Η Εύα και η Νόρα, ήδη δέκα χρόνια ζευγάρι, αρχίζουν να φθείρονται και η ρουτίνα τους τις έχει αλλάξει. Η απόφαση της Νόρας να ασχοληθεί με το τάι τσι φέρνει τον πειρασμό-Μιρέλλα στη ζωή τους κι αυτό θα είναι η αρχή από μια σειρά γεγονότων που θα αποδομήσουν εντελώς τη σχέση αυτή. Θα καταφέρουν οι δυο γυναίκες να υπερκεράσουν τα εμπόδια που θα δημιουργηθούν; Πόσο δυνατή είναι η αγάπη και πώς θα παλέψουν για να κρατήσουν αυτό που έχουν; Η Μιρέλλα είναι ο καταλύτης ή απλώς η αφορμή;
Ο Μυρώδης Αδαμίδης έγραψε ένα δυνατό έργο για τα ζευγάρια που αφήνουν τον χρόνο να περάσει από πάνω τους, παραιτημένα ή/και επαναπαυμένα από τη ρουτίνα, τη σιγουριά και την ασφάλεια. Κι όμως δε χρειάζεται παρά μόνο μια σπίθα για να ανάψει μια ανεξέλεγκτη πυρκαγιά και να κάνει τις στιγμές και τις αναμνήσεις παρανάλωμα. Το έργο παρουσιάζει δύο ομοφυλόφιλες γυναίκες όμως αυτό δε σημαίνει πως η ιστορία τους δεν μπορεί να θυμίσει οικείες καταστάσεις και άλλων ζευγαριών. Οι διάλογοι των πρωταγωνιστριών, οι σκηνές τους, η χημεία τους, ο δεσμός τους βρίσκουν μια πανανθρώπινη εφαρμογή και ταιριάζουν απόλυτα σε οποιοδήποτε ζεύγος. Τα γεγονότα που παρουσιάζονται τόσο πειστικά είναι αληθινά, καίρια, άμεσα και άκρως ρεαλιστικά.
Από την αρχή η Εύα και η Νόρα με καλωσορίζουν στον κόσμο τους, μου δείχνουν τα πάνω και τα κάτω τους και με βοηθούν να νιώσω αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους. Αγωνία, ανάγκες, επιθυμίες, όνειρα, ελπίδες, σχέδια, ανατροπές γεννιούνται μέσα από την ψυχή και τις πράξεις των ηρωίδων και μου δημιούργησαν μια ποικιλία συναισθημάτων που κυμαίνονταν από το γέλιο ως το δάκρυ κι από τη χαρά ως την έκπληξη. Κι όλα αυτά χωρίς ούτε μία ερωτική σκηνή, χωρίς προκλητικά και αχρείαστα στιγμιότυπα, παρά μόνο με ξεκάθαρη έμφαση στον ψυχισμό ατόμων που όλοι έχουμε κάπου, κάπως συναναστραφεί. Επίσης, ούτε ο κοινωνικός περίγυρος μένει αλώβητος, παίρνει κι αυτός το δικό του μερίδιο ευθύνης κι έτσι το κείμενο αποκτά μια σωστή σφαιρικότητα.
Η Θεοδώρα Σιάρκου ταυτίζεται απόλυτα με τον ρόλο της Εύας Μουράτη. Ψηλή, εντυπωσιακή, όμορφη και ταυτόχρονα με υποκριτική δεινότητα καταφέρνει να ζωντανέψει πειστικότατα μια πρώην τραγουδίστρια 48 ετών που έχει αποσυρθεί από τον χώρο και πλέον ζει από τα δικαιώματα των επιτυχιών της. Είναι εννιά χρόνια μεγαλύτερη από τη Νόρα, έχει συγκεκριμένες ερωτικές επιλογές από την αρχή της ζωής της και δείχνει να αγαπάει πραγματικά τη σύντροφό της. Η Θεοδώρα, με μια ποικιλία από εκφράσεις και με άψογο χειρισμό του σώματός της, δημιουργεί μια περσόνα που αφήνεται να παρασυρθεί σε ένα ερωτικό παιχνίδι και δεν καταφέρνει να χειραγωγήσει τα αισθήματά της. Μόλις όμως μπαίνει και η Νόρα στο παιχνίδι, οι εκφράσεις της αλλάζουν εντελώς και ο χαρακτήρας ξεκινάει μια σειρά από προκλήσεις που θα φέρουν και τις δύο στα άκρα. Η Εύα λατρεύει τα μυρμήγκια και μεγάλο μέρος του κειμένου είναι αφιερωμένο στον τρόπο ζωής τους, στην καθημερινότητά τους και στον στρατιωτικά πειθαρχημένο μικρόκοσμό τους. Μόνο στο τέλος, μέσα από ένα ξέσπασμα της Νόρας, καταλαβαίνουμε το γιατί: «Νιώθω σα μυρμήγκι που αν δε βρεθώ ανάμεσα σε ανθρώπους που με αγαπάνε φοβάμαι ότι θα με πατήσουν»! Και ακόμη πιο τραγικά: «Τα μυρμήγκια ζουν κατά μέσο όρο 60 ώρες. Εγώ θέλω να ζήσω αυτές τις 45-60 ώρες, αρκεί να νιώσω την αλληλεγγύη τους»! Είναι ντόμπρα, προκλητική και κάπου φτάνει να γίνεται χυδαία, μετανιώνοντας όμως σχεδόν αμέσως για τα όρια στα οποία έφτασε. Είναι κατηγορηματική ως προς τις επιλογές της: «Δεν έχω άλλες αντοχές να παλεύω για το αυτονόητο, γι’ αυτό δε θέλω να ξαναγυρίσω στο τραγούδι και τη δημοσιότητα». Απογοητεύεται από την κατάσταση της ελληνικής πραγματικότητας: «Πρέπει για το θέμα του κρεβατιού μας να σφαζόμαστε; Δεν έχουμε άλλα σοβαρότερα προβλήματα να λύσουμε;». Κι όμως αυτή η δυναμική γυναίκα δε θέλει να μιλήσει ανοιχτά για τη σεξουαλικότητά της κι αυτή είναι μια από τις βασικές διαφορές της με τη Νόρα και χάρη στην οποία η πλοκή του έργου παίρνει αναπάντεχες τροπές.
Στον αντίποδα έχουμε τη φωτογράφο Νόρα, που δείχνει επικεφαλής του σπιτιού (όχι της σχέσης), με την καθαριότητα και τις μικροδουλειές να περνάνε από τα χέρια της. Αντιπαθεί τα μυρμήγκια γιατί βρωμίζουν το σπίτι και αγαπάει την Εύα, κάτι που δείχνει μεταξύ άλλων με τις προσπάθειές της να ξυπνήσει το ενδιαφέρον της συντρόφου της για κάτι δημιουργικό. Η Αννίτα Κούλη έχει ένα καταπληκτικό μουτράκι που τη βοηθάει πολύ να εκφραστεί στις ποικίλες σκηνές της: πότε γελάει, πότε κοιτάει με πάθος, πότε νιώθει το σαράκι της ζήλειας να την κατατρώει. Σπιντάτη και μικροκαμωμένη, είναι το ιδανικό αντίβαρο της εντυπωσιακής σκηνικά Θεοδώρας. Εξ αρχής μάλιστα ένιωσα άνετα και οικεία με τα όσα διαδραματίζονταν επί σκηνής όχι μόνο λόγω του καλογραμμένου κειμένου και της σωστής σκηνοθεσίας αλλά κυρίως γιατί οι δύο αυτές ηθοποιοί έχουν μια πολύ δυνατή χημεία και ταιριάζουν απόλυτα σε αυτό το έργο. Ακούνε η μία την άλλη, αγγίζονται, κοιτάζονται, αλληλοσυμπληρώνονται, υπακούοντας στις επιταγές της σκηνοθεσίας και τη ροή του κειμένου όμως δεν παύουν στιγμή να κάνουν την παράσταση δικό τους κτήμα.
«-Τι ακριβώς ψάχνουμε; -Εμάς», «Γιατί υπάρχει αυτή η ένταση; -Γιατί έχουμε παροπλιστεί» είναι ελάχιστοι από τους διαλόγους και τους λεκτικούς διαξιφισμούς των δύο γυναικών που θα μπορούσαν σε χέρια άλλων να καταντήσουν δακρύβρεχτες καταγέλαστες προτάσεις, εδώ όμως έχουμε δύο έμπειρες γυναίκες που έχουν αγαπήσει το κείμενο, έχουν βιώσει την ταυτότητα και τα βιώματα των ηρωίδων που ενσαρκώνουν και τα αναπαριστούν με τέχνη, σκληρή δουλειά και ευρηματικότητα. Δεν κρύβω πως συγκινήθηκα όταν άκουσα την εξής φράση: «Δεν υπάρχει ιδανική κοινωνία, εμείς την κάνουμε. Η σχέση μας με νοιάζει και όχι ο κόσμος». Πρόκειται λοιπόν για το ιδανικό συγκέρασμα καλογραμμένου κειμένου, σωστής σκηνοθεσίας και υπέροχης ερμηνείας.
Η Ελεονώρα Αντωνιάδου στον ρόλο της Μιρέλλας είναι η ιδανική γυναίκα που έμαθε την τέχνη του τάι τσι και δημιούργησε πολύ πειστικά έναν χαρακτήρα ανοιχτό, αυθόρμητο, ευγενικό, με ίσως παραπάνω άνεση και τάση οικειότητας απ’ όση θα έπρεπε να έχει και γι’ αυτό η Νόρα και η Εύα αρχίζουν να κρέμονται από αυτά τα ξέφτια άνεσης και ανοιχτού μυαλού είτε για να μπουν σε πειρασμό είτε για να προκαλέσουν το ενδιαφέρον η μία της άλλης. Η συγνώμη που εκστομίζει η Μιρέλλα προς το τέλος του έργου είναι αμήχανη, άνευρη και άτοπη, φυσικό επακόλουθο των καταστάσεων που η ίδια δημιούργησε. Επομένως η Ελεονώρα δείχνει να δούλεψε εξίσου καλά τον ρόλο της με τις άλλες γυναίκες και εντάχθηκε σωστά στην ιστορία, γι’ αυτό και έχω εικονοποιήσει την Ελεωνόρα ως Μιρέλλα και δεν μπορώ να τις αποσχίσω, ακριβώς όπως συνέβη με τη Θεοδώρα Σιάρκου και την Αννίτα Κούλη ή Εύα και Νόρα αντίστοιχα.
Η Σοφία Αδαμίδου υποδύεται τη μητέρα της Νόρας και ο ρόλος της σε πρώτη φάση μου φάνηκε εντελώς κλισέ, με όλα τα προσδοκώμενα στερεότυπα μιας μάνας: δεν ξέρει ότι το παιδί της είναι ομοφυλόφιλο, όταν το μαθαίνει πιστεύει πως έκανε κάτι λάθος αυτή, αρνείται να το δεχτεί, επιμένει να φτιάξει η κόρη της τη ζωή της μ’ έναν άντρα και να κάνουν παιδιά, κατηγορεί ανοιχτά την Εύα ότι επηρεάζει το παιδί της κι είναι κακό πρότυπο κ.λ.π. κ.λ.π. Μέχρι όμως να τελειώσει η σκηνή της διαπίστωσα μετά λύπης μου πως αυτά ακριβώς τα στερεότυπα συνεχίζουν ακόμα να αναμασώνται σε κάθε οπισθοδρομική ελληνική οικογένεια, προκαλώντας όλα αυτά τα άγχη που εμποδίζουν κάποιον να απολαύσει μια υγιή και αρμονική σεξουαλική ζωή. Ναι, χρειάζεται αυτός ο ρόλος στο κείμενο έστω για να φωτίσει αυτά τα κατάλοιπα και να τονίσει πόσο άκαιρα φαντάζουν πλέον στη σημερινή εποχή και κοινωνία. Η Σοφία Αδαμίδου ήταν καλή σε αυτό που κλήθηκε να παρουσιάσει και την ευχαριστώ που με βοήθησε να καταλήξω σε αυτά τα συμπεράσματα.
Οι τέσσερις αυτές σημαντικές ηθοποιοί έχουν σκηνοθετηθεί από τον Γιάννη Διαμαντόπουλο που χρησιμοποιεί όλη την έκταση της σκηνής για να παρουσιάσει το έργο. Η εξωτερική πόρτα του διαμερίσματος υποτίθεται πως είναι στο πλάι της σκηνής, τα πίσω δωμάτια έχουν κι αυτά τη θέση τους κατά την εξέλιξη της υπόθεσης ενώ διάφορα μικροαντικείμενα αποκτούν ζωή χάρη στην ευρηματικότητα μιας ματιάς που δεν έκανε σε κανένα σημείο στατική την πορεία του έργου. Οι ηρωίδες αλλάζουν συνέχεια θέση και στάση, είναι σωστά συγχρονισμένες, συντονίζονται ιδανικά και ζωντανεύουν το όραμα του σκηνοθέτη με τον καλύτερο τρόπο. Η μουσική του Κωστή Ξενόπουλου δίνει δύναμη και ένταση στις εναλλαγές των σκηνών και οι φωτισμοί του Μανώλη Μπράτση δίνουν την απαραίτητη διάσταση των όσων γίνονται στη σκηνή.
Ο Νίκος Κασσαπάκης που ετοίμασε τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι μια πολύτιμη αρωγή. Το κρεβάτι στο κέντρο της σκηνής, πόλος έλξης και κεντρικό σημείο γύρω από το οποίο κινούνται οι ηρωίδες, είναι εντυπωσιακό και μου άρεσε που παρουσιάστηκε ως ρινγκ με το καναβάτσο και τα γάντια του μποξ. Συνειρμικά σκέφτηκα πως μια σχέση είναι ένας καθημερινός αγώνας, μια πάλη που θέλει αντοχές και καλή (φυσική; Μάλλον ψυχολογική) κατάσταση. Ο καθρέφτης βρίσκεται στο σωστό σημείο, το παραβάν είναι μια νότα κομψότητας, τα υπόλοιπα έπιπλα εκεί που πρέπει. Αυτό που με εντυπωσίασε όμως είναι η ποικιλία των κοστουμιών. Απλά καθημερινά ρούχα, κομψές τουαλέτες και αθλητική περιβολή εναλλάσσονται όπου και όπως πρέπει κι έχουν κάθε λόγο ύπαρξης. Η Αννίτα Κούλη με τα ρούχα της, η Θεοδώρα Σιάρκου με τη ρόμπα και τις τουαλέτες, η Ελεονώρα Αντωνιάδου με τα αθλητικά και η Σοφία Αδαμίδου με το απλό ταγέρ της δείχνουν φινέτσα, γούστο και σωστά μελετημένη ενδυματολογία.
Η Εύα και η Νόρα είναι ένα ζευγάρι που έχει να πει και να παλέψει για πολλά. Η ιστορία τους, η σχέση τους, η ωρίμανσή τους μέσα από απρόβλεπτα γεγονότα, σκιαγραφούν χαρακτήρες οικείους, γνωστούς, καθημερινούς, γεμάτους όμως από ένταση, επιθυμίες και πάθη. Δε διστάζουν να κάνουν λάθη, φοβούνται, ζουν, γοητεύονται, παίζουν και δημιουργούν ρεαλιστικές εικόνες, δημιουργώντας στον θεατή συναισθήματα και ένταση. Είναι μια πραγματικά καλή παράσταση, λιτή, συμπυκνωμένη, μεστή και γεμάτη αφορμές για περαιτέρω συζήτηση.
Συντελεστές:
Παίζουν: Θεοδώρα Σιάρκου, Αννίτα Κούλη, Ελεονώρα Αντωνιάδου.
Φιλική συμμετοχή: Σοφία Αδαμίδου
Σκηνοθεσία: Γιάννης Διαμαντόπουλος
Συγγραφέας: Μυρώδης Αδαμίδης
Δραματουργική επεξεργασία: Σοφία Αδαμίδου
Σκηνικά - κοστούμια: Νίκος Κασσαπάκης
Μουσική: Κωστής Ξενόπουλος
Κίνηση: Αγγέλα Πατσέλη
Φωτισμοί: Μανώλης Μπράτσης
Τrailer: Κωστής Ξενόπουλος
Φωτογραφίες: Γιώργος Γερανιός
Artwork: Δημήτρης Παναγιωτακόπουλος
Επικοινωνία παράστασης-Visionartt: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου
Καλλιτεχνική διεύθυνση Visionartt: Παναγιώτα Παρασκευοπούλου
Στο θέατρο Αλκμήνη, Αλκμήνης 8 Αθήνα, 2103428651 κάθε Σάββατο στις 18.30 και Κυριακή στις 21.00
Περισσότερα για την παράσταση
Φιλική συμμετοχή: Σοφία Αδαμίδου
Σκηνοθεσία: Γιάννης Διαμαντόπουλος
Συγγραφέας: Μυρώδης Αδαμίδης
Δραματουργική επεξεργασία: Σοφία Αδαμίδου
Σκηνικά - κοστούμια: Νίκος Κασσαπάκης
Μουσική: Κωστής Ξενόπουλος
Κίνηση: Αγγέλα Πατσέλη
Φωτισμοί: Μανώλης Μπράτσης
Τrailer: Κωστής Ξενόπουλος
Φωτογραφίες: Γιώργος Γερανιός
Artwork: Δημήτρης Παναγιωτακόπουλος
Επικοινωνία παράστασης-Visionartt: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου
Καλλιτεχνική διεύθυνση Visionartt: Παναγιώτα Παρασκευοπούλου
Στο θέατρο Αλκμήνη, Αλκμήνης 8 Αθήνα, 2103428651 κάθε Σάββατο στις 18.30 και Κυριακή στις 21.00
Περισσότερα για την παράσταση