Αντώνη Ευθυμίου
Ο ήλιος παραδίδεται νωχελικά στην αχώρητη αγκαλιά του τοξοβόλου ορίζοντα. Μερικά μόνο θρύψαλα χαραυγής έμειναν κολλημένα στο βρόμικο τζάμι του μικρού διαμερίσματος του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Η Ευρυδίκη είναι μια πανώρια κοπέλα, εικοσιπέντε ετών, με χυτό λαιμό και μεταξένια κόμη. Θα μπορούσε να ήταν αναγεννησιακή φιγούρα σε πίνακα του Σάντρο Μποτιτσέλι, εάν…
Κάθε απόγευμα, όπως και σήμερα, κάθεται δίπλα στο παράθυρο και με τα δυο γρανιτένια φεγγάρια που έχει για μάτια, παρατηρεί ασήμαντες λεπτομέρειες, που παραβλέπει ο υπόλοιπος κόσμος . Δυο σύννεφα να ξεθυμαίνουν σα φτηνή κολόνια πριν το μούχρωμα, ένα πολύχρωμο περιτύλιγμα τσίχλας να χορεύει τρελό σαν τον Τζιν Κέλι στο πεζοδρόμιο ή ένα κίτρινο φύλλο που μάγκωσε στον υαλοκαθαριστήρα ενός αυτοκινήτου. Αυτή είναι η αγαπημένη της καθημερινή ασχολία. Δεν της αρέσει η τηλεόραση, γιατί της προκαλεί ημικρανίες και πονοκεφάλους. Από τον θόρυβο προτιμά την ηρεμία και τη γαλήνη. Εξάλλου, η φλυαρία μπορεί να προέλθει όχι μόνο από λέξεις, αλλά κι από εικόνες, μυρωδιές, συναισθήματα.
Η σημερινή μέρα είναι πολύ σημαντική, αφού ο Ορφέας και η Ευρυδίκη έχουν επέτειο. Συμπληρώνουν δύο χρόνια σχέσης. Γνωρίστηκαν τυχαία σ’ έναν θάλαμο νοσοκομείου. Όταν πρωτοσυναντήθηκαν τα υπεριώδη βλέμματά τους, ο χρόνος υποκλίθηκε στον φευγαλέο εναγκαλισμό των ονείρων τους. Ένιωσαν βαθιά στα σωθικά τους τον ζωηρό καλπασμό της τρικυμίας. Ξέχασαν προς στιγμήν τον πόνο τους κι αφέθηκαν αμαχητί στο παραμυθένιο γαϊτανάκι του έρωτα. Ήταν πλέον έτοιμοι για κάθε παράτολμη ακροβασία στην αιώρα της παραπαίουσας λογικής και στη χαράδρα των αισθήσεων και των παραισθήσεων.
Η Ευρυδίκη ετοίμασε τα πάντα από το μεσημέρι και περιμένει καρτερικά τον εκλεκτό της καρδιάς της για το εορταστικό δείπνο. Έστρωσε την παλιά δαντέλα της Εριθέλγης, της αγαπημένης της γιαγιάς, που την είχε φέρει από τον Πόντο. Ξέθαψε και το παλιό λευκό σερβίτσιο της μητέρας της, για να προσδώσει επισημότητα στο γεγονός. Όσον αφορά το φαγητό, μαγείρεψε μία από τις σπεσιαλιτέ της: ριζότο με θαλασσινά και πολύχρωμες πιπεριές. Γλυκό, βέβαια, δεν πρόλαβε να φτιάξει, αλλά το πρωί ψώνισε από το ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς μια μικρή τούρτα αμυγδάλου με κρέμα πατισερί και φρέσκιες φράουλες. Όσο ανέμενε τον Ορφέα να επιστρέψει από τη δουλειά, τόσο η αγωνία και το καρδιοχτύπι της θέριευαν. Αισθανόταν σα μαθήτρια στο πρώτο της ραντεβού με αγόρι.
Επιτέλους, ακούγεται στην πόρτα ο ανακουφιστικός ήχος του κλειδιού που στρίβει. Η χαρά και η αγαλλίαση άρχισαν ν’ αναβλύζουν αβίαστα από τα σπλάχνα της, σαν πλεονάζον φως. Ο Ορφέας, σωστός σίφουνας, ορμάει μέσα και κυλάει προς την αγκαλιά της καλής του. Στο αριστερό του χέρι κρατάει ένα ορθογώνιο πακέτο και με το δεξί χαϊδεύει απαλά το κεφάλι της Ευρυδίκης. Εκείνη, με μισόκλειστα βλέφαρα, πασχίζει να τον ασπαστεί. Τα χέρια τους όταν ενώνονται θυμίζουν φτερούγες, λες κι ένας άγγελος τους τις χάρισε, ώστε να μπορέσουν μια μέρα να κυνηγήσουν το φευγιό τους.
Στο διαμέρισμα επικρατεί σιωπή, η αγαπημένη μουσική της Ευρυδίκης. Το μόνο που ακούγεται είναι ένας υπόκωφος βρυχηθμός από τις ρόδες των αναπηρικών αμαξιδίων. Τα σώματα του Ορφέα και της Ευρυδίκης δεν υποτάσσονται πλέον στις επιταγές της κανονικότητας. Με τα πόδια τους δημιουργούν διάφορες γωνίες, τελείως, όμως, διαφορετικές απ’ αυτές των επίπλων. Άλλοτε είναι οξείες, άλλοτε αμβλείες και μερικές φορές ορθές, ανάλογα με τη διάθεσή τους. Το καροτσάκι τους δεν είναι απλώς ένα χειρήλατο μηχάνημα εξυπηρέτησης. Είναι πάνω απ’ όλα, ένα άρμα πίστης και ισχυρής θέλησης που το σέρνει το άτι της αγάπης τους.
Ξαφνικά, η Ευρυδίκη εντοπίζει το πακέτο που κρατάει σφιχτά στη χούφτα του ο Ορφέας. Είναι σίγουρη πως πρόκειται για κάποιο ακριβό δώρο, αλλά το σχήμα την μπερδεύει. Μπορεί να είναι ένα κολιέ, μία κορνίζα ή και μια μικρή δερμάτινη τσάντα. Η ακατάσχετη περιέργεια ζωγραφίζεται αμέσως στο πρόσωπό της και προκαλεί αμηχανία στον Ορφέα. Θέλει να χιμήξει πάνω του σα λυσσασμένο αγρίμι και ν’ αρπάξει το πακέτο. Ευτυχώς, το μειλίχιο χαμόγελο του Ορφέα καλμάρει τον στιγμιαίο παροξυσμό της. Τότε η Ευρυδίκη τον καλεί στο τραπέζι για να δειπνήσουνε, αλλά εκείνος μ’ ένα αποφατικό νεύμα της ζητάει να μείνει. Κατόπιν ξεδιπλώνει αργά αργά το πακέτο, της ψιθυρίζει στ’ αυτί «Χρόνια μας πολλά» και της δίνει το δώρο.
Η Ευρυδίκη μένει άναυδη με αυτό που αντικρίζει. Δεν περίμενε σε καμία περίπτωση να της αγοράσει βιβλίο, αφού είναι γνωστό τοις πάσι πως απεχθάνεται τα μυθιστορήματα. Αυτό το βιβλίο, όμως, είναι ξεχωριστό. Μόνο από τον τίτλο, αντιλαμβάνεται κανείς την ειδοποιό διαφορά: «Στήβεν Χόκινγκ - Το χρονικό της ζωής μου». Ο Ορφέας, φοβούμενος την οργισμένη αντίδραση της Ευρυδίκης, κουνάει το μοχλό του αμαξιδίου προς τα πίσω. Εκείνη, ξεσπάει σε γέλια και τον φιλάει με πάθος στο στόμα. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, το διαμέρισμα αρχίζει να μοσχοβολάει γαζία και μπουγαρίνι και το φεγγάρι ασημοβάφει κάθε γωνία του σπιτιού. Ο Ορφέας και η Ευρυδίκη είναι πλημμυρισμένοι από ευτυχία, αφού μετά από δύο χρόνια έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως πώς μόνο μαζί μπορούν ν’ ανέβουν τις κακοτράχαλες ράμπες της ζωής.
🌹
Αντώνης Ευθυμίου
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.