Η επιλογή του πρώτου προσώπου με τον κραδασμό της απελπισμένης αυτοαναφορικότητας, το ύφος σε ρυθμό κουβέντας εξομολογητικής σαν να σιγοψιθυρίζονται οι στίχοι στο αυτί του συνομιλητή, αλλά και ο τόνος της φωνής που πάει να σβήσει σε ένα λυγμικό κλάμα, συνθέτουν το ποιητικό προφίλ της δεύτερης μετά τον πόλεμο γενιάς. Και ο Βύρων Λεοντάρης υπήρξε μία από τις χαρακτηριστικές, καίριες και παρεμβατικές φωνές της.
Ο ποιητής που αγκάλιασε το καινούριο και συνέπλεε με το παλιό, υπήρξε από τους σημαντικότερους ποιητές των τελευταίων δεκαετιών. Ξεκινώντας από το 1949 και τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά και φτάνοντας τους στίχους του έως τις μέρες μας, κατέγραψε στα ποιήματά του την ένταση της ύπαρξης, την πολιτική αγωνία, τον εγκλεισμό και τη ματαίωση, τον αγώνα πέρα από τον καθησυχασμό των δογμάτων και βεβαιοτήτων, την τυραννία της ποίησης και την ηθική χρεοκοπία του μεταπολεμικού κόσμου. Από ποίημα σε ποίημα, από συλλογή σε συλλογή, από δοκίμιο σε δοκίμιο, θα πάρουν ιστορικότητα οι βαθιές αμυχές, τα τραύματα του κόσμου, οι κατεστημένες θεωρίες και φόρμες, οι απελπισμένες φωνές και το βουερό κλάμα: «Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο/ βολεύτηκε σ’ αυτή την προσφυγιά/ πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων/ όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά/ μιλάει μόνο με σχήματα/ μεσ’ στην οχλαγωγία της ερημιάς/ στις φαντασμαγορίες του τίποτε».
Ο Βύρων Λεοντάρης γεννήθηκε στη Νιγρίτα Σερρών το 1932, σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος. Πρωτοεμφανίστηκε το 1954 με την ποιητική συλλογή «Γενική αίσθηση». Συνεργάστηκε με τα περιοδικά «Κριτική», «Εφημερίδα των ποιητών», «Επιθεώρηση Τέχνης» κ.α. ενώ ήταν μέλος της εκδοτικής ομάδας «Μαρτυρίες», ενός σχετικά αφανούς εντύπου κριτικής και λογοτεχνίας που ήταν φορέας έκφρασης μιας ομάδας φίλων ποιητών και κριτικών (ανάμεσά τους η Ζέφη Δαράκη, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, ο Μάριος Μαρκίδης κ.α.), ενώ από το 1971 και έπειτα μετεξελίχτηκαν στο περιοδικό «Σημειώσεις».
Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και τουρκικά. Μεταξύ των δεκατριών ποιητικών βιβλίων του παραθέτουμε τους ποιητικούς κύκλους: «Ορθοστασία» (1957), «Ανασύνδεση» (1962), «Κρύπτη» (1982), «Εκ περάτων» (1996), «Εν γη αλμυρά» (1996) – Κρατικό Βραβείο Ποίησης, «Έως…» (2006). Παράλληλα με τις εκδόσεις των ποιητικών συλλογών του έγραψε δοκίμια για την ποίηση, για τη γραφή και το βιβλίο, για τον Καρυωτάκη, τον Καβάφη, για τους «ποιητές της ήττας». Τα κείμενά του δεν περνούσαν απαρατήρητα, προκαλούσαν πάντοτε αψιμαχίες, έντονες αντιδράσεις και παρανοήσεις, οι οποίες, σε μεγάλο βαθμό, παραμένουν όρθιες μέχρι σήμερα. Ως κριτικός λογοτεχνίας και δοκιμιογράφος άφησε ισχυρό, σαφές και σημαίνον το αποτύπωμα της σκέψης του πάνω στο σώμα της λογοτεχνίας μας. Ένα αποτύπωμα ταυτόσημο και συμπληρωματικό με αυτό της ποίησης, όσον αφορά τις ιδέες που το συνέχουν.
Θρεμμένη η ποίησή του από το βίωμα της ματαίωσης του κοινωνικού οράματος, σχεδόν συμπλέκεται με εκείνη του Αναγνωστάκη, του Κλείτου Κύρου, του Θανάση Κωσταβάρα, εγκλωβίζοντας συνάμα τη διπλή ενοχή των άκαπνων επιγόνων: «Έσπασα πια τις σάλπιγγες/ έκαψα τις σημαίες./ Τώρα μιλώ με την ανθρώπινη φωνή μου./ Αχ, τώρα σας μοιράζω την ψυχή μου/ -κι εσείς γυρνάτε αλλού το πρόσωπο», και, στο ίδιο περίπου μοτίβο, «Τόσοι αγώνες – δίχως μάχη/ τόσες μαγείες – δίχως θάμα/ κρυφά θα φύγει δίχως να’ χει/ αφήσει ούτε ένα ίχνος η γενιά μας», όπου εμφανώς η συλλογική αίσθηση και ο ιστορικός ορίζοντας πρυτανεύουν.
«Ο λεονταρικός λόγος δεν παρηγορεί τον αναγνώστη, ούτε αναπαύεται και ο ίδιος στην ποίησή του. Η παραμυθία που χαρίζει η χάρη της ποίησης, έχει δώσει τη θέση της σε μια δίκοπη λεπίδα που διαπερνά τόσο τον ίδιο τον ποιητή όσο και το ποίημα. Κι αυτή τη δίκοπη λεπίδα νιώθει ο αναγνώστης επίσης να τον ανατέμνει σε κάθε στίχο, φτάνοντας έως τον σκοπό και το αποτέλεσμα του ποιήματος», γράφει η ποιήτρια Εύα Μοδινού σε δοκίμιό της.
«Ανάγκη πάσα ν’ αγγίξουμε την αληθινή πληγή μας», «θα’ ναι φριχτό να φύγουμε έτσι, δίχως/ μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή/ -άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή,…/ άνθρωποι που «διελύθησαν ησύχως…» θα ισχυριστεί κάποια στιγμή ο ίδιος ο ποιητής.
Ο Βύρων Λεοντάρης απελευθερώθηκε από την ποίηση. Ανάγκη πάσα να αγγίξουμε την πληγή του -να τον ακούσουμε. Η απουσία του μας αφήνει μόνους με ό,τι ειπώθηκε. Μας αναθέτει μιαν ακόμα δουλειά στο επικοινωνιακό παιχνίδι «ποιητής-ποίημα-αναγνώστης»: να αναλάβουμε την πλήρη ευθύνη αυτού που ακούμε. Έφυγε στις 6 Αυγούστου 2014 σε ηλικία 83 ετών, αφήνοντάς μας τη γενναιότητα της γραφής του, εκείνη ακριβώς την ιδιότητα και στάση που σπανίζει στα πνευματικά μας δρώμενα.