Μαρία Λυβικού: Ο χαρακτήρας της Ισμήνης δημιουργήθηκε στο μυαλό μου, όταν παρακολουθώντας το δελτίο ειδήσεων ένα βράδυ, άκουσα το φοβερό νέο της αυτοκτονίας ενός πατέρα δυο παιδιών, ο οποίος οδηγήθηκε στην πράξη του αυτή, ανήμπορος ν’ αντεπεξέλθει στα χρέη που τον είχαν πνίξει. Μου ήταν αδύνατον να διανοηθώ εκείνη τη στιγμή πως τα δυο του παιδιά δεν μπόρεσαν ν’ αποτελέσουν το δυνατότερο κίνητρο αποτροπής της πράξης του αυτής. Πως ήταν δυνατόν δηλαδή να μη σκεφτεί τον αντίκτυπο που θα είχε η απώλεια του στον ψυχισμό αυτών των δύο παιδιών και τις τραγικές συνέπειες που αναπόφευκτα θ’ ακολουθούσαν στη μετέπειτα ζωή τους. Κάποιες απ’ αυτές τις συνέπειες προσπάθησα να περιγράψω στο μυθιστόρημα αυτό και τα συναισθήματα της ηρωίδας, η οποία υπήρξε το εξιλαστήριο θύμα που κλήθηκε να πληρώσει ένα ακριβό τίμημα για τις λανθασμένες επιλογές άλλων.
Αν θα έπρεπε να το περιγράψετε με μία μόνο λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Τι θα συμβουλεύατε εκείνον που επρόκειτο να το διαβάσει;
Μ.Λ.: Να έχει χρόνο να του αφιερώσει, για ν’ απολαύσει κάθε στιγμή από την εναλλαγή συναισθημάτων που ο χαρακτήρας της ηρωίδας σε προκαλεί να νιώσεις.
Αν το βιβλίο σας ήταν/γινόταν ένα κανονικό ταξίδι κάπου στον κόσμο, που θα πηγαίναμε και πόσες μέρες θα κρατούσε;
Μ.Λ.: Στην Ελλάδα φυσικά· στα νησιά της και στο απέραντο γαλάζιο τής θάλασσάς της. Ένα τέτοιο όμορφο ταξίδι θα θέλαμε όλοι να κρατήσει για πάντα. Οι μέρες δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι αρκετές για να καθορίσουν το τέρμα του.
Κλείστε τη μίνι συνέντευξη με μία φράση/παράγραφο από το βιβλίο
Μ.Λ.: Το μεγάλο και δύσκολο παζλ της ζωής της συμπλήρωνε σιγά σιγά τα κομμάτια του κι εκείνη μπορούσε πλέον να πάρει μια βαθιά ανάσα και ν’ απολαύσει την ολοκλήρωσή του με γλυκιά ικανοποίηση. Τα χρώματα μέσα σ’ αυτό είχαν, καθ’ όλη τη διάρκεια της συναρμολόγησής του, πολλές εναλλαγές κι εκείνη έπρεπε πάντα να βρίσκει τον τρόπο να τα συνδυάζει σωστά, για να μπορεί να προχωράει παρακάτω. Είχε ματώσει αρκετές φορές στην πορεία, αλλά η άρνησή της να ηττηθεί την έκανε να σφίγγει τα δόντια κάθε φορά και ν’ αντέχει τον πόνο. Είχε σκύψει πολλές φορές το κεφάλι, αλλά το σήκωσε ξανά και τελικά βρήκε το φως μέσα στο σκοτεινό τούνελ που την είχαν οδηγήσει οι ατυχίες, οι οποίες είχαν βρεθεί στον δρόμο της. Είχε αγωνιστεί με όλο της το είναι για την ευτυχία που βίωνε τώρα, την είχε αποκτήσει με το σπαθί της και σκόπευε να την απολαύσει όσο ποτέ άλλοτε. Είχε φτάσει επιτέλους η ώρα να ξαποστάσει και να γευτεί όλα όσα είχε για πολλά χρόνια στερηθεί. Η ζωή τής έδινε ξανά την ευκαιρία να κάνει καινούρια όνειρα και να κοιτάει με αισιοδοξία το μέλλον· γι’ αυτό, αισθανόταν τεράστια ευγνωμοσύνη.
Ίσως να φταίει η μοίρα για τα δεινά που απάντησες
Στο δρόμο σου, κορίτσι αθώο ακόμα, όμορφο κι αγνό
Με δύναμη, που γνώριζες πως είχες!
Ήταν ο δρόμος δύσβατος κι αγκάθια έγδαραν τα
Νιάτα σου, μα ο ήλιος να φανεί δεν άργησε, αφού
Η ψυχή σου ζωντανή παρέμεινε, για να νικήσει τα σκοτάδια της.
Ίσως ανθρώπινο το φταίξιμο να ήτανε
Σε μια ζωή που σίγουρα δεν διάλεξες!
Μα όρθιο διατήρησες το ανάστημα
Ήταν η μόνη επιλογή που είχες!
Να ζήσεις, να παλέψεις τη ζωή μονάχα ήθελες.
Ήσουν μονάχα εσύ κι η δύναμή σου!
Ίσως ανθρώπινο το φταίξιμο να ήτανε
Σε μια ζωή που σίγουρα δεν διάλεξες!
Μα όρθιο διατήρησες το ανάστημα
Ήταν η μόνη επιλογή που είχες!
Να ζήσεις, να παλέψεις τη ζωή μονάχα ήθελες.
Ήσουν μονάχα εσύ κι η δύναμή σου!
Το μυθιστόρημα της Μαρίας Λιβυκού, Ισμήνη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελκυστής. Παραπάνω, η ίδια, συμπληρώνει την ακροστιχίδα του τίτλου του βιβλίου της -μια στήλη που «κυκλοφορεί» στον ιστότοπο τα τελευταία χρόνια.
Στο οπισθόφυλλο γράφει:
Βολεμένη στην πολυτελή και ταυτόχρονα προστατευμένη ζωή που της προσέφεραν οι γονείς της μέχρι την ηλικία των δώδεκα, δεν υπήρχε τρόπος για την Ισμήνη να ξέρει την άλλη όψη του νομίσματος. Έμελλε όμως να τη γνωρίσει με τον πιο σκληρό και απάνθρωπο τρόπο, όταν ήρθε αντιμέτωπη με την απώλεια παραπάνω από μια φορά στη ζωή της και με μια μοίρα που τη δοκίμασε περισσότερο απ’ όσο η ίδια το άξιζε. «Ισμήνη, κορίτσι μου, πρέπει να φανείς δυνατή», της είπε η μητέρα της μέσα από τα δάκρυά της. «Ο μπαμπάς έφυγε για τη γειτονιά των αγγέλων κι εμείς πρέπει να βρούμε τη δύναμη, όσο ακατόρθωτο κι αν φαίνεται τώρα αυτό, να συνεχίσουμε μόνες μας». Όταν το φοβερό αυτό νέο έφτασε στ' αφτιά της Ισμήνης, ήξερε πως ο κόσμος της δε θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος. Κοίταξε απλώς τη μητέρα της σαν χαμένη, με ένα απέραντο μόνο "γιατί" ζωγραφισμένο στο όμορφο πρόσωπό της. Ένα "γιατί" που θα ήθελε απλά να το φωνάξει όσο πιο δυνατά μπορούσε σ’ εκείνον, ο οποίος αποφάσισε να της στερήσει έναν πατέρα που λάτρευε και να την αναγκάσει να ζει μέσα στον φόβο, την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια. Αρνούμενη όμως να ηττηθεί από τα δυσβάσταχτα δεινά που αντιμετώπιζε, ήταν αποφασισμένη να βρει το φως που θα φώτιζε τα σκοτάδια της. Θα ερχόταν τελικά η λύτρωση και η γαλήνη που απεγνωσμένα αποζητούσε η ψυχή της; Ποιοι θα ήταν οι εχθροί και ποιοι συνοδοιπόροι στον δύσβατο δρόμο που κλήθηκε να βαδίσει;