Έφυγε σαν άλλος Καζαντζάκης, να υποβάλει τη λιτή κι απέριττη αναφορά του, όχι μόνο στο Γκρέκο, αλλά και στο Ρήγα και στον Κάλβο και στο Σολωμό και στο Βάρναλη και στο Σεφεριάδη και σε όλους τους πατέρες του νεώτερου ελληνισμού.
Ο Μανόλης Ανδρόνικος δεν ήταν Ελλαδίτης. Ήταν Έλληνας. Και έχει τεράστια σημασία η διαφορά αυτή, όσο κι αν φαίνεται ανεπαίσθητη. Διότι άλλο πράγμα είναι να είσαι πολίτης του μίζερου και ραχιτικού ελλαδικού κράτους και άλλο πράγμα είναι να είσαι και να αισθάνεσαι τέκνο του ιστορικού ελληνικού χώρου, δηλαδή κληρονόμος του ελληνιστικού κόσμου και πολιτισμού, κληρονόμος της γιγαντιαίας βυζαντινής κιβωτού, κληρονόμος του μεταβυζαντινού ελληνικού κλέους.
Συνηθισμένοι και ίσως κακομαθημένοι από τον αρχαιολογικό πλούτο της χώρα μας, θεωρώντας σχεδόν αυτονόητη την παρουσία μνημείων σε κάθε τόπο, αποδίδουμε συνήθως ελάχιστη τιμή στους αρχαιολόγους μας, σε όσους αφιερώνουν τη ζωή τους ανασκάπτοντας το παρελθόν, πλουτίζοντας τη γνώση της ιστορίας. Με τον Μανόλη Ανδρόνικο και τη δράση του, η χλωμή για τον μέσο πολίτη εικόνα της επιστήμης, που πρέσβευε ο σοφός καθηγητής, φωτίστηκε από το δέος.
Ο Μανόλης Ανδρόνικος πρώτα από όλα και πάνω από όλα ήταν δάσκαλος. Όχι μόνο στην πανεπιστημιακή έδρα και στις αίθουσες των ομιλιών, ούτε μόνο στα συναπαντήματα των στενών φιλικών του κύκλων ή στις ομάδες των συνεργατών του, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν τη σημασία του κατ’ εξοχήν έργου του, του ανασκαφικού.
Πέρα από τα βιβλία και τις μελέτες του, τις ειδικές πραγματείες τις καταχωρημένες σε έγκυρα έντυπα επιστημονικού προβληματισμού, αυτό που μας λείπει είναι ο συνεχής του αγώνας για τη δημοσιοποίηση των επιστημονικών και πνευματικών κατακτήσεων για το συκοφαντημένο χρέος της "εκλαΐκευσης". Είχε μάλιστα απόλυτη συνείδηση πως υπερασπιζόμενος μαχητικά το πρότυπο αυτό της επικοινωνίας, ανάμεσα στη εξειδικευμένη έρευνα και τους φυσικούς της αποδέκτες, συνέχιζε έναν αγώνα που είχαν ήδη ξεκινήσει παλαιότερα και δικοί του φωτισμένοι δάσκαλοι, ο Κωνσταντίνος Ρωμαίος και Χρήστος Καρούζος.
Είπαν πως ήταν τυχερός. Τυχεροί όμως είμαστε εμείς ως αποδέκτες και καρπωτές του έργου του. Οι βασιλικού τάφοι της Βεργίνας δεν τίναξαν βέβαια από μόνοι τους τους όγκους των χωμάτων που είχε στοιβάξει η λήθη για να μας χαρίσουν το εκτυφλωτικό τους φως. Χρόνια ολόκληρα μόχθησε ο Μανόλης Ανδρόνικος, σπιθαμή προς σπιθαμή, την έκταση της περιοχής και την ιστορική της διάρκεια, σε μια συνεχή εξοντωτική σύγκρουση με τις υπεκφυγές και την αναβλητικότητα της γραφειοκρατίας, με τις αντιξοότητες της μικρόνοιας και τη διαβρωτική επίδραση της μικροψυχίας. Μέχρι ότου αναδυθεί η χρυσή ελληνικότητα του χώρου, ασκίαστη από τις υποψίες των συμπτώσεων και τις επιταγές των ευκαιριακών επιλογών, για να αναστηλώσει το ηθικό μας και να ενισχύσει το κύρος μας.
Σε μια εποχή όπου η έννοια των προτύπων έχει διαβρωθεί με την υπερβολή αξιών της στιγμής, η προσωπικότητα του Ανδρόνικου ήλθε να προστεθεί σε εκείνες που χωρίς την πίστη, το έργο και την παρηγοριά της παρουσίας του θα είμαστε μια ασήμαντη κουκκίδα στο χάρτη. Είναι οι μόνες αξίες που κρατάνε αυτό τον τόπο, αλλά και που κάνουν τους άλλους να τον φθονούν και να ζητάνε να αρπάξουν μερίδια που δεν τους ανήκουν. Τι μας διασώζει; Η ενότητα, η ομοψυχία, η εγρήγορση, αρετές που καταφαίνονται τις μέρες μας, με το ενδιαφέρον των απανταχού Ελλήνων. Και φυσικά η διαφύλαξη, η διαρκής έγνοια και η προβολή του πολιτισμού μας, που είναι η μόνη απάντηση, το μόνο ισχυρό αντίδοτο στα όσα απειλούν να μας αφανίσουν. Το οφείλουμε στον εαυτό μας, σε αυτούς που θα ’ρθουν, στους Ανδρόνικους που εξέθρεψε και θα εξακολουθεί να εκθρέφει αυτός ο τόπος.