Δεν τραγουδούσε για να ξεχωρίσει από τον κόσμο, αλλά για να ενωθεί μαζί του. Γι’ αυτό, το κοινό αγκιστρώθηκε από το λυγμό του, που έντυσε τον πόνο, τον έρωτα και την ξενιτιά. Μέσα από αυτόν εκφράστηκε το συλλογικό ασυνείδητο. Δεν ήταν μόνο η μετανάστευση του ’50 και του ’60, που εκτόξευσε το άστρο του. Αυτό θα ήταν η εύκολη προσέγγιση και το φαινόμενο «Καζαντζίδης» θα μας είχε τελειώσει ήδη από τις μέρες που άρχισαν να ρέουν άφθονα τα δολάρια και τα μάρκα στις τσέπες των μεταναστών. Και καλά με όσους έφυγαν. Εκείνοι που έμειναν, γιατί να τον ακούνε ακόμα; Γιατί να πίνουν νερό στ’ όνομά του; Πού οφείλεται η αγάπη αυτή;
Ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο πόντιος Στέλιος Καζαντζίδης, δεν πρόδωσε τον κόσμο. Ήταν άνθρωπος στην πράξη. Δεν αγαπούσε το χρήμα, τις υπερβολές, τα φανταχτερά λόγια. Η βαθιά περιφρόνηση που έδειχνε για το χρήμα και τη δόξα, σε μια κοινωνία που διψούσε να βγει από την αφάνεια και τη φτώχεια, ήταν από τους βασικούς λόγους που τον αγάπησε ο κόσμος.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, ο Στέλιος ανοίγει πανιά για το στερνό ταξίδι, το αμετάκλητο, στη γειτονιά των αγγέλων τον περιμένει, για θρόνο, ένα αστέρι ολόκληρο. Αυτό το αστέρι, γεμάτο βιωματικά τραγούδια και μουσικές, γράφει, πλέον, τη δική του ιστορία, κρύβει τα δικά του μυστικά και ντοκουμέντα, απαυγάζει τη δική του αμφιλύκη. Δεν απέχει έτη φωτός, όπως υποστηρίζει η επιστήμη, από τον πλανήτη Γη, αν κάνεις έτσι δα θα το πιάσεις.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης λατρεύτηκε. Γιατί η μουσική είναι τέχνη με αρχετυπική προέλευση κι αποτελεί την κινητήρια δύναμη του πολιτισμού. Έκφανση αυτής της μουσικής αποτελεί η λαϊκή μουσική, το λαϊκό τραγούδι, αυτό που ονομάζουμε λαϊκό μουσικό πολιτισμό. Στους στυλοβάτες και σκαπανείς αυτού του πολιτισμού συγκαταλέγεται κι ο μεγαλειώδης κι αδευτέρωτος Στέλιος. Κατέγραψε και απαύγασε ανεξίτηλα με τη φωνή του τη σύγχρονη εποχή –κορυφαίες ιστορικές στιγμές προσφυγιάς και μετανάστευσης– και για τούτο θεωρείται, αυτοδίκαια, από τους θεμελιωτές του πολιτισμού μας. Το «Μανούλα θα φύγω στα ξένα» αποτελεί, κατά τον Μάνο Λοΐζο, ίσως το πιο ενεργές πολιτικό τραγούδι.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε «θεόθεν» την αντίληψη και καλλιέργεια να προσεγγίσει ερμηνευτικά την τελειότητα. Δεν είναι το μέταλλο που έχει στη φωνή ο Στέλιος, αλλά η καρδιά που έχει μέσα του. Αυτό το «εκείνος» έχει μέσα ήχους και φωνές αιώνων. Το να βρεις τραγουδιστές σαν τον Στέλιο είναι μια φορά στα χίλια χρόνια. «Ο Στέλιος έχει το χάρισμα του Απόλλωνα και του Διονύσου», θα δηλώσει εκστασιασμένος ο Μίκης Θεοδωράκης.
Ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε, κύρια, ο απρόσκλητος, ταπεινός μοιρολογητής του κοινωνικού άλγους των παθών μας, μιας και το θλιμμένο τραγούδι, το πονεμένο, παρηγορεί, εξορκίζει τον πόνο, τον μεταλλάσσει σε τραγούδι-μοιρολόι. «Η τέχνη», κατά τον ηθοποιό Λευτέρη Βογιατζή, «είναι οδύνη και ενθουσιασμός». Αυτός ήταν ο Στέλιος, αυτή η ουσία και ο πηλός του. Γιατί, τούτος ο τραγουδιστής, ο περιούσιος και πεφιλημένος των νέων, ήταν τα τραγούδια του. Αυτός ήταν, εκεί τον έβρισκες. Εκεί τον συνάντησε, επανειλημμένα κι ο περιβόητος Φρανκ Σινάτρα. Υπήρξαν, βλέπεις, αμφότεροι, από το σπανιότερο στην υφήλιο είδος των «λυρικών βαρύτονων». Πόσοι, αλήθεια το γνωρίζουν; Γιατί ο Στέλιος είναι ένας κλασικός καλλιτέχνης με την έννοια της διαχρονικότητας και αθανασίας των μηνυμάτων του. Τούτος ο λαϊκός άνθρωπος ζει και παραμένει ακλόνητος στο θρόνο του, όσο η «αφήγησή» του (ζωή, αγάπη, έρωτας, μακρινή μητέρα, πόνος, νοσταλγία, εκμετάλλευση, αδικία, ανισότητα, εξουσία, τιμιότητα, μάνα, πατέρας, συνάνθρωπος κ.λ.π.), δεν έχασε το νόημα, τη βαρύτητα, την ιερότητά της. Όσο, κοντολογίς υπάρχουν άνθρωποι κι όσο η Ιστορία θα επαναλαμβάνεται σαν φάρσα ή τραγωδία.