Μια φορά κι έναν καιρό....
Ήτανε ένα λευκό καράβι με εφτά χρυσά πανιά που το οδηγούσε μια καπετάνισσα και τις άρεσε να τραγουδά τους παρακάτω στίχους:
"...θα 'μαι πάντα εδώ,
Να φυλάω αυτά που πέταξες.
Είμαστε δυο θαλασσοψυχουλες. Εσύ είσαι ένας καραβοκύρης και εγώ είμαι μια γοργόνα. Είδες τα καράβια σου να τα πίνει η θάλασσα και είδα καρχαρίες να με κυνηγούν για να με κατασπαράξουν. Κρυφτήκαμε στη Σκιάθο.
Θυμάσαι;
Ξεβραστικαμε στα μαραθα, στους πρόποδες ενός παλατιού. Ξεβραστικαμε αγκαλιασμένοι στην ακροθαλασσιά. Μας έβλεπε το φεγγάρι.
Θυμάσαι;
Πριν το φεγγάρι αλλάξει η καπετάνισσα Ευαγγελίστρια μας αρραβώνισε στην άκρη του Νησιού. Έντεκα εβδόμου.
Θυμάσαι;
Σε παρηγόρησα για τα καράβια σου και με προστάτευσες από τους καρχαρίες. Αυτός ο αρραβώνας δεν στολίστηκε με άνθους και ροδοπέταλα, παρά μόνο τον περπατήσαμε ξυπόλητοι πάνω σε ερείπια.
Όλα εκείνα που άλλους τους χωρίζουν, εμάς μας ένωσαν, μας έδεσαν γερά.
Θυμάσαι;
Στη Σκιάθο άλλαξε η ζωή μας. Αρχίσαμε κάτι μοναδικό, κάτι δικό μας. Το νησί μας έδωσε δώρα μέσα από την καρδιά του,από το σεντούκι των πειρατών. Τα δώρα αυτά ήταν μια πυξίδα, μια άγκυρα, ένα τιμόνι και έναν "οδηγό". Με αυτά φτιάξαμε το λευκό καράβι με τα εφτά χρυσά πανιά, και φύγαμε απ' τη Σκιάθο.
Θυμάσαι;
Ανοιχτήκαμε σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Με κρατούσες αγκαλιά γιατί φοβόμουν τα κύματα.
Θυμάσαι;
Μεσοπέλαγα βρήκαμε ένα ζεστό σπιτάκι. Το σπιτικό του κυρ-Φώτη και της Μαγδαληνής. Φτωχά-φτωχά μας πάντρεψαν μια ζεστή Τετάρτη του Φλεβάρη. Είχε οχτώ ο μήνας από το τέλος του χειμώνα.
Θυμάσαι;
Ύστερα άρχισε το μεγάλο μας ταξίδι. Ανοίξαμε πανιά και φύγαμε. Εσύ ελέγχεις την άγκυρα κι εγώ κρατάω το τιμόνι. Κάποια στιγμή θα ρίξεις άγκυρα και θα μου φύγεις για τον ουρανό. Τότε εγώ θα πάρω την πυξίδα και το τιμόνι και θα κρυφτώ, θα χαθώ βαθιά μέσα στον βυθό της θάλασσας να μην με βλέπει ήλιος. Θα χαθώ μες στον βυθό μου και ποτέ κανείς να μην ταξιδέψει καραβάκι σαν και το δικό μας.
Είσαι καραβοκύρης και με έψαχνες στα αστέρια και στον ουρανό.
Είμαι γοργόνα και σε έψαχνα στους νεκρούς και τα ναυάγια.
Τελικά βρεθήκαμε στη Σκιάθο.
Θυμάσαι;
Είμαστε η Αρχή και το Τέλος. Είμαστε τα πάντα και θα είμαστε για πάντα.
Να το θυμάσαι!
Είναι το παραμύθι και η Αλήθεια μας, Είναι ο Γάμος μας. Είναι το όνειρο ενός τρελού Θεού.
Να το θυμάσαι.
Ένας φτωχός καραβοκύρης παντρεύτηκε μια παραμυθού γοργόνα. Σ' αγαπάω.
Να το θυμάσαι.
Υ.Γ: Όταν θα χαθώ μέσα στο σκοτάδι, θα έχω οδηγό τα μάτια σου. Για να θυμάμαι πόσο με αγαπάς.
Θα το θυμάμαι.
Η ΝΕΡΑΪΔΟΓΟΡΓΟΝΑ ΣΟΥ.
Ύστερα τα χρόνια γέρασαν και έγιναν οι δυο τους, δυο σταγόνες στο γιαλό. Μια ζωή, τώρα, εδώ, από πριν και για πάντα. Και τότε, θα ξημερώσει κάποτε η αυγή που αυτό το καραβάκι θα αποκτήσει ύπαρξη και τότε ο πλανήτης Lunaland θα είναι αληθινός και κανένας σταυρός δε θα τον βαραίνει.
Το παραμύθι ενός τρελού θεού.
MITSAINA 14/4/2019
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.gr.