Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Το έμβασμα

Λένας Μαυρουδή-Μούλιου
Πάει τώρα καιρός που οι δύο φίλες, η Πέρσα και η Μυρσίνη, συνταξιοδοτήθηκαν. Οι αξιαγάπητες κυρίες, έμοιαζαν απλά με ώριμες κυρίες, ευνοημένες θα λέγαμε από τη φύση, καμιά δεκαριά χρονάκια νεότερες από την ηλικία τους. Ζωντοχήρες αμφότερες. Η μία συμπλήρωνε τα κενά της άλλης και αυτό συνηγορούσε στο να μην νιώθουν ποτέ τι εστί μοναξιά. "Μαζί θα ζήσουμε και μαζί θα πεθάνουμε", έλεγαν χαριτολογώντας δήθεν, αλλά πίστευαν σε αυτήν την ρήση μέχρι κεραίας.

Θα μπορούσαν να θεωρηθούν εύρωστες οικονομικά, αφού η σύνταξή τους, κυρίως αυτή της Μυρσίνης σαν Δικαστικού, ήταν από τις καλύτερες, αν δεν ήταν υποχρεωμένες λόγω κρίσης να στηρίζουν σοβαρά τις οικογένειες των παιδιών τους. Κρατούσαν για τον εαυτό τους τα στοιχειώδη, διατροφή, φάρμακα και μικροέξοδα. "Μια χαρά είμαστε. Δεν βαριέσαι, όλα στο μυαλό τ’ ανθρώπου βρίσκονται" συνήθιζαν να λένε. "Δεν λες που μπορούμε και βοηθούμε παιδιά και εγγόνια, κυρίως αυτά. Δωρεάν Παιδεία σου λέει ο άλλος! Πώς αμέ! Ας μας έχει ο Θεός καλά για λίγα ακόμη χρόνια μέχρι τουλάχιστον να ολοκληρωθούν οι φροντιστηριακές τους ανάγκες και θα είμαστε ευγνώμονες, όχι πως δεν είμαστε και τώρα που έχουμε την υγεία μας που είναι Θεού δώρο βέβαια!". Που σημαίνει ότι δεν είχαν το δικαίωμα να "φύγουν" ακόμη. Καλές ως φαίνεται και οι σχέσεις τους με τους καθ’ ύλην αρμόδιους, Παράδεισο μεριά, που άκουγαν την ευχή τους και έπρατταν αναλόγως.

Η ζωή τους λοιπόν, μια ακύμαντη λίμνη που όποιο βότσαλο και αν χάραζε τα αρυτίδωτα νερά της, θα ήταν για λίγο, για πολύ λίγο. Όπως τώρα να πούμε, που ένα απροσδόκητο γεγονός ήρθε εκόντα άκοντα να τους πει "Καλημέρα".

Κάτι περίεργα τραπεζικά εμβάσματα έμπαιναν στον λογαριασμό της Μυρσίνης, της τάξης των 1000 ευρώ μηνιαίως. Αρχικά υπέθεσε ότι κάποια αύξηση στην σύνταξή της ήρθε να ταράξει την μειωμένη ακινησία της. Γρήγορα όμως, αναγκάστηκε να αλλάξει γνώμη καθώς έβλεπε τις συντάξεις των συναδέλφων της να μειώνονται δραματικά. Βρε ρώτησε, βρε απόρησε, βρε τίποτα. Κανείς δεν ήξερε την πηγή των χρημάτων αυτών, που έμπαιναν από κάποια τράπεζα στον λογαριασμό της. Η Μυρσίνη, λόγω έντιμου επαγγελματικού βίου και λεπτότατων χειρισμών των δικαστικών της υποθέσεων, μια καχυποψία περί χρηματισμού την είχε. Γι’ αυτό και αυτή με τη σειρά της τα χρήματα αυτά, τα κατέθετε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Όχι δα τώρα στα γεράματα της να παίρνει λεφτά από άδηλες πηγές, αυτή που δεν είχε πάρει ούτε σεντ αυτού του τύπου στη ζωή της όλη! Και μόνο η πράξη σαν γεγονός, την έθιγε. Παρά ταύτα, το έμβασμα ήταν εκεί, βρέξει χιονίσει και η δικαστίνα έχασε την ηρεμία και τον ύπνο της. Το πιο περίεργο ήταν ότι ούσα συνταξιούχος δεν χειριζόταν καμιά απολύτως υπόθεση για να πεις ότι κάποιος, εμμέσως πλην σαφώς, την δωροδοκούσε, προσδοκώντας σε μια ευνοϊκή απόφαση υπέρ του.

«Πέρσα μου S.O.S.» Στην φίλη της τελικά κατέφυγε, πού αλλού;
Εκείνη αστειεύτηκε: «Για κοίτα φίλε μου. Κάποιου του χαρίζανε και στραβοκατάπινε, όπως έλεγε η γιαγιάκα μου. Σε κερνούν φαγητό και λεφτά; Όχι μη λες, συμπλήρωνε εν τη σοφία των χρόνων που κουβαλούσε στην πλάτη της, η συγχωρεμένη.»
«Εάν ΕΣΥ αυτήν την συμβουλή μου δίνεις, αν δεν το λες αστειευόμενη, τότε πάει άλλαξε ο κόσμος, ήρθαν τα πάνω κάτω. Βρε, είσαι με τα καλά σου; Να επωφεληθώ εγώ μιας επιταγής που δεν ξέρω το πόθεν της; Αυτό μου λες, για να πάψω να στραβοκαταπίνω;

»Επί τη ευκαιρία να σου διηγηθώ ένα περιστατικό που θυμήθηκα και που έχει χαραχτεί βαθιά στη μνήμη μου. Μια φίλη μου, γειτονοπούλα στο σπίτι μου το πατρικό, ημέρα τινά, πηγαίνει στο Ταμιευτήριο να κάνει μία ανάληψη 100 δραχμών περίπου. Μα όταν φτάνει σπίτι της και ανοίγει τον φάκελο με τα χρήματα, αντί 100 δραχμές μετράει δέκα ολοκαίνουρια δεκαχίλιαρα. Για κλάσμα του δευτερολέπτου τής πέρασε από το μυαλό ο πειρασμός να τα οικειοποιηθεί κάνοντας την ανήξερη. Τέτοιες ευκαιρίες ουρανόπεμπτες σπάνια συμβαίνουν στον άνθρωπο, δεν είναι έτσι; Μα το δώρο αυτό, θα το πλήρωνε ακριβά ένας απλά απρόσεκτος πτωχό διάβολος υπάλληλος, με φυλακίσεις, δικαστήρια και ρήμαγμα της ζωής του. Είχε λοιπόν το δικαίωμα να γίνει δήμιος μιας ζωής; Όχι, δεν το είχε.
»Ξανάβαλε λοιπόν τα χρήματα στον φάκελο και ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο ταμιευτήριο παρά την καταρρακτώδη βροχή που έπεφτε αλύπητα επί εμψύχων και αψύχων. Μπορεί να ήταν ακόμη μία δικαιολογία για την καθυστέρησή της αλλά για την άλλη πλευρά, το πιο πιθανόν θα ήταν να νομίζουν ότι δεν το είχε σκοπό να τα επιστρέψει. Και μόνο σαν σκέψη αυτό, την έκανε να ρισκάρει ακόμη και το κατάβρεγμα της με τις όποιες συνέπειες για την υγεία της. Αρπάζει την ομπρέλα της και πριν καλά καλά ανοίξει την πόρτα της, ακούει κτυπήματα και εκκλήσεις: Ανοίξτε ανοίξτε για όνομα του Θεού, ανοίξτε!
»Ανοίγει και βλέπει έναν άνθρωπο βρεγμένο μέχρι το κόκαλο να την ρωτάει κλαίγοντας σχεδόν: "Συγγνώμη, δεν είστε η δεσποινίς Κλειώ Δενδρίγου; Σας θυμάμαι. Ελόγου μου είμαι ο ταμίας του Ταμιευτηρίου όπου πριν λίγο κάνατε εσείς μεν μίαν ανάληψη, και εγώ ένα ολέθριο λάθος".
"Ησύχασε άνθρωπε μου έπεσες σε καλά χέρια και αυτά τα χέρια ετοιμάζονταν να έρθουν και να επανορθώσουν. Πάμε μαζί στο μαγαζί σου, να είναι και άλλοι μπροστά που θα σου δίνω τα αντιπαθητικά σου δεκαχίλιαρα. Ξέρω κι εγώ; Οι καιροί είναι πονηροί"…
»Εκείνος, μόνο που δεν την προσκύνησε. Τρέμοντας, της δίνει έναν άλλο φάκελο με το σωστό ποσό. "Σωστό" είπατε;
"Άνθρωπε μου μόνο για ταμίας δεν κάνεις. Εδώ μέσα είναι όχι 100 αλλά 120 δραχμές, κοίτα και μόνος σου."
"Είπα να σας κεράσω έναν καφέ της παρηγοριάς τρομάρα μου!"
"Ταμία της πυρκαγιάς, με δωροδοκείς εν ώρα υπηρεσίας σου; Αυτό και αν είναι κακούργημα. Θέλεις και καλά να γίνω συνένοχός σου τρόπο τινά; Πάρε το εικοσάρι σου, που Κύριος οίδε πόση ανάγκη το έχεις, πάρε και τα 100.000 σου και άμε στο καλό".

»Έτσι που λες Πέρσα μου, με τις δωροδοκίες έχω ένα απωθημένο και παράδειγμα προς μίμηση της κοπέλας της νιότης μου. Και τώρα τούτο εδώ;»

«Κατ’ αρχάς, αν δεν ηρεμήσεις και δεν μου υποσχεθείς ότι με την αγωνία σου δεν θα πάθει τίποτα η πολύτιμη υγεία σου, από μένα μη περιμένεις βοήθεια. Μα είσαι μωρέ με τα καλά σου; Εδώ βοηθάμε ξένους ανθρώπους και δεν θα βοηθήσω τη φίλη μου που η ζωή της μετράει περισσότερο από την δική μου στο χρηματιστήριο αξιών της αγάπης; Και βέβαια πιάνουμε δουλειά αμέσως».
«Το ότι δεν το κατέθεσα το γεγονός, δεν είναι επιλήψιμο;»
«Α, τι να σου πω, αυτό ανήκει στα δικά σου χωράφια κορίτσι μου. Μου φαίνεται πάντως ότι είσαι καλυμμένη αφού τα κατέθεσες στο Παρακαταθηκών και Δανείων ή όπως αλλιώς λέγεται η Υπηρεσία που τα πήγες. Φανερώνει την ακεραιότητά σου σαν πρώην δικαστίνα, αλλά και σαν απλή πολίτης. Προσωπικά νομίζω ότι θα πρόκειται για μία ιδιότυπη δωρεά από κάποιον που χειρίστηκες την υπόθεσή του στο παρελθόν και σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης, ξέροντας ότι είσαι άμεμπτη και δεν χρηματίζεσαι, θέλησε να σε ανταμείψει εν καιρώ ισχνών αγελάδων, με τούτο το έμβασμα. Όσο το σκέπτομαι, εκεί καταλήγω Μυρσίνη μου. Άφησε να δούμε πόσο μεγάλη είναι πια αυτή η ευγνωμοσύνη και πόσο θα κρατήσει.»

Η πρώην δικαστίνα όμως, έκανε κάτι απλό. Έκλεισε τον τραπεζικό της λογαριασμό και άνοιξε έναν καινούριο, που δεν τον ήξερε κανείς. Άντε και θα έβλεπε τι μέσων θα μετέρχονταν τώρα ο δωρητής, σε περίπτωση που επέμενε. Μα, ω της έκπληξης, μητέρας όλων των εκπλήξεων, το μυστηριώδες χιλιάρικο ήταν ΕΚΕΙ και πάλι! Θεέ και Κύριε, πώς γνώριζε ο καταθέτης τον αριθμό του λογαριασμού της που ούτε η κόρη της γνώριζε ακόμη, μα ούτε και η Μυρσίνη η ίδια; Υποτίθεται ότι αν κάποιος, τον ήθελε τον λογαριασμό του απόρρητο, τον είχε, όπως τουλάχιστον την διαβεβαίωσαν οι αρμόδιες τραπεζικές υπηρεσίες. Μα και πάλι, σαν πόσο μυστικός ο λογαριασμός μπορεί να θεωρηθεί όταν γίνονται συναλλαγές από υπαίθρια Α.Τ.Μ;

«Αυτό είναι Μυρσίνη. Ο δωρητής σε παρακολουθεί και από την γλώσσα του σώματος και την πληκτρολόγησή σου, μαθαίνει τον λογαριασμό σου. Την επόμενη φορά που θα έχεις μια συναλλαγή, εγώ θα είμαι κάπου κοντά και θα βιντεοσκοπώ τα πέριξ. Πόσες φορές οι τράπεζες δεν έχουν συμβουλεύσει τους πελάτες τους να καλύπτουν το πληκτρολόγιο στις συναλλαγές τους; Μάταια. Λίγοι είναι αυτοί που συμμορφώνονται.»

Έτσι και έγινε ακριβώς όπως το υπέθεσε η Πέρσα. Στο φακό της είδε καθαρά έναν νεαρό, να έχει στρέψει την φωτογραφική του μηχανή στο επίμαχο σημείο του Α.Τ.Μ. με τη Μυρσίνη επί τω έργω. Τι το ενδιαφέρον έβρισκε ένας νεαρός να φωτογραφίζει μια γηραιά κυρία και ένα μηχάνημα;

«Οπότε φιλενάδα ξέρουμε πια το πώς βρήκε τον λογαριασμό σου ο νεαρός φωτογράφος, που εστιάζω κατ’ αρχάς σ’ αυτόν. Κάνω ζουμ πάνω του. Ευκρινέστατη η εικόνα του, σού λέει κάτι;»

Στη Μυρσίνη κάτι θύμιζε, αόριστα και θολά. Ανακαλούσε στην μνήμη της εικόνες, χώρους, μα αδύνατον να προσδιορίσει την αίσθηση που είχε ότι κάπου τον ξέρει. Έφερε στο μυαλό της ιστορίες που είχε χειριστεί τα τελευταία πριν την σύνταξή της χρόνια μα τότε ο νεαρός κύριος θα ήταν ακόμη πολύ πιο νεαρός! Παρά ταύτα, από μια ανεξήγητη παρόρμηση, εστίασε σε μιαν υπόθεση που θυμόταν καλά, γιατί ήταν τόσο ασυνήθιστη, όσο και ενδιαφέρουσα.

Ένας πάρα πολύ πλούσιος επιχειρηματίας και λαμπρός οικογενειάρχης, ξαφνικά του σάλεψε κατά το κοινώς λεγόμενο και οδηγούμενος από μια περίεργη απέχθεια για τον Μαμωνά άρχισε να μοιράζει επιταγές πολλών χιλιάδων ευρώ σε φίλους και γνωστούς, σαν να ήθελε να ξεφορτωθεί από πάνω του το χρήμα που απέκτησε με τόσον κόπο και απώλεια του χρόνου του. Η επιχείρησή του άρχισε να κινδυνεύει και ο γιος του, ένας φέρελπις νέος οικονομολόγος, βρέθηκε προ του διλήμματος είτε να εγκαταλείψει το πόστο του στην εταιρεία ή να εγκαταλείψει την πατρική στέγη ή και τα δυο και να πάρει των ομματίων του που λένε. Ο γέρος, ήταν εμφανές, είχε απολέσει τας φρένας. Σε πολύ λίγο θα κατέβαζαν ρολά. Η πτώχευση, δεν ήταν πια μια απειλή, αλλά τους είχε ήδη "αγκαλιάσει" και οι δανειστές, ο καθημερινός εφιάλτης του νεαρού.
Σε απελπισία οικονομική μα και συναισθηματική, αναγκάστηκε να βάλει τον πατέρα του στο ψυχιατρείο, και να αναλάβει εκείνος τα ηνία της επιχείρησης μήπως και μπορέσει και ανακάμψει. Την όλη υπόθεση την είχε αναλάβει η Μυρσίνη που είχε συγκινηθεί από το δράμα του νεαρού άντρα, που είχε όλα τα δίκια με το μέρος του.
Η Πέρσα θυμήθηκε πόσο είχε συγκινήσει η ιστορία εκείνη την φίλη της, αλλά και την ίδια. Μια μέρα, βρέθηκαν οι τρεις τους μαζί, Πέρσα, Μυρσίνη και νεαρός, σε γεύμα εργασίας και ερωτεύτηκαν το παλικάρι που ομοίους του δεν βρίσκεις και πολλούς την σήμερον. Τον βοήθησαν όσο μπορούσαν, η κάθε μια από το μετερίζι της και συνετέλεσαν πάρα πολύ στο να έχει το θέμα αίσιο τέλος. (Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που ίσως την αφηγηθούμε κάποτε).
Μα βέβαια, μα βέβαια! Ο νεαρός φωτογράφος δεν ήταν άλλος από τον Φρίξο, που λίγο έλειψε τότε να τον υιοθετήσει η Μυρσίνη! Αλλαγμένος φυσικά, με το μουσάκι και το μουστακάκι του, όπως συνηθίζουν σήμερα οι νέοι, μα τα μάτια του τα μελιά που έσταζαν γλύκα δεν αλλάζουν εύκολα.
Είχαν χρόνια να ανταμώσουν, μα ο Φρίξος ποτέ δεν ξέχασε την φίλη του που κυριολεκτικά τους έσωσε όλους, τότε. Θέλησε λοιπόν εν καιρώ κρίσης να βοηθήσει την σωτήρα του, με τον μόνο τρόπο που θεώρησε έντιμο. Ένα είδος ισόβιας σύνταξης που θα συμπλήρωνε την κουτσουρεμένη δική της. Είχε την ελπίδα ότι εκείνη θα την δεχόταν, μα η Μυρσίνη ήταν υπεράνω δωρεών είτε μικρών είτε μεγάλων…

Με το που είδε καλύτερα τη φωτογραφία λοιπόν, αναγνώρισε το αγόρι της όπως αποκαλούσε τον Φρίξο και αναφώνησε κατασυγκινημένη:
«Ώστε με θυμάται το παιδί μου; Πόσα χρόνια έχω να το δω!»
«Το αγόρι σου όμως, να που σε θυμάται. Και σίγουρα αυτός είναι ο μηνιαίος σου επισκέπτης. Το αν δεχτείς ή όχι το δώρο του, δική σου η απόφαση μιας και τώρα ξέρεις τον δωρητή. Πάντως αν θέλεις την γνώμη μου, το να βοηθάμε τους φίλους σε καιρούς χαλεπούς, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί χρηματισμός. Στη θέση του το ίδιο θα έκανες κι εσύ. Σκέψου το λοιπόν.»

🌷

Copyright © Λένα Μαυρουδή-Μούλιου All rights reserved
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε έργο της αυτοδίδακτης Sofia Bonati η οποία φτιάχνει πορτραίτα γυναικών που συνδυάζονται με αφηρημένα περιβάλλοντα, ζαλιστικούς λαβύρινθους και φλοράλ σχέδια.

Από την ίδια:
Το μπαμ
Να γινόταν λέει

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα