβεια της γλώσσας του, τις υπολογισμένες αποχρώσεις της και την πειθαρχημένη νεολογιστική της ροπή. Δίκαια ο μαθητής του, κλασικός φιλόλογος, επίκουρος καθηγητής του τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του ΑΠΘ με γνωστικό αντικείμενο τη διδακτική των αρχαίων ελληνικών (1999-2004) Νίκος Βαρμάζης τον χαρακτηρίζει «ισοβίτη της γλώσσας», αρχαίας και νέας. Στο συγκεκριμένο έργο/βιβλίο/προσωπογραφία, αφιερωμένη στους αποφοίτους του Πειραματικού Σχολείου Θεσσαλονίκης, ο Νίκος Βαρμάζης μετά το κατατοπιστικό χρονολόγιο και προκειμένου να διασαφηνίσει τα τέσσερα επίθετα του υπότιτλου, παραθέτει έναν εύστοχο πρόλογο με μαρτυρίες ανθρώπων που με τον τρόπο τους συνεισέφεραν στην ολοκλήρωση του πονήματος: «... λογαριάζω τη συνεισφορά όλων όσων έγραψαν για τη ζωή και το έργο του ως ένα είδος ομηρικού συμποσιακού εράνου, τουτέστιν ως "ρεφενέ" στη μνήμη του Μαρωνίτη». Ο ίδιος, από τους πρεσβύτερους μαθητές του, στηριγμένος στην πολύχρονη προσωπική γνωριμία μαζί του, περιγράφει την πνευματική πορεία του από τον καιρό της γνωριμίας τους (1956-57), όταν ο δευτεροετής Βαρμάζης παρακολουθούσε τις συναρπαστικές και άκρως θεατρικές παραδόσεις του δασκάλου: «Το δασκαλίκι ήταν ό,τι καλύτερο μου έτυχε στη ζωή μου. Από την ιδιότητα του δασκάλου προέκυψε και η δημόσια συμπεριφορά μου. Όποιος ασκεί το δασκαλίκι, ξέρει ότι δεν μπορεί να είναι δάσκαλος δίχως να είναι μαθητής…», λέει ο Μαρωνίτης σε συνέντευξή του. Για τον εαυτό του απέρριπτε τον όρο «καθηγητής»: «Δεν είχα ποτέ ύφος καθηγητή στη ζωή μου», έλεγε, «ούτε δημόσια, ούτε κατ’ ιδίαν». Με δάσκαλο τον προικισμένο αυτόν άνθρωπο αναγκαζόσουν να υπερβείς τον εαυτό σου. Δεν ήταν μόνο οι υψηλές απαιτήσεις του και ο τρόπος που σε κρατούσε πάντα σε ένταση, αλλά και η συνδυαστική του σκέψη που αργότερα άνοιξε νέους δρόμους στο έργο σύγχρονων ποιητών. Ο Μαρωνίτης δεν υπήρξε ο σχολαστικός φιλόλογος. Ήταν εκείνος που «τα γραμματικά και συντακτικά εργαλεία, βεβαρημένα λόγω της σχολικής κατάχρησης, τα μετέτρεπε σε χρήσιμα κλειδιά στην ερμηνεία των κειμένων».
Θεατράνθρωπος και θεατρόφιλος συνδέθηκε ιδιαίτερα με τους ανθρώπους του θεάτρου και εμφανιζόταν ευχαρίστως μπροστά στο κοινό είτε ως μεταφραστής τραγωδιών, είτε ως αναγνώστης ομηρικών ραψωδιών που ο ίδιος είχε μεταφράσει.
Έχοντας δώσει μεγάλη βαρύτητα στη διδασκαλία από μετάφραση, υπήρξε μεταφραστής του Ηροδότου αρχικά για να επιδοθεί στη συνέχεια στη μετάφραση των ομηρικών επών, την οποία και ολοκλήρωσε «με βασική απαίτηση τον διαισθητικό και ψυχικό συντονισμό με το ομηρικό κείμενο». Σχετικές εργασίες άρχισε να δημοσιεύει μετά τη μεταρρύθμιση του ’64. Με παρρησία, εντιμότητα και πάθος έγραφε και την επιφυλλίδα του «Βήματος» σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του (1971-2016).
Αντιδογματικός διανοούμενος της Αριστεράς δεν κρυβόταν στην ασφάλεια του παρασκηνίου, ούτε παρίστανε τον απαθή παρατηρητή. Επόμενο να συλληφθεί (τρεις φορές) στη διάρκεια της επταετίας και να βασανιστεί στα κρατητήρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ. Το λογοτεχνικό του κείμενο «Μαύρη γαλήνη» γράφτηκε σε χαρτοπετσέτες στη φυλακή. Η στροφή του προς τη σύγχρονη λογοτεχνία εγκαινιάστηκε με τη δημοσίευση στο περιοδικό «Κριτική» του Μανόλη Αναγνωστάκη, το ’61. Με εντελώς προσωπικό τρόπο σκέψης ο Μαρωνίτης «δεν προσδένεται σε τρέχουσες θεωρίες λογοτεχνίας, γιατί παίρνει από αυτές μόνο ό,τι μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία της δικής του θεωρητικής. Το πόνημα του Βαρμάζη δεν βρίθει εγκωμίων. Πρόκειται για μια κριτική σύνθεση που ουσιαστικά θέλει να τιμήσει τον μεγάλο Δάσκαλο. Τον δημιουργό τον τιμούμε αληθινά όταν καταδεικνύουμε ότι το έργο του αντέχει στον αντικειμενικό έλεγχο. Ακόμα κι όταν εκείνος σταμάτησε τη μάχη αφήνοντας το έργο του να τη συνεχίσει. Οι σύγχρονοι αλλά και οι νεότεροί του θεωρούν τον Μαρωνίτη ζωντανό και αισθάνονται ότι δεν έχουν το δικαίωμα να βάλουν την τελεία και παύλα.
Το γλωσσικό θέμα περνά στο πολιτιστικό, πολιτική κυρίως πράξη κι εκείνη την ώρα, όπου δίνεις μάχη έκφρασης, λέξεων, προφορικά και γραπτά, δεν σε ενδιαφέρει το μέλλον -η μελλοντολογία της μεταθανάτιας ύπαρξης σου Ζητάς μόνο η γνώση σου να έρθει σε ρήξη, να συγκρουστεί με τα ως τώρα δεδομένα για να βγει το καινούριο. Κι αυτό πάντα ήταν ό,τι ενδιέφερε τον Δημήτρη Μαρωνίτη μέσα στο δημιουργικό του σύμπαν.
Η ποίηση του Σεφέρη συγκινούσε ιδιαίτερα τον Δ.Μ. Σ’ αυτήν έβρισκε προσθήκες και ανακατατάξεις των Ομηρικών Μεγαθεμάτων ("Μεταμορφώσεις-Παραμορφώσεις-Εξωραϊσμοί", "Απόλλων και Οδυσσεύς", "Φονικά άθλα και έπαθλα") δένουν την Οδύσσεια με την Ιλιάδα με λανθάνοντες τώρα αρμούς, ενώ το τέταρτο μελέτημα αποκαλύπτει συμπληρωματικές ομοιότητες ανάμεσα στους εταίρους και στους μνηστήρες της Οδύσσειας, με φόντο τις ομότροπες ατασθαλίες τους και τον κοινό τους όλεθρο. Τελικός στόχος και της δεύτερης έκδοσης παραμένει η ανάδειξη της εσωτερικής ανταπόκρισης μεταξύ αφηγηματικής τέχνης και ποιητικής ιδεολογίας στα δύο ομηρικά έπη, ενόψει των τριών μεγαθεμάτων τους: του πολέμου, της ομιλίας και του νόστου, που είναι μεγαθέματα και της ζωής.
Το βιβλίο του Νίκου Δ. Βαρμάζη, «Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης (1929-2016) - Ο εμπαθής δάσκαλος, ο πολύτροπος φιλόλογος, ο ανένδοτος διανοούμενος, ο ισοβίτης της γλώσσας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γράφημα.