Πολλοί γνωρίζετε τον άνθρωπο πίσω από τον Ντάργουιν τον νάνο ή την παχουλή βατραχίνα ή τους καρχαρίες ή τον ταχυδρόμο... Γενικότερα, πολλοί γνωρίζετε τον Στέφανο Παπαδόπουλου μέσα από τα παιδικά βιβλία του, τους όμορφους χάρτινους ήρωές του και τις διδακτικές περιπέτειές τους, όμως, πόσοι ξέρετε ότι ο ίδιος έχει υπογράψει ένα μυθιστόρημα ενηλίκων και μάλιστα με πολεμικό χαρακτήρα;
Ο Στέφανος Παπαδόπουλος παραδίδει μαθήματα συγγραφής με το «Κοσμικό βαλς» και δείχνει -πια- ξεκάθαρα ότι ανήκει δικαίως στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής του. Χρησιμοποιεί όμορφο, αισθαντικό λόγο και πληθώρα χρωματισμών σε αυτήν την πολυπολιτισμική ιστορία που «ποντάρει» στη διαφορετικότητα και την ποικιλία χαρακτήρων, γνωρίζοντας πολύ καλά πώς να κάνει ενδιαφέρουσα μια αφήγηση, πώς να δομήσει διαλόγους με ευφυΐα και πνεύμα, πώς να χρησιμοποιήσει παραστατικές παρομοιώσεις και μεταφορές στο σωστό μέτρο, πώς να βάλει εικόνες με εικόνες σε άλλες εικόνες, πώς να έχει σκοπιμότητα και ουσία, πώς να γίνεται πολυδιάστατος κι εσωτερικός και παράλληλα παραμυθένιος και γήινος -και υπερ-γήινος!- γοητεύοντας τον φιλαναγνώστη, όχι με τυποποιημένες εντυπώσεις ή γνωστά κλισέ, μα χαρτογραφώντας σειρά τη σειρά την ατμόσφαιρα, τις συνθήκες και τον ψυχισμό όλων. Τίποτα περιττό ή πλεονάζον δε θα διατρέξει το βλέμμα και οι ιστορήσεις πρώτου προσώπου, που συνθέτουν τη δομή, θα δημιουργήσουν τις διαδοχικές μαρτυρίες που συμπληρώνουν τη μεγάλη εικόνα.
Με τον πρόλογο θα εξηγήσει ότι είναι ένα ταξίδι στο μέλλον, ακουμπισμένο πάνω στο όραμα μιας γυναίκας η οποία δεν πιστεύει στους κανόνες, στους νόμους. Πιστεύει στην αστείρευτη δημιουργικότητα της φαντασίας... εξηγώντας ταυτόχρονα ότι στην υπόθεση υπάρχουν έξι ιδιαίτεροι μαθητές της Σχολής που θα χορέψουν με το πεπρωμένο για παρτενέρ ο καθένας το δικό του Κοσμικό Βαλς, πότε στο φως και πότε στη σκιά, πάντα όμως κάτω από την αόρατη φιγούρα της εξαφανισμένης τους δασκάλας και πως αυτό το βιβλίο είναι (ένας) φόρος τιμής σ' αυτόν τον αόρατο δεσμό που γεννιέται ανάμεσα στους ανθρώπους.
Τίποτα από τα παραπάνω όμως δεν έχει τόση σημασία για τον βιβλιόφιλο, αν εκείνος δε θελήσει να εισχωρήσει στον κόσμο του συγγραφέα· εκεί όπου θα βρει ατμοσφαιρικότητα και μαγεία. Τα δυο στοιχεία που μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι θεμελιώνουν την αίσθηση της αναγνωστικής εμπειρίας πέρα από τις συγκινήσεις και όλες τις άλλες εκπλήξεις που επιφυλάσσει.
Υ.Γ.: Ένα μυθιστόρημα φαντασίας -μειώνεται από αυτόν τον χαρακτηρισμό- που πέρα όλων των άλλων περιέχει την πιο ακέραιη περιγραφή-ορισμό του Παρισιού, την καμουφλαρισμένη προτροπή: να μάθω τι υπήρχε πέρα απ' τα όρια και τη συμβουλή: κανείς, ποτέ, δεν πρέπει ν' αποκλείει το απίθανο.
Το μυθιστόρημα του Στέφανου Παπαδόπουλου, Κοσμικό βαλς, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δερέ.
Ευχαριστώ τον συγγραφέα και τις εκδόσεις Δερέ για τη διάθεση του βιβλίου.
Το παραπάνω περιέχει αποσπάσματα.
Ο Βλαντίμιρ Ίλιτς Γκουντούνοφ κάθεται στο γκρι τραπέζι της γκρι κουζίνας του γκρι διαμερίσματός του σε μια γκρίζα συνοικία της Αγίας Πετρούπολης. Ακόμα και το φαγητό που αχνίζει μέσα στο πιάτο του φαίνεται γκρίζο. Το χρώμα έχει εγκαταλείψει τον κόσμο του Βλαντίμιρ εδώ και πολλά χρόνια, όπως κι η όρεξή του, όπως και το χαμόγελο της γυναίκας του.
Η Ιρίνα κάθεται απέναντί του σιωπηλή, συρρικνωμένη, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω απ’ το δικό της πιάτο. Σπανίως βλέπει πια τα όμορφα γαλάζια μάτια της, κι ίσως είναι καλύτερα έτσι. Εκεί που βρισκόταν παλιά όλη η χαρά της ζωής κατοικεί τώρα μια βαθιά θλίψη. Δεν αντέχουν πια να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο. Έχουν στρέψει το βλέμμα τους προς τα μέσα. Ο καθένας κλεισμένος στο δικό του πύργο χωρίς παράθυρα, δύο άνθρωποι μονάχοι σ’ ένα τραπέζι στρωμένο για τρεις.
Το πιάτο του Σεργκέι, σερβιρισμένο με πολλή αγάπη απ’ τη μητέρα του –όπως κάθε βράδυ– κρυώνει ανέγγιχτο, περιμένοντας το μονάκριβο γιο τους να γυρίσει. Ο Σεργκέι όμως δε θα γυρίσει απόψε… ούτε αύριο ούτε κανένα άλλο βράδυ. Ο Σεργκέι χάθηκε πριν από πέντε χρόνια στον πόλεμο στην Αμαρκάνδη, και μόνο η ανάμνησή του στοιχειώνει ακόμα τα άδεια κουφάρια των γονιών του. Η Ιρίνα γνωρίζει πως ο γιος της σκοτώθηκε ηρωικά στη μάχη. Έκλαψε μπροστά στο φέρετρο –καλυμμένο με τη σημαία της πατρίδας της– μαζί με τις άλλες μητέρες. Άκουσε το φόρο τιμής των τουφεκιών και τον εθνικό ύμνο της χώρας της να υψώνεται στον παγωμένο ουρανό της βόρειας Ρωσίας.
Δεν έπαψε όμως ούτε μια μέρα να μαγειρεύει τα αγαπημένα του φαγητά και να σερβίρει το πιάτο του, μαζί με ένα ποτήρι βότκα, στο βραδινό τραπέζι. Το πιάτο γυρίζει πάντα γεμάτο στο νεροχύτη και το ποτήρι πάντα άδειο.