Λένας Μαυρουδή Μούλιου
Ο Μίχος Γκεντέρογλου, από τους πλουσιότερους Έλληνες, κάτοικος Κεφαλαρίου Κηφισιάς, ζούσε με την γυναίκα του Μελίτα που την λάτρευε και το ολιγομελές προσωπικό του, τον μπάτλερ Μισέλ, την καμαριέρα και μαγείρισσα Μαργαρώ και τον σοφέρ του που σπάνια οδηγούσε την Ρολς Ρόις του, μιας και ο ίδιος λάτρευε το αυτοκίνητο του και αρεσκότανε στο να την οδηγεί μόνος του. Τη ζωή του θα την ζήλευε ο καθένας, μέχρις ενός σημείου. Γιατί από το σημείο τούτο και μετά, τα πράγματα όλα ήρθαν τούμπα.
Η Μελίτα αρρώστησε βαριά από άγνωστη αιτία -πιθανότατα από μια νέα μορφή της επάρατου- και μέσα σε δύο μήνες «έφυγε» αφήνοντας τον καλό της απαρηγόρητο. Ο Μίχος δεν μπορούσε να παραδεχτεί ότι την έχασε, δεν μπορούσε να παραδεχτεί τη συμφορά που τον βρήκε. Και κατέρρευσε.
Εγκατέλειψε τελείως τον εαυτό του, άφησε το σπιτικό του στα χέρια των έμπιστων ανθρώπων του και στις επιχειρήσεις του έβαλε λουκέτο φέρνοντας σε απόγνωση τους υπαλλήλους του, δίνοντας ένα σοβαρό πλήγμα στα οικονομικά της χώρας. Έντιμος άνθρωπος μεν, αλλά η απώλεια της γυναίκας του τον ξεπερνούσε, αδύνατον να αντιδράσει. Κινιόταν σαν ρομπότ, βυθισμένος σε μια σπαρακτική σιωπή. Ποτέ δεν απαντούσε σε ό,τι και αν τον ρωτούσε το προσωπικό του που, πια, ήταν σίγουρο ότι και τα αφεντικό τους γρήγορα θα πήγαινε προς συνάντηση τής κυράς.
Η Μαργαρώ που είχε παθολογική θα λέγαμε αδυναμία στον εργοδότη της, σκέφτηκε μια μέρα ένα σχέδιο, που αν πετύχαινε, θα έκανε τον κύριό της αν μη τι άλλο να βγει, έστω λίγο, από την τεράστια έπαυλη, που σου μαύριζε την ψυχή με τα θεόκλειστα δωμάτια και σαλόνια της. Τον ικέτευσε ότι θέλει τάχα την βοήθειά του να την συνοδεύσει μέχρι το γραφείο τού δικηγόρου της στο κέντρο, που όφειλε να πάει για μια επείγουσα υπόθεσή της. Και βέβαια όπως και το περίμενε η απάντησή του ήταν αρνητική. Μα δεν το έβαλε κάτω. Και όταν είδε ότι ήταν αμετακίνητος κυριολεκτικά, πήρε ένα περίλυπο ύφος παίζοντας έναν ρόλο που θα τον ζήλευε η Παξινού. Με δακρυσμένα δήθεν μάτια έκανε να φύγει αλλά ο Μίχος, θες γιατί η απώλεια της Μελίτας του τον είχε κάνει υπερευαίσθητο, θες γιατί την Μαργαρώ την αγαπούσε σαν μάνα, δεν ήθελε τα βάσανά του να πικραίνουν και εκείνην και τελικά ενέδωσε. Ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε από το σπίτι μετά εκείνην της εξόδιας ακολουθίας.
Κατέβηκαν με το αυτοκινητάκι της και εξέπληξε το αφεντικό με την τέλεια οδήγησή της. Εκείνη, το άφησε σε ένα από τα τόσα πάρκινγκ κοντά στο Σύνταγμα, πρότεινε δε στο Αφεντικό, όσον χρόνο θα ήταν απασχολημένη με τα κληρονομικά της και πράγματα ανούσια, να την περίμενε στον Εθνικό Κήπο που λίγο διέφερε από τον τεράστιο δικό τους στην Κηφισιά. Αν ήταν λίγο πιο υποψιασμένος θα μπορούσε και να αναρωτηθεί σε τί βοηθούσε η δική του παρουσία εκ του μακρόθεν. Μα δεν ήταν μπορετό να σκεφτεί ούτε και τούτο το προφανές. Σαν άβουλο παιδάκι, αφέθηκε να τον οδηγήσει στον Κήπο, του αγόρασε 3-4 κουλούρια για τις πάπιες, όπως του είπε γελώντας και τον άφησε στην είσοδο από την Αμαλίας.
«Σε μία ώρα το πολύ θα έρθω αφεντικό. Μην το κουνήσεις, γιατί όπου και να πας, εγώ δεν θα φύγω χωρίς εσένα και ξέρε το» αποτέλειωσε τη φράση της φεύγοντας βιαστικά.
Ο Μίχος όλο αυτό το διάστημα δεν είχε πει λέξη. Φαίνεται όμως ότι η γαλήνια ατμόσφαιρα του κήπου, που το βουητό ανθρώπων και αυτοκινήτων όσο αυτός προχωρούσε τόσο οι ήχοι έσβηναν δίνοντας τη θέση τους σε μία εκκωφαντική χαρούμενη μουσική από εκατοντάδες πουλιά πάνω στα δέντρα, τον ηρέμησαν, και μονολόγησε: «Μόνο μην αργήσεις καλή μου περισσότερο απ’ όσο μπορώ να αντέξω»…
Χάιδεψε τα κεφαλάκια δυο παιδιών που έπαιζαν πλάι του και φτάνοντας στη «λίμνη των κύκνων», συγγνώμη στη λίμνη με τις πάπιες, κάθισε σε μια από τις τόσες καρέκλες που παρέμεναν κενές, πράγμα που τού φάνηκε περίεργο. Πολύ αργότερα θα καταλάβαινε το γιατί… Θυμήθηκε τα κουλούρια και άρχισε να κόβει μικρές μικρές μπουκίτσες και να τις πετά στα όμορφα πτηνά που γρήγορα μπήκαν στο παιχνίδι μετά φαγητού. Σε δευτερόλεπτα όλος ο "στόλος" κατέφθασε προς τη μεριά του και τα κουλούρια τέλειωσαν. Να πάρει η ευχή! Και τώρα;
Τι και τώρα; Φαίνεται ότι σήμερα ήταν η τυχερή μέρα όλων, γιατί ο Μίχος αγόρασε όλο το εμπόρευμα του μόνιμου κουλουρά της λίμνης που είχε και άλλες λιχουδιές. Ο μικροπωλητής, περιχαρής, έφυγε προφανώς για να ανανεώσει το εμπόρευμά του. Συμβαίνουν και τα τυχερά φίλε, συμβαίνουν.
Τι και τώρα; Φαίνεται ότι σήμερα ήταν η τυχερή μέρα όλων, γιατί ο Μίχος αγόρασε όλο το εμπόρευμα του μόνιμου κουλουρά της λίμνης που είχε και άλλες λιχουδιές. Ο μικροπωλητής, περιχαρής, έφυγε προφανώς για να ανανεώσει το εμπόρευμά του. Συμβαίνουν και τα τυχερά φίλε, συμβαίνουν.
Πάπιες και άνθρωπος έπαιζαν ένα περίεργο παιχνίδι, όπου πήγαινε ο άνθρωπος κολυμπούσαν πλάι του. Προς τα δω αυτός; Προς τα δω και αυτά. Άλλαζε κατεύθυνση αυτός; Άλλαζαν και αυτά. Σε τούτα λοιπόν τα ταξίδια τους, πρόσεξε 2-3 πάπιες σε μιαν ακτή, που ούτε θέλησαν τροφή, ούτε συντροφιά ανθρώπινη, ούτε παιχνίδια. Αγνόησαν ως και τα μουστοκούλουρα του μικροπωλητή, που άφθονα τους έριξε δελεάζοντάς τις. «Ποιος να ξέρει τι βασανίζει κι εσάς καημένες μου!», σκέφτηκε. «Και εσείς κάτι πενθείτε σαν εμένα» μουρμούρισε πικρά. Έφυγε και τις άφησε στο ντέρτι τους, που όποιο και αν ήταν αυτό, όφειλε να δείξει σεβασμό και κατανόηση… Κάθισε σε μια καρέκλα κάτω από ένα πυκνόκλαδο πεύκο ξαναγυρίζοντας στη δική του μαυρίλα, τα πέπλα τη οποίας για λίγο, για δευτερόλεπτα, οι πάπιες είχαν σχίσει.
Εντωμεταξύ, τα όμορφα χιονάτα πουλερικά, μικρά και μεγάλα, αποσύρθηκαν στην απέναντι ακτή να χωνέψουν προφανώς, από το αναπάντεχο φαγοπότι. Και τότε συνέβη το άλλο ξεκαρδιστικό. Τα ιπτάμενα όντα του κήπου ειδοποιημένα από αντένες αόρατες για τον ανθρώπινο οφθαλμό, ήρθαν κατά εκατοντάδες και βάρυναν τα κλαδιά του γέρικου πεύκου κάτω από τον οποίο καθόταν ο Μίχος Γκεντέρογλου. Δειλά στην αρχή, τολμηρότερα στη συνέχεια, με κάθετες εφορμήσεις δίκην στούκας έπεφταν στις σακούλες με τα φαγώσιμά που είχαν απομείνει και τα εξαφάνιζαν. Είχαν δε τόσο ξεθαρρέψει που ένας σπουργίτης ιδιαίτερα έξυπνος και εφευρετικός, ήρθε και θρονιάστηκε πάνω στο πυκνό μαλλί του φίλου μας βρίσκοντας μια μυρωδάτη προσωρινή φωλιά να ξαποστάσει.
Φαίνεται ότι το θέαμα ήταν ξεκαρδιστικό γιατί πολλοί, κυρίως τουρίστες, απαθανάτιζαν με τα κινητά τους την σκηνή ξεκαρδισμένοι και οι ίδιοι με τα όσα έβλεπαν. Το πιο αστείο ήταν ότι σε λίγο το πανάκριβο φούτερ του Μίχου ήταν πια για πέταμα από τις κουτσουλιές που τον φιλοδώρησαν τα πουλιά. Ποιος ξέρει; Μπορεί στον κόσμο τους να το θεωρούσαν ένδειξη ευχαρίστησης για όσα εκείνος τους είχε προσφέρει. Ανταποδίδοντας δηλαδή με το σκατό τους, σαν αποτέλεσμα του φαγητού που χώνευαν αστραπιαία ξανά και ξανά, την ευγνωμοσύνη τους!
Όταν πια ήρθε η Μαργαρώ βρήκε έναν άλλο άνθρωπο μπροστά της, πονεμένο μεν, αλλά ζωντανό, που σε τίποτα δεν θύμιζε το ζόμπι που είχε αφήσει στον κήπο μόλις μία ώρα πριν.
«Αφεντικό μια χαρά σε βλέπω, καλά θα πέρασες, λέω. ΑΝ θες επαναλαμβάνουμε το εγχείρημα και αύριο, που ούτως ή άλλως είναι ανάγκη να ξανακατέβω».
Ο Γκεντέρογλου ευχαριστούσε ενδόμυχα τη Μαργαρώ του για τα αθώα ψέματά που του ξεφούρνιζε για να του κάνει καλό και να που δικαιωνόταν η έξυπνη φίλη του, γιατί η ίδια η φύση τον ξαναγύριζε σιγά σιγά στη ζωή. Κάπως έτσι θα φερόταν και η μάνα του που την θυμόταν αμυδρά αφού την έχασε όταν ήταν παιδάκι. Δεν θεωρούσε ιεροσυλία να σκεφτεί ότι ίσως γι' αυτό της είχε αδυναμία. Του θύμιζε εκείνην.
Συνειδητοποίησε ότι δεν ένιωθε πλούσιος μόνο για τα βιβλιάρια καταθέσεων του στις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, αλλά κυρίως γιατί κοντά του είχε ανθρώπους που τον αγαπούσαν, που θα τον αγαπούσαν έστω και αν τα βιβλιάρια ήταν κενά. Ένιωθε από μια μεριά ευλογημένος και ευχαριστούσε μια μοίρα ανεξερεύνητη, αλλοπρόσαλλη που του έπαιρνε ό,τι αγαπούσε και του έδινε πίσω αγάπη με άλλη μορφή. Ποιος ξέρει γιατί το έκανε; Αν καμιά φορά την συναντούσε θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα την ρωτούσε. Δεν λένε ότι κάποια στιγμή ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη μοίρα μας; Για να το λένε, κάποια αλήθεια θα πρέπει να υπάρχει. Και μέχρι τότε υπομονή…
Για να μην πλατειάζουμε, τελικά η βόλτα η καθημερινή στον Εθνικό Κήπο εκεί όπου στο παρελθόν έβρισκαν ξεκούραση και γαλήνη οι Βασιλιάδες της Ελλάδας δίπλα στο σπίτι τους που τους έκανε να πλήττουν, έπαιξε τον ρόλο του ψυχολόγου, τηρουμένων κάποιων αναλογιών. Τον ηρέμησε αρκετά και βασικά του έδιωξε από το μυαλό τη σκέψη της αυτοχειρίας που είχε αρχίσει να τον τραβά. Θα έμενε λοιπόν και θα έβλεπε αν τελικά άξιζε να ζήσει.
Μα στάθηκε άτυχος. Η Μαργαρώ του αρρώστησε βαριά από την επιδημία γρίπης που θέριζε τον πληθυσμό της πρωτεύουσας και οι γιατροί στο νοσοκομείο που την μετέφερε εσπευσμένα, δεν ήταν καθόλου καθησυχαστικοί, το αντίθετο θα λέγαμε. Ζήτησαν άνθρωπο της οικογένειάς της να βάλει την υπογραφή του σε περίπτωση που αναγκάζονταν να επέμβουν χειρουργικά εξ αιτίας ενός προβλήματος που διέκριναν στην καρδιά της.
«Αν την χάσω κι αυτήν, τίποτα δεν με κρατάει πάνω στον άτιμο αυτό γλόμπο, που από Παράδεισος θα μεταλλαχθεί σε Κόλαση, με ή χωρίς τα καζάνια του Βελζεβούλ», μουρμούρισε απελπισμένα. Αναγκάστηκε δε να καλέσει την κόρη της που τελείωνε το PHD της στην Ιρλανδία. Την θυμόταν παιδάκι και τώρα έβλεπε μπροστά του μια απίστευτης ομορφιάς καλλονή που την συνδύαζε άψογα με ένα κοφτερό και άρτια δομημένο μυαλό απόδειξη ότι τελείωνε το διδακτορικό στην Αρχαιολογία μόλις στα 25 της χρόνια.
Η Μιράντα έμεινε κατάπληκτη που το αμύθητου πλούτου αφεντικό της μάνας της, σαν να ήταν ένας οποιοσδήποτε θνητός, βρισκόταν από το πρωί μέχρι το βράδυ έξω από την Μ.Ε.Θ. όπου η λατρεμένη του, διασωληνωμένη, έδινε τη μάχη της για τη ζωή. Και του το είπε. Εκείνος πολύ απλά της απάντησε ότι «Αν ήμουν βιολογικός της γιός, έτσι δεν θα έπρεπε να κάνω; Είμαι όμως κάπως σαν γιός της, μα επειδή το αίμα συνηθίζουμε να λέμε ότι είναι πιο δυνατό, σου την παραδίδω».
«Α όχι κύριε Γκεντέρογλου μη με αφήνετε μόνη μου τώρα, που με τη σειρά μου σας έχω τόση ανάγκη! Η μαμά μου θα γίνει καλά και θα το δείτε. Λίγο ακόμη μείνετε παρακαλώ».
Και πράγματι η Μαργαρώ με το που επέτρεψαν στην κόρη της να την δει, πήρε θαρρείς δυνάμεις και σιγά σιγά ξέφυγε από τον κίνδυνο, βγήκε από εντατικές και τα ρέστα, και σε 15 ημέρες ήταν στη Κηφισιά.
Φυσικά, ο Μίχος ευχαρίστως πρόσφερε φιλοξενία στη μικρή, που του θύμιζε τη χαμένη αγάπη του στα νιάτα της. Σαν άντρας δεν τόλμησε να σκεφτεί γι’ αυτήν κάτι παραπάνω από φίλος. Η Μιράντα είχε ακριβώς τα μισά του χρόνια. Δεν ήταν της σχολής που πρέσβευε ότι άμα είσαι κροίσος όλα σού επιτρέπονται. Και ευτυχώς που στον τομέα αυτό είχε ακλόνητα πιστεύω για διαφορές σε ηλικία και δεν αφέθηκε σε όνειρα παράτολμα, γιατί μια ημέρα εκεί που έτρωγαν το πρόγευμά τους, η μικρή, τους εκμυστηρεύτηκε ότι με το αγόρι της σκέφτονται να αρραβωνιαστούν. Χάρηκαν όλοι με μια χαρά άδολη και ο Γκεντέρογλου με αυστηρό ύφος που δεν δεχόταν κουβέντα είπε ότι θα της έκοβε και την καλημέρα αν δεν τον δεχόταν για κουμπάρο.
Έτσι, ο Μίχος, εκεί που έβλεπε τη ζωή του να τελειώνει μαζί με εκείνην της αγαπημένης του Μελίτας, άνοιγε μπροστά του μια δελεαστική προοπτική μιας οικογένειας όχι ομοαίματης αλλά γέννημα και θρέμμα φιλίας που είναι ίσως πιο ισχυρή γιατί δεν τους επιβλήθηκε, την επέλεξαν οι ίδιοι.
Έτσι, ο Μίχος, εκεί που έβλεπε τη ζωή του να τελειώνει μαζί με εκείνην της αγαπημένης του Μελίτας, άνοιγε μπροστά του μια δελεαστική προοπτική μιας οικογένειας όχι ομοαίματης αλλά γέννημα και θρέμμα φιλίας που είναι ίσως πιο ισχυρή γιατί δεν τους επιβλήθηκε, την επέλεξαν οι ίδιοι.
Τους αρραβώνες ακολούθησε γρήγορα το «ούς ο Θεός συνέζευξε» ενώ γρήγορα ακολούθησαν και τα ουά ουά. Και ο Μίχος, ο παρ’ ολίγον αυτόχειρας, βρέθηκε να είναι κουμπάρος και νονός μιας βαφτιστήρας που αν είχε βιολογική κόρη, αποκλείεται να την αγαπούσε περισσότερο.
Για να αποδειχτεί ακόμη μια φορά ότι η Μοίρα παίζει παιχνίδια και δεν ξέρεις τι κρύβει για σένα εκεί, μόλις στρίψεις τη γωνιά…
🐦
Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε λεπτομέρεια πίνακα του Joshua Miels, ο οποίος δημιουργεί πορτραίτα συλλαμβάνοντας συναισθήματα αντρών που υποφέρουν από θέματα υγείας.
Της ίδιας:
Το κυνηγητό του ήλιου
Η μοδίστρα
Της ίδιας:
Το κυνηγητό του ήλιου
Η μοδίστρα