Τρίπτυχο
Εύα
Εσύ Παράξενο Κορίτσι
με τα μεγάλα μάτια τα ισκιόφωτα,
και τις διεσταλμένες κόρες,
υγρά απ’ την επιθυμία και τα δάκρυα,
τί ’ναι αυτό που σε κρατά Σιωπηλή
σε μια τέτοια Αναμονή του Ανέκφραστου;
Το πρόσωπό σου έχει μιαν άλλη ξεχασμένη
πια Αθωότητα
ποια Αθωότητα,
και μια Γλυκύτητα αμίλητη
που αναφαίνει ένα φίλημα
καμωμένο από θλίψη.
Μα στο κορμί σου δεν ψηλάφησα τον Έρωτα.
Μήτε τον Πόνο, μήτε την αίσθηση
της ανάσας κάποιου Μυστηρίου·
ίσως μόνον κάτι
που σα να μου είπε τ’ άγγιγμά σου·
την Αίσθηση μιας Απουσίας.
Αν γινόσουν Έρωτας, θα ήσουν πέρα
από τον Έρωτα,
αν γινόσουν φιλί, θα ήσουν πέρα
’πό τα διψασμένα χείλη,
αν γινόσουν Γυναίκα, θα ήσουν πέρα
από τ’ Όνειρο.
Παράξενο Κορίτσι Παράξενο Κορίτσι
να ’σαι μήπως της επιθυμίας πλασμένο
της μοναξιάς που θέλει και ζητά μες την ελπίδα
ή μιας μακρυνής πια αναθύμησης
κάποιου προσώπου
που έσταξε πόθο μέσα μου πρι να χαθεί
στην κίνηση του δρόμου…
Εσύ με τα ισκιόφωτα μάτια
τώρα μένεις μες στο αγκάλιασμα
μιας τρυφερής Σιγής
που είναι πέρα απ’ το θόρυβο του κόσμου
που
είναι πέρα
κι από
τη Σιωπή.
Και η Σιωπή σου ψιθυρίζει
Εύα!
🌹
Πρώτο Φθινόπωρο
Στα μαλλιά σου ανασαίνει
απαλά ο άνεμος
και στο βλέμμα το στιλπνό
διαυγάζει έν’ άλλο φως
ανύπνωτο·
τώρα που ο Κόσμος όλο σκοτεινιάζει.
Στα πρώτα σκιρτήματα του φθινοπώρου
να, πέρασε κιόλας η πρώτη βροχή,
γυρίσαν αργά στη σιωπή τους
οι συλλαβές των τζιτζικιών.
Τώρα που ο Κόσμος όλος σκοτεινιάζει.
Φθινόπωρο.
Η μέρα αργοσταλάζει όλο και νωρίτερα
κροκόχρωα τα σκιρτήματα του φωτός της
στην κόψη του Ορίζοντα,
εκεί που ο πόθος σμίγει
με το άφραστο του Επέκεινα.
Τα λουλούδια γέρνουν θλίψη
στις δροσερές αναπνοές του δειλινού.
Και τα πρώτα φύλλα που ’φύγαν…
Μα στα μαλλιά σου τόσο απαλά
ανασαίνει ο άνεμος
και το βλέμμα σου ατλάζι
με μιαν ομορφιά Αναδυομένης.
Πού είσαι ρωτώ τον άνεμο
Τώρα που ο Κόσμος όλο σκοτεινιάζει.
Είναι τόσες οι σκιές διψασμένες
που γυρεύουν να ζήσουν ακόμα
στη θύμηση,
τόσα τα όνειρα που σιγήσαν απ’ τα δάκρυα
μέσ’ στην παραφορά του Καιρού
και τις πράξεις των ανθρώπων.
Πόση διαύγεια έχει στο βλέμμα σου!
Τούτα τα δειλινά, καθώς πυκνώνουν οι απουσίες
και μένουν τα ερωτήματα
αμίλητα στο απόβροχο
κάτω από τα βαριά
στο κιαροσκούρο σύγνεφα.
Πού Είσαι;
Μένω να συλλογιέμαι το φθινόπωρο.
Και τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα.
Και πάλι τα μαλλιά σου
που ανασαίνουν
άνεμο.
Πότε θα υπάρξεις;
Τώρα που ο Κόσμος όλος
Σκοτεινιάζει.
🌹
Η βροχή γνώριζε...
Όταν σε αντάμωσα ξανά, τόσον καιρό μετά,
Σε ’κείνο το ακροθαλάσσι του Πρωτέα -
Την αμφισημία υπόρρητη στο όνομα
Έφερε πάντοτε ο πονηρός Γέρων της θάλασσας.
Είδα μόνον την πρώτη σου μορφή ξανά
Όπως παλιά.
Τώρα είσαι πολύ μακριά.
Έτσι θα γινόταν.
Αλλά ήταν άνοιξη, θα ’ρχοταν καλοκαίρι,
Και θύελλες μετά θα με ξέβραζαν σε μιαν Ιθάκη
Που είχα οριστικά αφήσει πίσω μου.
Πολύ μακριά.
Ακόμα κι εκείνο το απόγευμα η βροχή έμενε σιωπηλή.
Αν και η βροχή πάντα μού χάριζε τον στοχαστικό της
Μετρημένο ψίθυρο.
Είπα, «ένοχη σιωπή», και δε θέλησα ν’ αναρωτηθώ.
Κάποια στιγμή, ήρθαν καιρό μετά τα λόγια σου
Σε κοινή θέα.
Πρόσωπα πίσω από προσωπεία
Ντροπιαστική θωπεία των άδειων στιγμών
Κατά πώς προστάζουν οι Καιροί και τα Έθη.
Ήξερες καλά πότε θα είμαι πιο ευάλωτος.
Δεν ήταν ένοχη η σιωπή εκείνη, ήταν σοφή.
Κι αν ακόμα, από ένστικτο τελικά, έπραξα λάθος
Και αλήθεια Λάθεψα
Με τα λόγια σου, άρρητα,
Δικαίωσες το λάθος μου. Έλαθε
Η πραγματική μορφή σου.
Θυμάμαι πάλι και πάλι τη σοφή βροχή του απογεύματος.
Τώρα είμαι πολύ μακριά.
Αμφίμυθος Σκεπτικός
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.