Σταυρούλας Δεκούλου
Οι μήνες περνούσαν, το ίδιο και τα χρόνια και κανείς τους ποτέ δεν μπήκε στη διαδικασία να τον πλησιάσει. Άθεο και άθρησκο όπως τον αποκαλούσαν, ενοχλούνταν από την παρουσία του και απέφευγαν ακόμα και τα συναπαντήματα στο δρόμο. Όταν δε παρατήρησαν πως κάθε μέσα του Δεκέμβρη εξαφανιζόταν οργίασε η φαντασία τους εντελώς. «Μάλλον εξαφανίζεται και κάνει τις βρομοδουλειές και τις κομπίνες του για να βγάζει λεφτά να ζει την υπόλοιπη χρονιά. Δεν εξηγείται αλλιώς», έλεγαν. «Σιγά μη ζει από τις δυο ψωροπατάτες που φυτεύει στο χωράφι του. Άμα σου λέω εγώ, είναι πολύ βαθιά χωμένος στην αμαρτία. Φαίνεται και στη φάτσα του».
Έτσι εύκολα έβγαιναν τα συμπεράσματα σ' εκείνον τον τόπο όπως και σε πολλούς τόπους σαν κι αυτόν. Στα χωράφια φύτρωναν οι ταμπέλες και οι σκέψεις για τον κάθε άνθρωπο και οι χωριανοί εύκολα τις τρυγούσαν και μοίραζαν πότε στον ένα και πότε στον άλλο. Κι ύστερα κάθε Κυριακή, βγάζαν τις καθαρές τους φορεσιές από τα ντιβανομπάουλά τους, που μύριζαν άλλες λεβάντα κι άλλες καμφορά για να μην τις τρώνε οι σκόροι, και αφού στολίζονταν έπαιρναν κατά την εκκλησιά για να γεμίσουν τον Κύριο μετάνοιες και να κάνουν μεγαλόπρεπα τον σταυρό τους και να μεταλάβουν σαν καλοί χριστιανοί.
Εκείνη τη χρονιά όμως τα πράγματα ξέφυγαν από τα όριά τους. Έφταιγε και ο καιρός που την άνοιξη δεν έκανε μήτε ένα νερό και τη μισή σπορά την έφαγαν τα πουλιά ενώ το καλοκαίρι έκανε τόσες βροχές και πλημμύρες που σάπισαν τα σπαρτά πριν καρπίσουν. Λιγοστό ήταν το ψωμί, λιγοστό και το λάδι. Η φτώχεια φέρνει γκρίνια και η γκρίνια φαγωμάρα και η φαγωμάρα ψάχνει δαιμόνια να ρίξει στην πυρά να ξορκίσει την ανέχεια.
Όλον αυτόν τον καιρό, ο Ξένος κάθε βράδυ έβγαινε κι έπαιρνε κατά το δάσος. Χαράκωνε μ' ένα κοφτερό μαχαίρι τον φλοιό κάποιων δέντρων και μάζευε το ρετσίνι τους. Το συγκέντρωνε μέσα σ' ένα μεταλλικό κουτί και αφού το ξέραινε στον ήλιο το έσπαγε σε μικρά κομματάκια και το φύλασσε σ' ένα βελούδινο κόκκινο πουγκί με χρυσό κορδόνι.
Αυτά είδε ο Κωνσταντής μια μέρα που παραφύλαγε να σκοτώσει κανένα πουλί με τη σφεντόνα κι έτρεξε να το πει στο καφενείο του χωριού. Μεγάλος αναβρασμός δημιουργήθηκε από τα λεγόμενα του Κωνσταντή και με μιας αποφάσισαν να πάνε να βρούνε τον Ξένο από κοντά και να ζητήσουν εξηγήσεις· τι ήταν τάχα όλο αυτό που έκανε; Και μήπως όλα αυτά που έκανε ήταν τίποτα μαγειρέματα του Έξω-από-δω και γι' αυτό πήγαινε και κατά διαόλου ο τόπος; Μαζεύτηκαν λοιπόν καμιά εικοσαριά νοματαίοι, κάποιοι μάλιστα πήρανε και αξίνες μαζί τους και φορτωμένοι την αγριάδα στην ψυχή και το βλέμμα τους κίνησαν κατά την έξοδο του δάσους όπου βρισκόταν το σπίτι του Ξένου.
Λίγη ώρα μετά ήταν έξω από την πόρτα του φτωχικού του σπιτιού και άρχισαν να τη χτυπούν δυνατά. Χτύπησαν μια, χτύπησαν δυο, καμιά απάντηση από το εσωτερικό του σπιτιού. «Ξένε!», φώναξαν. «Πού είσαι; Φανερώσου!» Καμία απάντηση. Άρχισαν να πέφτουν με δύναμη πάνω στην πόρτα μέχρι να την ανοίξουν. Όμως εκείνη παρέμενε μανταλωμένη σφιχτά. «Τι περιμένετε μωρέ; Ελάτε να βάλουμε φωτιά να το κάψουμε το σπίτι του μάγου. Να ξορκίσουμε το κακό που έφερε στον τόπο μας». Για μια στιγμή κράτησε μόνο ο δισταγμός της λογικής και μετά, αλαλιασμένοι σαν να μην ήξεραν τι τους έφταιγε και σαν να μην είχαν διόλου σύνεση μέσα στον νου τους, άρχισαν άλλοι να πετροβολούν το σπίτι και άλλοι να προσπαθούν να ανάψουν ξύλα και να τα πετάξουν πάνω στη σκεπή να κάψουν το σπίτι.
Στη λύσσα τους και τη φρενίτιδά τους απάνω δεν πρόσεξαν τους δύο καβαλάρηδες που πλησίαζαν. Είχαν κι εκείνοι σκούρο δέρμα και ήταν ντυμένοι με ρούχα μακριά και τουρμπάνια στα κεφάλια τους. Μαζί τους τραβούσαν κι ένα τρίτο άλογο. Οι καβαλάρηδες σταμάτησαν κοντά στο σπίτι και παρατηρούσαν τους χωρικούς που μόλις τους αντίκρισαν κοντοστάθηκαν για μια στιγμή και ύστερα έκαναν να κινηθούν εναντίον τους. «Είδατε;», φώναξε ένας από αυτούς. «Έφερε και την υπόλοιπη συμμορία του στο χωριό μας για να μην έχουμε από πουθενά σωτηρία. Σόδομα και Γόμορα γίναμε πια!» «Πιάστε τους!», φώναξε ένας τρίτος κι έκαναν να κινηθούν προς το μέρος τους. Εκείνη την ώρα έφτασε και ο Ξένος που βλέποντας τους χωρικούς έτρεξε κοντά στους καβαλάρηδες φωνάζοντας: «Μελχιόρ! Γκασπάρ! Είστε καλά;». Οι καβαλάρηδες γύρισαν και τον κοίταξαν με ανακούφιση «Βαλτάσαρ!», είπαν με μια φωνή και κινήθηκαν προς το μέρος του. «Έχουμε αργήσει για φέτος», είπαν. «Πρέπει να φύγουμε».
«Δεν θα πάτε πουθενά!», φώναξε ένας από τους χωρικούς. «Ως εδώ με τα δαιμονικά σας και τα μυστήρια. Δεν θα πάτε πουθενά, αν δεν δώσετε εξηγήσεις ποιοι είστε και πού πάτε, αλλιώς...»
— «Αλλιώς τι;» ρώτησε ο Μελχιόρ.
— «Αλλιώς δεν θα φύγετε από δω ζωντανοί» φώναξε ένας από τους χωρικούς και πέταξε την πέτρα που κρατούσε. Μα τότε κάτι πολύ παράξενο συνέβη. Η πέτρα έμεινε να αιωρείται στη μέση της διαδρομής κι ένα αστέρι στάθηκε πάνω από τους καβαλάρηδες και φώτισε τόσο δυνατά που λίγο ακόμα και θα έμοιαζε με μέρα. Έμειναν όλοι με το στόμα ορθάνοιχτο καθώς δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε. Μα ποιος τελικά ήταν αυτός ο Ξένος;
Ο Ξένος πήρε μια βαθιά ανάσα και με μια μοναδική ηρεμία στη φωνή τους είπε: «Είμαστε ο Βαλτάσαρ, ο Μέλχιορ και ο Γκασπάρ.». «Μα αυτά είναι τα ονόματα...» ξεκίνησε κάποιος από τους χωρικούς να λέει. «Ναι», συνέχισε ο Ξένος, «είναι τα ονόματα των τριών μάγων. Εμείς είμαστε οι τρεις μάγοι και αυτό εκεί ψηλά...», είπε δείχνοντας το υπέρλαμπρο άστρο, «είναι το άστρο της Βηθλεέμ και είναι η εποχή που φεύγουμε για να πάμε να υποδεχτούμε τη γέννηση του μικρού βασιλιά».
«Και τι κάνεις κάθε βράδυ στο δάσος και χαράζεις τα δέντρα;» φώναξε ένας χωρικός.
«Εγώ είμαι αυτός που χάρισε στον Κύριο τη Σμύρνα» είπε ο Βαλτάσαρ. «Οπότε τα βράδια συλλέγω ρετσίνι από τα δέντρα και αφού διαλέξω το πιο μυρωδάτο το φυλάω για να του το προσφέρω σαν πάω να τον προσκυνήσω στη φάτνη που γεννιέται».
Τόσα χρόνια είχαν δίπλα τους έναν από τους μάρτυρες της γέννησης του Θεανθρώπου κι αυτοί τον θεωρούσαν κοινό εγκληματία και τον περιφρονούσαν. Έσκυψαν το κεφάλι μετανιωμένοι και γύρισαν να φύγουν. Εκείνη τη στιγμή ο Ξένος τους φώναξε: «Πάρτε αυτούς τους σπόρους και φυτέψτε τους. Σε τρεις μέρες από σήμερα θα βρέξει και η γη θα καρπίσει και πάλι και πριν τα Χριστούγεννα θα είναι έτοιμη η συγκομιδή. Έτσι δεν θα είναι κανείς πεινασμένος αυτά τα Χριστούγεννα.». Οι χωρικοί πήραν τους σπόρους και γύρισαν να φύγουν ευγνώμονες μα ντροπιασμένοι για όσα είχαν πει και σκεφτεί όλα αυτά τα χρόνια για τον Ξένο.
Οι τρεις μάγοι ξεκίνησαν τον δρόμο τους ακολουθώντας το άστρο της Βηθλεέμ πηγαίνοντας να ανταμώσουν την ελπίδα και τη σωτηρία που για μια ακόμα φορά θα γεννιόταν στο πρόσωπο του μικρού Χριστού γεμίζοντας την καρδιά των ανθρώπων αγάπη και ειρήνη.
Copyright © Σταυρούλα Δεκούλου All rights reserved
Επιμέλεια - διορθώσεις: Τζένη Κουκίδου
Η σμύρνα είναι αρωματικό ρετσίνι δέντρου και είναι ένα από τα δώρα που οι Μάγοι μαζί με τον χρυσό και το λιβάνι προσέφεραν στον νεογέννητο Χριστό.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Laura Rodriguez (Three wise men, Puetro Rico)
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της Laura Rodriguez (Three wise men, Puetro Rico)