Στο νέο του μυθιστόρημα, ο Κώστας Γραμματικόπουλος, μας κερνάει το χρώμα και το άρωμα της δεκαετίας του '70 ώστε να ξαναθυμηθούμε –ή να γνωρίσουμε, για τους νεότερους– τις γειτονιές με τα χαμηλά σπίτια και τις ασβεστωμένες αυλές όπου ευωδιάζουν οι βασιλικοί, το αγιόκλημα και το νυχτολούλουδο... τα παραδοσιακά καφενεία όπου οι θαμώνες παραγγέλνουν ένα καρτούτσο με μεζέ ή ρετσίνα και παίζουν πρέφα ή δηλωτή... μια εποχή που το εισιτήριο για τον θερινό κινηματογράφο κοστίζει έξι δραχμές και οι ταινίες συνοδεύονται από σάμαλι, που η κάθε γειτονιά είχε την ΕΒΓΑ της ενώ η μουσική στα μαγαζιά ακούγεται από τα τζουκ-μποξ... Μια δεκαετία νοσταλγική για εκείνους που την έζησαν και ρετρό.
Ο συγγραφέας θα περάσει με άνεση από τη γλυκύτητα μιας τέτοιας γειτονιάς στην παράνοια ενός ταραγμένου, ασταθούς ανθρώπου, και με την ίδια ευκολία, από τη ξεγνοιασιά της νιότης στην κοινωνική, σκληρή ενηλικίωση αντικατοπτρίζοντας το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής στις εικόνες καθημερινότητας των ηρώων του.
Στην υπόθεση... καθώς κινούμαστε στους δρόμους και τις πλατείες του Κορυδαλλού, της Παλιάς Κοκκινιάς, της Νίκαιας και των Άνων Πετραλώνων... στα μέρη των πιο απλών, λαϊκών ανθρώπων, θα γνωρίσουμε τρεις φίλους. Ο Βασίλης, ο Στέφανος και ο Ανδρέας είναι νέοι –αρκετά νέοι–, έχουν όνειρα, έχουν φιλοδοξίες... και είναι οι πατέρες των τριών ευχών.
Στη δομή... οι επί μέρους ιστορίες αναπτύσσονται παράλληλα, με διαδοχικές εικόνες, σε μια λογοτεχνική κινηματογραφικότητα, εξαιρετικά γοητευτική στον φιλαναγνώστη.
Το συγγραφικό του ύφος αποτελείται από συμπυκνωμένο λόγο, τόσο που αγγίζει την επιγραμματική αφήγηση, χωρίς λογοτεχνικές φιοριτούρες χάριν εντυπωσιασμού. Κάποιες φορές με κάνει να σκεφτώ ότι ακολουθεί μια στεγνή οπτική στα σημεία, όμως πολύ έντεχνα καταρρίπτει αυτές τις εντυπώσεις εστιάζοντας στα πρόσωπα τα οποία περιγράφει εξονυχιστικά -πολύ περισσότερο από κάθε άλλο στοιχείο εμφάνισης των χαρακτήρων του ή του περιβάλλοντος- ποντάροντας στο συναίσθημα που καθρεφτίζεται εκεί, στον εσωτερισμό, αποσκοπώντας να προβάλλει την ψυχή παρά το περιτύλιγμα.
Αυτή η συνθήκη, του να εστιάζει περισσότερο ή υπερβολικά κάπου αφήνοντας άλλα στοιχεία της εικόνας χωρίς περιγραφή ή με σύντομες αναφορές, είναι χαρακτηριστικό του βιβλίου. Ο Κώστας Γραμματικόπουλος έχει αποφασίσει εκ των προτέρων τί επιθυμεί να δείξει στον αναγνώστη του, πού συγκεκριμένα θα οδηγήσει το βλέμμα και την προσοχή του –συνεπακόλουθα, πώς θα το κάνει αυτό– και το πετυχαίνει αριστοτεχνικά και προς όφελος της μυθιστορίας του... η οποία προκύπτει εθιστική, καθώς συνέχεια σε προκαλεί να διαβάσεις παρακάτω, να δεις τι θα συμβεί και πώς ολοκληρώνεται.
Προφανώς είναι ένα men's story, μια ανδροπαρεΐστικη ιστορία αλλά είναι και η ιστορία των ετών που θεμελίωσαν τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα γραμμένη από έναν συγγραφέα που εμπλέκεται ενεργά στα διαδραματιζόμενα του βιβλίου του. Πώς το κάνει αυτό; Άλλοτε εκφράζει άποψη για τα τεκταινόμενα, αλλού συμπάσχει, αλλού παίρνει μέρος...
Σε κάνει να αγαπήσεις τους ήρωές του, όχι απλά να τους συμπαθήσεις. Θέλει να τους νιώσεις, να τους συμπαρασταθείς αν χρειαστεί, οπωσδήποτε να τους δικαιολογήσεις... προφανώς επειδή κι εκείνος αγαπά πολύ τους ήρωές του. Ίσως γι' αυτό ποντάρει στους καλούς ήρωες. Στους όμορφους εσωτερικά χαρακτήρες ενώ γενικότερα πρεσβεύει την καλοσύνη, τη δικαιοσύνη και την ηθική.
Υπάρχουν στοιχεία/σημεία μυστηρίου, έκπληξης, συγκίνησης και συναισθηματικής φόρτισης. Επενδύει πολύ στην αγάπη. Την αναφέρει, την προσφωνεί την αγάπη. Την υπογραμμίζει και την σημειώνει στο κείμενο. Και όταν θα γράψει: Η αγάπη είτε σαν φιλία, είτε σαν έρωτας, είναι το πιο καθαρό πράμα του κόσμου, επιβεβαιώνει πανηγυρικά τη στάση του απέναντι στο πιο ακριβό και μεγαλειώδες αίσθημα του ανθρώπου. Εντέλει, την υμνεί και την εξυψώνει... και το ίδιο σε ό,τι αφορά στη Γνώση –με γάμα κεφαλαίο– για την οποία θα γράψει ότι είναι το πολυτιμότερο αγαθό στον άνθρωπο.
Με γοήτευσε η αντιδιαστολή του ρεμπέτικου και του μπλουζ, γιατί έχουν και τα δύο μια κοινή πηγή, την απόγνωση, όπως λέει –πολύ εμπνευσμένο κι ακριβές– κι αλλού, όταν μιλάει για τη ροκ μουσική, σημείωσα μια εξαίσια περιγραφή της: αντίσταση στην μετριότητα, αντίσταση στην χυδαιότητα, αντίσταση στην μικροπρέπεια και την υποκρισία, αντίσταση στο ψεύτικο και την αλαζονεία, αντίσταση στην αδικία και στην εξουσία. Σκέφτομαι ότι κανείς δε θα μπορούσε να την ορίσει καλύτερα.
Συγκράτησα μια θέση όταν σε έναν σύντομο διάλογο μεταφέρει ολόκληρη την κοσμοθεωρία του. Ρωτάει ένας χαρακτήρας Υπάρχει Θεός; και απαντά ένας άλλος: Θα έπρεπε να ρωτήσεις αν υπάρχει άνθρωπος. Ο αληθινός άνθρωπος πρέπει να συμπάσχει και να συγχωρεί τους άλλους ανθρώπους, γιατί είναι και ο ίδιος αμαρτωλός.
Σε γενικές γραμμές θα γνωρίσουμε απτούς, οικείους χαρακτήρες και θα βιώσουμε έντονα συναισθήματα και εικόνες... σε ένα κοινωνικό ψυχόγραμμα όπου υπογραμμίζεται η ατέλεια του ανθρώπου, που έχει δικαίωμα στο λάθος, στην παρόρμηση, στην απερισκεψία σε αντιδιαστολή με την τελειότητα, εκείνη που του προσέφερε ο μέγας δημιουργός του, και που, παρά το μέγεθος των κατορθωμάτων του, παραμένει ευάλωτος, τρωτός.
Έτσι, ιδέες που στηρίζονται αρχικά αποδομούνται στην πορεία, όμως στιγμές απροσεξίας, στιγμιαίων ή επαναλαμβανόμενων λαθών χαρακώνουν τις ζωές, διαμορφώνουν τη συνέχεια, ορίζουν το τέλος. Και τότε, με σύνθημα οι τρεις ευχές ήταν ένας ύμνος στην ζωή και τον θάνατο ο αναγνώστης καλείται να συμπληρώσει ηθελημένα εκείνο που δεν έχει ειπωθεί με μελάνι από την πένα του συγγραφέα όμως έχει χτιστεί στις σελίδες με κάθε δυνατό τρόπο.
Το μυθιστόρημα του Κώστα Γραμματικόπουλου, Τρεις ευχές, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Το παραπάνω περιέχει αποσπάσματα. Το κείμενο αναγνώστηκε στην πρώτη κεντρική παρουσίαση του μυθιστορήματος στην Αθήνα, στις 11 Δεκεμβρίου 2019.
Στο οπισθόφυλλο λέει:
Στη μεταπολίτευση, με την Ελλάδα ακόμα ρημαγμένη από τις πολιτικές διαφορές αλλά και τις κοινωνικές ανισότητες, τρεις φίλοι-ήρωες της καθημερινής ζωής κάνουν όνειρα-διαβατήρια για ένα καλύτερο μέλλον, τα οποία όμως χάνονται και σβήνουν αργά όσο οι ανθρώπινες σχέσεις δείχνουν τη διαστρεβλωμένη τους αντανάκλαση στον κόσμο που ζουν.
Στις Τρεις ευχές του Κώστα Γραμματικόπουλου, όλοι βγαίνουν από τον δρόμο τους και όλοι πρέπει να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους. Να τη δομήσουν και να την ξαναχάσουν σε συνεχόμενο στρόβιλο από συναισθήματα και χαοτικές ανθρώπινες σχέσεις.
Και μέσα σε όλα αυτά, ένας σαλός μαγικός βοηθός που γνωρίζει εξαρχής τι πρόκειται να γίνει. Ψυχανεμίζεται την αλήθεια και τολμά να τη φωνάξει. Αλλά σε μιαν Ελλάδα αποπροσανατολισμένη, τέτοιες αληθινές φωνές έχουν το μειονέκτημα να μην ακούγονται και να χάνονται.
Ο Κώστας Γραμματικόπουλος γεννήθηκε το 1962 και ζει στη Νίκαια. Το 2012, συνέγραψε το θεατρικό έργο Το τελικό λάθος με τον Χρήστο Βογιατζή. Από τις εκδόσεις Βακχικόν κυκλοφορούν τα βιβλία του: Νεκρό φιλί (ποίηση, 2015), Οι απόκληροι (νουβέλα, 2017) και Ζήτω ο άνθρωπος (θέατρο, 2018).