Ο Μέγας σατιρικός
«Τη δουλειά αυτή δεν τη διάλεξα, εκείνη με διάλεξε. Έγινα αυτό που έγινα τυχαία, μέσα από την ανάγκη που ένιωθα να μεταμορφώνομαι», είχε εξομολογηθεί λίγους μήνες πριν μας «αφήσει» ο Τζίμης Πανούσης. Πράγματι, τα έργα και οι ημέρες του αντισυμβατικού καλλιτέχνη, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 64 ετών, αποδεικνύουν περίτρανα πως ήταν γεννημένος γι’ αυτό ακριβώς που έκανε, πως η διαδρομή του δεν ήταν επιλογή, αλλά μονόδρομος.
Δεν μπήκε ποτέ σε καλούπια, σε κατηγορίες, καθώς υπήρξε αναμφισβήτητα μια ξεχωριστή κατηγορία από μόνος του. Στάθηκε απέναντι σε κάθε είδους κατεστημένο, πήγε κόντρα στην πολιτική, την εξουσία, την Εκκλησία. Συγκρούστηκε με όλες τις δυνάμεις του με τον μικροαστισμό και χλεύασε τον καθωσπρεπισμό. Σατίρισε τους πάντες, σκληρά, επιθετικά, καυστικά, αφού, όμως, πρώτα είχε αποδομήσει δημοσίως τον ίδιο τον εαυτό του. Γιατί, για τον Πανούση, τα πρόσωπα που δέχονταν την ανελέητη σάτιρά του δεν ήταν στοχευμένες επιλογές που εξυπηρετούσαν το σόου του. Ήταν «συνένοχοι» στον ιδανικό κόσμο που ο ίδιος ονειρευόταν, έναν κόσμο ελεύθερο, όμορφο, γελαστό, ερωτικό.
Ο «Τζιμάκος», όπως χαϊδευτικά αυτοαποκαλούνταν, ήταν όντως μια ιδιαίτερη περίπτωση καλλιτέχνη. Άνθρωπος, με μια σχεδόν αριστοφανική διάσταση, μουσικός, στιχουργός, ραδιοφωνικός παραγωγός και ηθοποιός, έδρασε σε ένα μεγάλο εύρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αφήνοντας, σχεδόν πάντα, το αποτύπωμά του. Αν και κυρίως έγινε γνωστός και αγαπητός ως σατιρικός δημιουργός, αποτέλεσε, στην ουσία, έναν από τους πρώτους stand up κωμικούς της ελληνικής σκηνής. Έπαιξε σημαντικό ρόλο και στην ανάπτυξη του εγχώριου ροκ με τις Μουσικές Ταξιαρχίες, αλλά και συνολικά στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Πειραματίστηκε, τόσο με τις Μουσικές Ταξιαρχίες, όσο και στη μετέπειτα σόλο πορεία του, πάνω στη σύνθεση της ροκ αισθητικής με την ελληνική μουσική.
Όπως όλες οι σημαντικές προσωπικότητες, έτσι κι εκείνος ξεσήκωνε μεγάλα πάθη. Οι φίλοι του ήταν ισοβίως ταγμένοι σε αυτόν και στο ταλέντο του, οι εχθροί του δεν τον αποδέχτηκαν ποτέ. Γι’ αυτό το λόγο, άθελά του, στάθηκε, πολλές φορές, αφορμή να χωριστεί η Ελλάδα σε δύο στρατόπεδα.
Εμμονικός μεν, αιώνιος εραστής του σαρκασμού δε, αντιμετώπιζε τα πρόσωπα που σατίριζε σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια. Γι’ αυτό ακριβώς και αρνούνταν πεισματικά να εγκαταλείψει τους βασικούς χαρακτήρες της σάτιράς του, ακόμα κι όταν ερχόταν αντιμέτωπος με τα... «κάγκελα».
Πάντα καυστικός, αιχμηρός και εύστοχος, άσκησε, με το έργο και τη σκηνική του παρουσία μια αδιάκοπη κριτική στον κομφορμισμό, στον μικροαστισμό (ενίοτε και της εργατικής τάξης), συνολικά ενάντια στους «σιωπηλούς πλειοψηφούντες». Καταπιάστηκε με το θέμα των πυρηνικών (Το παιδί του σωλήνα), των ερωτικών σχέσεων (Ερωτικό, Vivere Pericolosamente), τραγούδησε για τον καθημερινό κοινωνικό και πολιτικό πόλεμο (Ναγκασάκι, Ανακωχή), ξεφτίλισε στην αρχή του το ευρωπαϊκό όραμα της ΕΟΚ (Αχ Ευρώπη), τα έβαλε με τη μουσική και καλλιτεχνική πραγματικότητα του ανερχόμενου νεοπλουτισμού (10.000 watt, Σαν τον Σαμουήλ στο κούγκι), τους δήθεν κουλτουριάρηδες (Φασμπίντερ και ξερό ψωμί), τα ΜΜΕ (Χημεία και τέρατα). Είπε, βέβαια και πολύ ανθρώπινα τραγούδια, δείγματα σπάνιας ευαισθησίας όπως π.χ. το «Είμαι γυφτάκι» ή το «Ο λάκκος με τα αστεία». Είχε βαθιά εκτίμηση στους δημιουργούς του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού (Αναφορά). Συνέλαβε δε την υποκρισία και το ψεύδος της «ισχυρής Ελλάδας της δεκαετίας του ’90 με τους «Νεοέλληνες» του 1993 και το «Φάτε τους».
Άφησε το στίγμα του στο ραδιόφωνο με τον «Δούρειο ήχο», μια εκπομπή «σχεδόν ελεύθερης ραδιοφωνίας», όπως έλεγε. Η ατάκα του «αγαπημένε μου ακροατή χρησιμοποίησε το on/off του ραδιοφώνου σου όσο ακόμα αυτό επιτρέπεται», πρόβαλε την έντονα αναπτυσσόμενη ισχύ των media. Βέβαια, εκεί που άφησε εποχή ήταν οι ζωντανές του εμφανίσεις με τις διάφορες εμπνεύσεις του και τις φοβερές του συλλήψεις της διεθνούς κατάστασης («Στη νέα τάξη πραγμάτων τα πράγματα είμαστε εμείς»), αλλά και με τα χοντροκομμένα και αρκετές φορές σεξιστικά αστεία του.
Δεν είναι εύκολο να διαχωρίσει κανείς το καλλιτεχνικό και το κοινωνικό-πολιτικό προφίλ του Τζίμη Πανούση. Κι αυτό γιατί αυτά τα δύο πρόσωπα πορεύτηκαν μαζί, συμπληρώνοντας ιδανικά το ένα το άλλο. Έκανε τέχνη για να εκφράσει τις απόψεις του, εκφραζόταν και δημιουργούσε τέχνη. Και μάλιστα μια τέχνη πολύ μπροστά από την εποχή της, ίσως και προφητική, η οποία από τη μία προκάλεσε, αμφισβητήθηκε, πολεμήθηκε, από την άλλη, όμως, τροφοδότησε το εγχώριο καλλιτεχνικό τοπίο με μελωδίες, στίχους, ιδέες, ενδιαφέροντα εγχειρήματα και επηρέασε βαθύτατα.
Το φαινόμενο Τζίμης Πανούσης υπήρξε σύμβολο μιας εποχής, μιας τέχνης, μιας συγκεκριμένης κοινωνικοπολιτικής κοσμοθεωρίας. Γεννήθηκε μέσα από την ανάγκη του ίδιου να μεταμορφώνεται, αλλά συντηρήθηκε, κυρίως, από την ανάγκη του Έλληνα να τον ξεβολεύει, να του λέει τα πράγματα με το όνομά τους, να του ανοίγει τα μάτια, αλλά και να του υπενθυμίζει πως δεν πρέπει ποτέ να πάψει να ονειρεύεται.