Χρήστου Νομικού
"Ένα φιλί. Μόνο ένα φιλί. Σε παρακαλώ. Δε θα το μάθει κανείς. Στο υπόσχομαι" αναστέναξε και το χέρι της ακούμπησε την πλάτη του. Τα δάχτυλά της του μετέδωσαν ένα απαλό χάδι που τον έκανε να μουδιάσει. Η ανάσα του κοβόταν και η κρυφή του επιθυμία σπάραζε για ικανοποίηση. Έκλεισε τα μάτια του και το μυαλό του πέταξε στην πρώτη στιγμή που την είδε.
Καθόταν στην πρώτη σειρά. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο. Τα μαλλιά της αγκάλιαζαν ασύμμετρα τους ώμους της. Είχε ακουμπήσει την τσάντα της στα γόνατά της στο ύψος δηλαδή που τελείωνε η μαύρη φούστα της. Τα μάτια του προσπάθησαν να αποφύγουν τη φιγούρα της. Δεν τα κατάφεραν. Αιχμαλωτίστηκαν για λίγα δευτερόλεπτα. Όταν λίγο αργότερα απέσυρε το βλέμμα του από πάνω της η ζημιά είχε ήδη γίνει. Δε μπορούσε πλέον να συγκεντρωθεί για να ξεκινήσει την ομιλία του.
Χάιδεψε τα γένια του αμήχανα, ήπιε βιαστικά μια γουλιά νερό και ξεκίνησε. Σύντομα ο λόγος του βρήκε τη ροή του. Το κοινό παρακολουθούσε αμίλητο. Κάποιοι έσκυβαν τα κεφάλια. Κάποιοι κράταγαν την ανάσα τους. Κάποιοι άλλοι συγκρατούσαν το βήχα τους για να μην ενοχλήσουν. Εκείνη είχε στυλώσει το βλέμμα της πάνω του. Το πρόσωπό του έμοιαζε να γεμίζει με φως καθώς μετέδιδε τους πύρινους λόγους του.
Κράτησε στη μνήμη της τα τελευταία του λόγια: "Η αληθινή αγάπη είναι να δίνεις. Μόνο να δίνεις. Κι αν σου φαίνεται πως δεν έχεις περίσσευμα θα στο δώσει ο Θεός απ’ το δικό Του." Αφέθηκε στις σκέψεις της: "Δεν έχω ξανακούσει άνθρωπο να μιλάει έτσι. Η φλογισμένη πίστη του με ζέστανε. Νιώθω πως τα λόγια του με αγκαλιάζουν στοργικά. Θέλω να του μιλήσω. Να του ανοίξω την καρδιά μου. Νομίζω στη σκέπη του θα βρω καταφύγιο".
Ο κόσμος τον πλησίαζε ευλαβικά. Οι περισσότεροι του φιλούσαν το χέρι. Άλλοι τον αγκάλιαζαν δακρυσμένοι. Μερικοί του φωνάζαν "Μπράβο". Ήταν ο καλός τους ποιμένας παρά το νεαρό της ηλικίας του. Κάποιοι τον έβλεπαν σαν το παιδί που θα ήθελαν να έχουν. Για κάποιους άλλους θα γινόταν σίγουρα ένας άριστος γαμπρός αν δεν ήταν κληρικός και μάλιστα άγαμος.
Η εκκλησία είχε σχεδόν αδειάσει όταν αποσύρθηκε κατάκοπος στο ιερό του ναού. Εκεί μόνος του πλησίασε με αργό βήμα την Αγία Τράπεζα. Γονάτισε. Η ανοιχτή αγκαλιά του εσταυρωμένου σκέπασε την προσευχή του. Δόξασε το Θεό για την προστασία Του. Για το δώρο που είχε λάβει να κηρύσσει το Θείο Λόγο. Αφέθηκε. Ένιωσε τα λόγια της πρωινής Θείας Λειτουργίας να μιλάνε μέσα του. Τα χαρίσματά του ήταν δώρα του Θεού. Κι εκείνος τα επέστρεφε πίσω στη δόξα Του. Η φωνή του μιλούσε κι έψελνε γι’ Αυτόν. Είχε αρχίσει να ζει το Θείο Έρωτα που ονειρευόταν από μικρός.
Ένα σύννεφο σκέπασε για λίγο τη λιακάδα της σκέψης του. Η μορφή εκείνης σχηματίστηκε στο μυαλό του. Του φαινόταν τόσο εύθραυστη κι απροστάτευτη. Την είχε δει να δακρύζει όσο εκείνος μίλαγε για τη θυσιαστική αγάπη. Την αγάπη άνευ όρων που δε ζητάει αντάλλαγμα. Ήταν μάλλον η πρώτη φορά που ερχόταν στο κήρυγμά του. Δεν έδειχνε γαληνεμένη. Κάτι τη βασάνιζε. Άραγε είχε κάποιον να μιλήσει;
Βγήκε από το ιερό κάνοντας τρεις γονυκλισίες. Κατευθύνθηκε προς την εξώθυρα του ναού κι ετοιμάστηκε να κλειδώσει. "Πάτερ μπορώ να σας πω;" τον διέκοψε η φωνή της. Του ζήτησε να μιλήσουν. Δεν της αρνήθηκε. "Όχι στο ναό. Καλύτερα να περπατήσουμε" πρότεινε εκείνη. Και πάλι δε βρήκε τη δύναμη να της αρνηθεί. Η παρουσία της έκανε την καρδιά του να σκιρτά παρά τις υποσχέσεις του για αιώνια πίστη και αφοσίωση στον Κύριό Του.
Άρχισε να του ανοίγει την καρδιά της. Είχε ένα μικρό γιο που μεγάλωνε μόνη. Ο σύζυγός της είχε σκοτωθεί σε ατύχημα. Η μητέρα της που βοηθούσε στο μεγάλωμα του παιδιού είχε αρρωστήσει. Στην πορεία των δυσκολιών της έχασε σιγά-σιγά τη δύναμη της πίστης της. Μέχρι που τον άκουσε να μιλάει εκείνο το απόγευμα.
Έφτασαν μέχρι την πόρτα της μικρής πέτρινης μονοκατοικίας της. Σφίχτηκε η καρδιά της. Θα έπρεπε να τον αποχωριστεί. Σκέφτηκε να του ζητήσει να ξανασυναντηθούν. Αλλά δε μπορούσε να βρει μια δικαιολογία. Ως τι θα μπορούσαν να σχετιστούν οι δυο τους; Αν δεν ήταν κληρικός θα ήταν αλλιώς τα πράγματα; Μπορεί. Το βάλσαμο που τόσην ώρα έσταζε στην ψυχή της άρχισε να γίνεται δηλητήριο. Η σκέψη της κατηγόρησε το Θεό πως για δεύτερη φορά αποχωριζόταν έναν άνδρα. Εξαιτίας Του.
Πείσμωσε. Κάκιωσε. Έσφιξε τα χείλη της . Όχι δε θα τον άφηνε να φύγει έτσι. Ο χρόνος πίεζε. Της έδωσε το χέρι του. Εκείνη το αγνόησε. Της είπε καληνύχτα και του την ανταπέδωσε ανόρεχτα. Γύρισε την πλάτη του για να φύγει. Του ζήτησε να τη φιλήσει αγγίζοντάς τον. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε τη Θεία Χάρη να τον εγκαταλείπει. Ένιωσε απογυμνωμένος από τη δύναμή του ν’ αντισταθεί στη λαχτάρα για το φιλί της.
Βούτηξαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Τα χείλη τους εφάρμοσαν σα να γνωρίζονταν από πάντα. Ξεδιψούσαν ο ένας απ’ το στόμα του άλλου. Καθώς μεθούσαν από τη δίνη του φιλιού τους τα μάτια τους έκλεισαν. Άρχισαν να ταξιδεύουν οι δυο τους. Μακριά από όσα τους δέσμευαν και τους χώριζαν. Το φιλί που τους ένωνε ήταν το αντίδωρο για τα χρόνια που δεν είχανε γνωριστεί.
Όταν χωρίστηκαν και κοιτάχτηκαν ένιωθαν αγνοί. Είχαν κατακτήσει μια κορυφή που δε θα άγγιζαν ποτέ ξανά.
🌹
Χρήστος Νομικός
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.