Μετά τις σπουδές άρχισε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία και παράλληλα δέχθηκε τη θέση του διευθυντή Πολιτιστικού Προγράμματος στην Κρατική Ιταλική Τηλεόραση. Αυτή η θέση του έδωσε την ευκαιρία να δει την κοινωνία μέσα από τα μάτια των ΜΜΕ, που τότε μονοπωλούνταν και ελέγχονταν από την κυβέρνηση. «Σήμερα μόνο οι ηλίθιοι κάνουν δικτατορίες με τανκς, από τη στιγμή που υπάρχει η τηλεόραση» είχε δηλώσει αργότερα.
Ο Έκο ακροβατούσε πάντα μεταξύ πανεπιστημιακής ζωής και μυθοπλασίας, χαρίζοντας στην ανθρωπότητα μια σειρά από ανεπανάληπτα μυθιστορήματα. Επέλεξε το «Όνομα του Ρόδου» ως τίτλο για το πρώτο του έργο διότι, όπως έλεγε, «το ρόδο είναι τόσο πλούσιο σε νοήματα που δε σου έχει μείνει πια σχεδόν τίποτα». Όταν είναι κάτι φορτισμένο συμβολικά και φορτωμένο σημειολογικά, καταλήγει να μη λέει τίποτα. Αυτός ακριβώς ήταν ο στόχος του, να χρησιμοποιήσει, δηλαδή, ένα τίτλο που να μην προδίδει το περιεχόμενο του βιβλίου, να μη χειραγωγεί τον αναγνώστη. Ακολούθησαν τα έργα του «Το εκκρεμές του Φουκώ», «Το κοιμητήριο της Πράγας», «Η μυστηριώδη φλόγα της βασίλισσας Λοάνα» και το «Φύλλο Μηδέν».
Πολύγλωσσος, παντρεμένος με Γερμανίδα, ο Έκο δίδασκε σε πολλά πανεπιστήμια, ειδικά στην Μπολόνια, όπου διατηρούσε την έδρα της σημειωτικής ως τον Οκτώβριο του 2007, όταν πήρε σύνταξη. Όπως είχε εξηγήσει, ασχολήθηκε αργά με τη λογοτεχνία γιατί θεωρούσε τη συγγραφή μυθιστορημάτων ενασχόληση για παιδιά, κάτι «που δεν έπαιρνε στα σοβαρά».
Υπήρξε ευφυής και γεμάτος χιούμορ παρατηρητής και μελετητής της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όχι όμως σε ατομικό, αλλά σε κοινωνικό επίπεδο. Προσπαθούσε να διακρίνει και να κατανοήσει σε βάθος αυτές τις συμπεριφορές, ώστε να ερμηνεύσει με ποιο τρόπο δημιουργούνται και διαμορφώνονται οι ταυτότητες του συλλογικού υποκειμένου που ονομάζουμε κοινωνία.
Ως φιλόσοφος, λογοτέχνης και σημειολόγος, έριχνε το διεισδυτικό βλέμμα του σε όλους και σε όλα και επέκτεινε τη σκέψη του ολιστικά. Δίκαια απέκτησε το προσωνύμιο «tuttogafo» (παντογράφος). Αφιέρωσε πολύ χρόνο στη μελέτη της μαζικής κουλτούρας, την οποία επικριτικά ονόμαζε αντικουλτούρα. Θεωρούσε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι σημειολογικά αναλφάβητοι και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνονται άβουλοι μαζικοί καταναλωτές μιας νέου τύπου βαριάς βιομηχανίας, αυτής της ενημέρωσης και της μετάδοσης της πληροφορίας.
Ως φύση ανατρεπτική, πρότεινε να οργανωθεί ένας πολιτιστικός ανταρτοπόλεμος επικοινωνιών, με σκοπό να επανακαθιερώσει μια κριτική διάσταση απέναντι στην παθητική αποδοχή. Δε διέθετε έτοιμες, μαγικές λύσεις, αλλά έθετε διαλεκτικά τις δυνατότητες που μας δίνονται προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο Ουμπέρκο Έκο μαζί με τον Ρόναλντ Μπαρτ, οδήγησαν την επιστήμη της σημειολογίας σε αυτό που είναι σήμερα. Θεμελίωσαν την κοινωνική σημειωτική ως ένα διεπιστημονικό κλάδο που οι ρίζες του βρίσκονται μέσα σε όλες τις επιστήμες. Υπό μία έννοια θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ως την επιστήμη των «πάντων», η οποία, μέσα από τη συνεχή, ανατρεπτική ερμηνευτική της, ίσως καταλήγει να υπονομεύσει την ίδια της την υπόσταση. Τι πιο τίμιο;
Το εκκρεμές του χρόνου σταμάτησε για τον πατέρα του «Ονόματος του Ρόδου» στις 19 Φεβρουαρίου 2016, σε ηλικία 84 ετών. Δεν έφυγε πλήρης ημερών, διότι κάθε δική του ημέρα τροφοδοτούσε όλους εμάς με πρωτότυπη, πρωτοποριακή και ριζοσπαστική σκέψη. Μια σκέψη πολύτιμη.