Η Μαίρη μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό της, τον Γιάννη περιδιάβαιναν τους δρόμους ακολουθώντας πιστά το έθιμο των «Κάλαντων». Μαθητές του δημοτικού γαρ, είχανε τη διάθεση, να συγκεντρώσουνε όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα ώστε να αγοράσουνε δώρα. Ανάμεσα στα διαμερίσματα της διπλανής πολυκατοικίας από εκείνη που διέμεναν, ζούσε ένας ηλικιωμένος που είχε την φήμη του γκρινιάρη και στριμμένου. Οι φίλοι των παιδιών δεν τον προσέγγισαν καθώς ήταν σίγουροι για το μάταιο του εγχειρήματος τους.
Το κοριτσάκι σε αντίθεση με τον αδελφό της, είχε την διάθεση να χτυπήσει με το χέρι της την πόρτα της οικείας του. «Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν άνθρωποι χωρίς αγάπη» του είπε αλλά εκείνος δεν συμμερίστηκε τα λόγια της.
Ξαφνικά μπροστά τους εμφανίστηκε ο οικοδεσπότης. Σε αντίθεση με τα θρυλούμενα, ήταν χαμογελαστός και τα ώθησε με ένα νεύμα του να τραγουδήσουνε τα κάλαντα. Ο Γιάννης ένιωσε έκπληξη ενώ η Μαίρη δικαίωση.
Ξαφνικά μπροστά τους εμφανίστηκε ο οικοδεσπότης. Σε αντίθεση με τα θρυλούμενα, ήταν χαμογελαστός και τα ώθησε με ένα νεύμα του να τραγουδήσουνε τα κάλαντα. Ο Γιάννης ένιωσε έκπληξη ενώ η Μαίρη δικαίωση.
Το χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο τους και η καρδούλα τους «πετάρισε» όταν ο ηλικιωμένος τους πρόσφερε γλυκά και χρήματα, εκτός τις ευχές. Ήταν το ομορφότερο δώρο για τα Χριστούγεννα, που θα μπορούσανε να δεχτούν.
Νίκος Βαρδάκας
Τα χρονογραφήματα του Νίκου συνοδεύει κολάζ από έργα της Elinore Schnurr.