Έργο συγκεντρωτικό και φυγόκεντρο, καμωμένο από μια ετερόκλητη πρώτη ύλη που η εύθυμη μαεστρία του Έκο καταφέρνει να συναρμόσει δημιουργικά. Το Όνομα του Ρόδου εξακολουθεί να μας σαγηνεύει ύστερα από τριάντα χρόνια, ακριβώς εξαιτίας αυτής της απροσδιόριστης μορφής που του επιτρέπει να διατελεί στα όρια ανάμεσα στο μυστηριώδες και το αυτονόητο, το αποκρυμμένο και το προφανές, το περιπετειώδες και το αφηρημένο ή το ιδεολογικό. Ελλειπτικό επειδή είναι σωρευτικό ιδιαίτερων ιστορικών -και όχι μόνο- γνώσεων και πληροφοριών, γκρίζο επειδή είναι πλήρες χρωμάτων και ενός απρόσμενου διάκοσμου, ανεπίκαιρο και διαχρονικό επειδή εγκαθίσταται σε χρονικές τομές και εγγράφει την αστυνομική, καταιγιστική του πλοκή μέσα στην Ιστορία, το πρώτο μυθιστόρημα του Έκο λειτουργεί, πλέον, ως σημείο αναφοράς για την παγκόσμια λογοτεχνία.
Σε μια εποχή όπου η Ελλάδα των μνημονίων, μετά μνημονίων, υποδοχής προσφύγων (οικονομικών και μη μεταναστών), που δεν μπορούμε να διαχειριστούμε τα προβλήματα τους ή να τους εντάξουμε στην κοινωνία μας, επίκαιρο παραμένει το μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου». Ένα πολύκροτο μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο. Ο κλειστός, έως ασφυκτικός, ρυθμός των κλειστών κοινωνιών, ομάδων και στενών αντιλήψεων της σύγχρονης εποχής μας, μας έφερε στο σημείο να αναζητάμε / κυνηγάμε μάγισσες. Μάγισσες ιδεών, αντιλήψεων, που κρύβονται σε τρόπο και ρυθμό ζωής. Άραγε το άγχος, το βομβαρδισμένο τοπίο το οποίο μας «χαρίζουν» τα ΜΜΕ, το κλειστό σαν όστρακο επαγγελματικό όνειρο των golden boys δεν είναι άλλο από ένα αληθινό, καθημερινό «Όνομα του Ρόδου»;
Με αυτές τις σκέψεις ξεφύλλισα ξανά το best seller του Έκο, που ύστερα από πολλή επεξεργασία εκδόθηκε στην Ιταλία το 1980. Είναι ένα από τα πρώτα του είδους του, καθώς εμπλέκει το αστυνομικό με την θρησκεία, δίνοντας μια χροιά φιλοσοφικής αναζήτησης. Επίσης, δυσκολεύεται κανείς να το εντάξει σ’ ένα συγκεκριμένο είδος, γοτθική νουβέλα ή μεσαιωνικό χρονικό, αστυνομικό μυθιστόρημα ή ιδεολογικό αφήγημα. Η ταινία γυρίστηκε το 1986 από τον Γάλλο σκηνοθέτη Ζαν-Ζακ Ανό με πρωταγωνιστές τον Σον Κόνερι και τον πολλά υποσχόμενο τότε Κρίστιαν Σλέιτερ. Την εποχή που βγήκε το βιβλίο και κατόπιν η ταινία, δημιουργήθηκε ιδιαίτερη αίσθηση ανά τον κόσμο, εφόσον δεν υπήρχε προηγούμενο.
Ένας πρεσβύτερος μοναχός με το νεαρό εκπαιδευόμενο του φτάνουν σ’ ένα μοναστήρι, κατόπιν παράκλησης των ίδιων των μοναχών, για να διαλευκάνουν έναν φόνο. Κατά την παραμονή τους εκεί γίνονται και άλλοι φόνοι. Παράλληλα, χάνονται βιβλία αξεπέραστης ποιότητας και αξίας από την βιβλιοθήκη. Σταδιακά η αναζήτηση γίνεται πιο έντονη, η ατμόσφαιρα πιο μυστηριακή και οι ήρωες δοκιμάζονται διαρκώς, καθώς η ιδεολογική περιπέτεια, ο θρησκευτικός πόλεμος και η φιλοσοφική διείσδυση συνοδεύουν διακριτικά, αλλά ουσιαστικά τη ροή του κειμένου.
Πρόκειται λοιπόν για ένα βιβλίο με μεσαιωνική-μυστηριακή ατμόσφαιρα, στοιχειοθετημένο άριστα από τον συγγραφέα του (χαρακτηριστικό είναι δε πως υπάρχει και κάτοψη του μοναστηριού, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία), διεγείροντας την επιθυμία του κοινού να αναζητήσει την ταυτότητα των χαμένων-απαγορευμένων βιβλίων και του δολοφόνου.
Από την άλλη πλευρά η ταινία μεταφέρει εξαιρετικά την ατμόσφαιρα του κειμένου, μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο, που ενδεχομένως μόνο Ευρωπαίος σκηνοθέτης θα μπορούσε ν’ αποδώσει. Στηριζόμενος στο επίπεδο του Κόνερι ο σκηνοθέτης αρχίζει να ξετυλίγει το νήμα της ιστορίας γύρω απ’ αυτόν, πρώτα οι ήρωες, μετά η υπόθεση και ύστερα τα σκηνικά. Χωρίς να φοβηθεί ο Ανό την εμπορική απογείωση του βιβλίου, παρουσιάζει μια ταινία σαν να μην υπήρχε προηγούμενη εκδοτική επιτυχία, διατηρώντας στο σενάριο ολόκληρο σχεδόν το αφηγηματικό μέρος του κειμένου και σ’ ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό τους διαλόγους. Ακόμα, γεγονός είναι πως οι δυνατές περιγραφές του βιβλίου, αποδίδονται με σκηνές έντονης πυγμής και ρεαλισμού. Τίποτα δεν ξεφεύγει τα όρια του απολύτως ανθρώπινου κι έτσι ο θεατής αφομοιώνεται πλήρως από την εξέλιξη της.
Το χαμένο χειρόγραφο του Αριστοτέλη Περί Κωμωδίας που είναι η αφορμή των φόνων στην ασφυκτική μονή των Βενεδικτίνων, τόπο της πλοκής στο Όνομα του ρόδου, αποτελεί και ένα σύμβολο για το βασικό ρόλο που διαδραματίζουν τα βιβλία και οι βιβλιοθήκες στο έργο του Έκο. Όσον αφορά τα «επικίνδυνα» βιβλία, το εν λόγω χειρόγραφο του Αριστοτέλη θεωρείται από τον Έκο «επικίνδυνο μόνο από τον κακό της υπόθεσης», ενώ το νόημα του μυθιστορήματος του είναι ακριβώς αυτό: τα βιβλία πρέπει να προστατεύονται και να μην εκτίθεται. Να μην εκτίθενται, σε σημείο οι καταστάσεις οι οποίες δημιουργούνται, να θυμίζουν αβάσταχτες αρρώστιες, σαν την αιμοφιλία κλειστών οικογενειών και την κάστα βασιλικών οικογενειών, όπως των Ρομανόφ (τελευταίων τσάρων της Ρωσίας). Κι εδώ φτάνει το τέλμα, ένα τέλμα που πάντα κρύβει μέσα του τον Εφιάλτη και τον κολασμένο ημίθεο Ρασπούτιν.
Ο Έκο μιλάει για τον «πρότυπο αναγνώστη» του. Τον θέλει συνένοχο του σ’ ένα κείμενο μεσαιωνικό, ζώντας τον Μεσαίωνα σαν να ήταν η εποχή του και το αντίστροφο, μετασχηματίζοντας τον αναγνώστη με το να του δώσει «λατινικά, κι ελάχιστες γυναίκες, μπόλικη θεολογία και άφθονο αίμα» για να του φανεί ευχάριστη μια συμφωνία μαζί του.
Η αισθητική του Μεσαίωνα κυριαρχεί στο δοκιμιακό σύμπαν του Έκο άλλα στο Όνομα του ρόδου η δραστηριότητά του ως φιλόσοφου πέρασε σ’ εκείνη του αφηγητή. Πιστός στις μακροσκελείς, λόγιες συζητήσεις περί Θωμά Ακινάτη και Σχολαστικισμού μεταξύ εκπροσώπων μοναστικών ταγμάτων και Ιεράς Εξέτασης, δεν σταμάτησε μπροστά στις συμβάσεις του ιστορικού μυθιστορήματος. Οι μεσαιωνικοί του ήρωες καινοτομούν, ενώ οι μεταγενέστεροι σκέπτονται μεσαιωνικά με αποτέλεσμα ο συγγραφέας να παραθέτει την εξής διασκεδαστική σκέψη: «κάθε φορά που ένας κριτικός ή αναγνώστης έγραψαν ή είπαν ότι κάποιος ήρωάς μου ισχυρίζεται πράγματα υπερβολικά νεοτεριστικά, επρόκειτο για περιπτώσεις και μόνον που είχα χρησιμοποιήσει χωρία κειμένων του 14ου αιώνα. Και υπάρχουν άλλες σελίδες όπου οι αναγνώστες εξετίμησαν ως εξαιρετικά μεσαιωνικές, στάσεις τις οποίες εγώ αισθανόμουν ως αθέμιτα νεοτεριστικές. Γεγονός είναι ότι καθένας έχει τη δική του, συνήθως φθαρμένη, εντύπωση για το Μεσαίωνα. Μόνον εμείς, οι καλόγεροι της εποχής εκείνης, ξέρουμε την αλήθεια, αν όμως την πούμε, μπορεί μερικές φορές να μας οδηγήσει στην πυρά.»