Μπήκα στο γνωστό αγαπημένο μας μπαράκι. Η μουσική έπαιζε ήδη όταν άνοιξα την βαριά ξύλινη πόρτα, ήρεμα ροκ κομμάτια που σου έδιναν την ευκαιρία να μιλήσεις με τους άλλους, δεν ήταν σαν τα κλαμπ, απρόσωπα και αχανή, που έπρεπε να ουρλιάξεις για να ρωτήσεις κάτι τον διπλανό σου. Πάντα της άρεσε αυτό το μπαρ. Μικρό και ζεστό, με προσωπικό χαμογελαστό και διακριτικό. Το ξύλινο ταβάνι λαμπύριζε από τα κρεμασμένα φωτάκια, ρίχνοντας ένα χαμηλό φως στα γύρω πρόσωπα. Εδώ ήταν το πρώτο μας ραντεβού και από τότε είχε γίνει το στέκι μας.
Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που την είδα. Είχα φτάσει πρώτος, ήθελα να της κάνω καλή εντύπωση και να δω τον χώρο ώστε να διαλέξω το κατάλληλο σημείο για να καθίσουμε. Διάλεξα τον καναπέ, ώστε να μπορώ να είμαι πιο κοντά της. Μπήκε μέσα και σάρωσε τον χώρο με τα μεγάλα καστανά της μάτια, αυτά που τόσο πολύ είχα αγαπήσει, πριν ακόμα τη συναντήσω. Την είχα βρει στην πλατφόρμα για γνωριμίες πέντε μήνες πριν το πρώτο μας ραντεβού. Με τράβηξε αμέσως. Ήταν κοντούλα, μικροκαμωμένη, ό,τι έπρεπε για εμένα. Έψαξα και βρήκα κάθε είδους πληροφορία για εκείνη. Δεν ήταν δύσκολο, ανέβαζε όλη της την καθημερινότητα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Έμαθα λοιπόν τί της άρεσε πριν την προσεγγίσω. Σκέφτηκα την κάθε κίνησή μου, το κάθε λάθος που θα μπορούσα να κάνω που θα με κράταγε μακριά της και τότε την πλησίασα.
Ταιριάξαμε αμέσως σε όλα, της έδειξα ότι είμαι ο τέλειος σύντροφος για αυτήν και δεν άργησε να μου προτείνει να βρεθούμε από κοντά. Εκείνη η πρώτη μας συνάντηση πήγε όπως ακριβώς το είχα προβλέψει. Σχεδόν αμέσως ήμασταν αχώριστοι. Για 3 χρόνια η σχέση μας ήταν το όνειρο του κάθε ανθρώπου, ήμασταν τόσο δεμένοι, τόσο ερωτευμένοι!
Δεν το λέω τυχαία αυτό, έλεγχα πάντα το τι έλεγε στις φίλες της για εμάς, κάθε Πέμπτη βράδυ που γυρνούσε από την δουλειά κουρασμένη της έκανα μασάζ, της είχα ήδη μαγειρέψει και της έφτιαχνα το αγαπημένο της τσάι, πάντα με την προσθήκη του ήπιου υπνωτικού που θα της προσέφερε την ξεκούραση που χρειαζόταν, κι εμένα την ευκαιρία να μάθω τι σκεφτόταν για εμάς, τι περισσότερο θα μπορούσα να κάνω για εκείνη.
Στα μισά του τρίτου χρόνου ήρθε η αλλαγή στην συμπεριφορά της. Ερχόταν λίγο πιο αργά από ό,τι συνήθιζε στο σπίτι, λίγο πιο κουρασμένη αλλά και λίγο πιο χαρούμενη. Τα μάτια της έλαμπαν, σαν να κρατούσαν ένα μυστικό που μόνο εκείνη γνώριζε και εγώ ήμουν αποκλεισμένος από αυτό. Τότε ήταν που ξεκίνησα να ψάχνω πιο εξονυχιστικά το κινητό της, το λάπτοπ της, οτιδήποτε θα μπορούσε να με φέρει πιο κοντά στην αλήθεια, θα με βοηθούσε να διορθώσω αυτό που γινόταν και να την φέρω πάλι κοντά μου.
Τα φιλιά της δεν ήταν το ίδιο θερμά, οι συζητήσεις μας ήταν πιο επιφανειακές και δεν φαινόταν πάντα ότι ήταν εκεί, όπως εγώ. Έπρεπε να δω με τι ήμουν αντιμέτωπος. Τότε τον είδα. Ήταν ένας δικηγόρος της δεκάρας, μέτριας εμφάνισης και ενδιαφερόντων. Δεν το χωρούσε το μυαλό μου ότι την ενδιέφερε περισσότερο από όσα είχαμε περάσει ένας τιποτένιος. Τα μηνύματά τους φαινόντουσαν φιλικά, όμως δεν με έπειθαν. Ήξερα ότι ήθελε να μου την πάρει μακριά, να μου την κλέψει.
Αποφάσισα να παλέψω για τον έρωτά της. Να της θυμίσω ότι δεν υπήρχε κανένας άλλος που θα την ήθελε όσο εγώ. Ήμασταν τέλειοι μαζί. Την έβγαλα περισσότερα ραντεβού, της έκανα περισσότερα δώρα, εκπλήξεις, μέχρι και ένα τριήμερο ταξίδι πήγαμε, στην αγαπημένη της πόλη, την Ρώμη, στην προσπάθειά μου να αναβιώσουμε τον έρωτά μας, αυτή την φλόγα που μας έφερε κοντά.
Ένα μήνα μετά την γνωριμία της με αυτόν, ξεκίνησαν οι πρώτες συζητήσεις, τα πρώτα σημάδια ότι δεν ήταν πλέον ικανοποιημένη από την σχέση μας. Έτσι πίστευε τουλάχιστον. Λανθασμένα βέβαια επειδή με αυτόν δεν είχε γίνει τίποτα, δεν της είχε προσφέρει τίποτα, ήταν απλά ένας “φίλος”. Μια μέρα, σε έναν τσακωμό μας της το πέταξα, μου ξέφυγε.
“Θέλεις να με αφήσεις για να είσαι με ΑΥΤΟΝ;” την ρώτησα. Με κοίταξε σαν να ήμουν τρελός, ξεφύσηξε με αυτά τα όμορφα χείλια της και πέρασε τα δάχτυλά της από τις μακριές καστανές της μπούκλες, μια κίνηση που ήξερα ότι έκανε όταν αισθανόταν εκνευρισμένη.
“Θέλω να χωρίσουμε επειδή κουράστηκα πια, φέρεσαι σαν παρανοϊκός και δεν θες να κάνουμε τίποτα σαν ζευγάρι εδώ και αρκετό καιρό. Δεν τρέχει τίποτα με κανέναν άλλο, ο Φίλιππος είναι μόνο φίλος μου.”
Δεν την πίστεψα, φυσικά. Επίσης δεν ήταν αλήθεια ότι δεν ήθελα να κάνουμε τίποτα μαζί. Απλά δεν ήθελα να βγαίνουμε έξω. Δεν ήθελα να βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο με άλλα πόσα άτομα, να ζω με τον φόβο ότι θα της μιλήσει κάποιος όταν θα πάω στην τουαλέτα, ή ότι θα την κοιτάζουν και θα την φλερτάρουν. Έκανα όμως τις υποχωρήσεις μου, πηγαίναμε που και που στο στέκι μας. Εκεί ήξερα ότι ο καναπές μας μας μισοέκρυβε από τους άλλους θαμώνες και μπορούσα να κάθομαι από την εξωτερική του πλευρά ώστε να την κρύβω από τα αδιάκριτα βλέμματα.
Με άφησε περίπου 4 μήνες αφού είχαμε κλείσει τον τρίτο χρόνο μας μαζί. Μετακόμισα εγώ, λίγα στενά πιο κάτω, ώστε να μπορώ να την βλέπω, έστω και από μακριά, χωρίς να με αντιλαμβάνεται όμως η ίδια. Ακόμα πήγαινε στο μπαράκι. Έτσι ήξερα ότι με σκέφτεται, ότι όλα αυτό ίσως ήταν ένα διάλειμμα από την σχέση μας και μετά θα ξαναγυρνούσε. Ευτυχώς είχα κρατήσει τα κλειδιά από το σπίτι και ήξερα το πρόγραμμά της, μπορούσα λοιπόν να πηγαίνω και να ελέγχω αν όλα βαίνουν καλώς και πότε θα ήταν έτοιμη να ξαναείμαστε μαζί.
Το σπίτι που νοίκιασα ήταν δίπλα στο στέκι μας. Τα είχα ετοιμάσει ήδη όλα, έξι μήνες μετά τον χωρισμό μας, όταν της ζήτησα να βγούμε απόψε εδώ για να μιλήσουμε. Δεν μπορούσα να την αφήσω άλλο να βγαίνει με τις φίλες της, να την βλέπω να γελάει και να χορεύει ξέγνοιαστα, ενώ ήξερα ότι έπρεπε να είναι σπίτι μαζί μου.
Το υπόγειο ήθελε την περισσότερη δουλειά. Έβαλα ηχομόνωση και το έφτιαξα όσο γίνεται πιο όμοιο με το αγαπημένο μας μέρος. Ήθελα να νιώσει άνετα όταν το δει και να της ξυπνάει όμορφες αναμνήσεις. Αγόρασα τον ίδιο ασπρόμαυρο δερμάτινο καναπέ που τόσα χρόνια είχαμε συνηθίσει να καθόμαστε, τα ίδια πολύχρωμα μαξιλάρια. Φυσικά δεν θα έμενε για πάντα εκεί, μόνο όσο χρόνο θα της έπαιρνε για να καταλάβει ότι είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Τότε θα ανέβαινε στο ισόγειο, που ήταν διαμορφωμένο ακριβώς όπως και το παλιό μας σπίτι. Έτσι θα έμπαιναν όλα στη θέση τους.
Την ώρα που μπήκε, ο ντιτζέι έπαιζε μια παλιά ροκ μπαλάντα. Κατευθύνθηκε προς το μέρος μου χωρίς καν να ψάξει με τα μάτια τον χώρο, γνωρίζοντας πού θα κάθομαι, και η καρδιά μου φτερούγισε από την υπενθύμιση του πόσο καλά με ήξερε. Φορούσε ένα απλό τζιν και ένα μακό μπλουζάκι, κάτι που με ξένισε, εκνευρίστηκα που δεν φτιάχτηκε για εμένα, όπως είχε περιποιηθεί για την χτεσινή έξοδο με τις φίλες της.
Πήρα μια ανάσα και ηρέμησα τους μύες του προσώπου μου. Υπενθύμισα στον εαυτό μου πως όλα αυτά θα άλλαζαν με τον χρόνο που θα περνούσαμε στο υπόγειό μας. Της χαμογέλασα και μου πρόσφερε ένα αμήχανο ανασήκωμα τον χειλιών της φτάνοντας στο τραπέζι. Είδε ότι είχα ήδη παραγγείλει το αγαπημένο της ποτό -ρούμι με κόκα κόλα, αρκετά σκούρο για να κρύψει οποιαδήποτε άλλη ουσία- και κάθισε απέναντί μου στο τραπέζι. Έσφιξα τα δόντια μου, έτσι θα μπορούσαν όλοι να την κοιτάνε. Ευτυχώς, το μικρό χαπάκι μου θα είχε ήδη διαλυθεί και έπρεπε απλά να κάνω υπομονή για ένα μισάωρο, μέχρι να την πιάσει και να ζαλιστεί. Μετά θα την συνόδευα έξω σαν σωστός ιππότης και θα πηγαίναμε στο σπίτι μου. Και από εκεί θα ξεκινούσε το σχέδιο μου για να την ξανακερδίσω.
Βάλια
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.