Δε μου άρεσε καθόλου. Ήταν τραχύς, χοντροκομμένος, με χέρια σκληρά σαν πετσί. Δεν είχα ακούσει τη φωνή του, μα δε χρειαζόταν. Αγγελική μια φορά δε γινόταν να ήταν εκτός και αν, από καμιά ιδιοτροπία της η φύση να του έδινε μια τέτοια χάρη και θα ήταν και δίκαιο. Δεν ήξερα γιατί έκανα όλες αυτές τις σκέψεις αλλά η ματιά μου είχε πέσει πάνω του μετρώντας την κάθε ασχήμια του μία προς μία.
Το ρολόι είχε κολλήσει. Είχα χάσει το τρένο και θα έπρεπε να περιμένω πέντε ώρες για το επόμενο. Έβγαλα ένα βιβλίο από την τσάντα μου και προσπάθησα να συγκεντρωθώ στο διάβασμα για να περάσει ευκολότερα η ώρα. Παρόλη την καλή διάθεση που είχα οι σκέψεις μου πηγαινοέρχονταν με την αυθάδεια που μόνο οι σκέψεις μπορούν να κάνουν.
Σκέψου κάτι θετικό, έλεγα στον εαυτό μου, μήπως και προλάβω, πριν με πάρει από κάτω η μελαγχολία, μιας και εκείνο το διάστημα είχα αρχίσει να παρατηρώ μια ροπή προς αυτήν.
Εκείνη τη στιγμή με έσωσε απρόσμενα η ματιά μου που αφέθηκε να κοιτά έναν μπλε κάδο ανακύκλωσης. Έβλεπα τις εικόνες που εξηγούσαν τι πρέπει να μπει μέσα και πήρα την απόφαση να αντιδράσω εναντίον του εαυτού μου και να προσέχω στο εξής τι θα πετάω στους κάδους. Πέρασε και η εποχή που επαναστατούσα σε οτιδήποτε «λογικό» από μια υποψία που είχα εκείνο το διάστημα ότι θα γίνω και εγώ κατεστημένο . Είναι όμως τόσο εύκολο πια να πας κόντρα σε όλα που δεν έχει καμιά απολύτως σημασία.
Ένας ήχος απροσδιόριστος με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Στο απέναντι τραπέζι ο τραχύς και χοντροκομμένος άντρας σκούπιζε τα μάτια του με την ανάστροφη του χεριού του και που και που ρούφαγε τη μύτη του. Αμέσως σκέφτηκα -τι θα μπορούσε να κάνει έναν γίγαντα να κλαίει; Και τότε είδα ένα χαρτί που είχε γίνει πατσαβούρι στα χέρια του.
Μου έκανε βαθιά εντύπωση το θέαμα. Σκέφτηκα πως όταν θέλω να κλάψω προσπαθώ να είμαι κάπου όπου δε θα με έβλεπε κανείς. Και αν αναγκαστικά δεν μπορούσα να γλιτώσω τα δάκρυα από τα μάτια μου, ενώ δεν είμαι μόνη, τότε θα τσίμπαγα το χέρι μου ή θα δάγκωνα τα χείλια μου για να πονέσω. Θα αντιστεκόμουν δηλαδή με οποιοδήποτε τρόπο. Ο άντρας όμως απέναντί μου έκλαιγε ελεύθερα και δεν έβαζε καν τα χέρια του μπροστά του για να προστατευθεί.
Πήγα στο τραπέζι του από μια ακατανόητη παρόρμηση να καθίσω μαζί του, σαν να με τραβούσε ένας μαγνήτης τόσο δυνατός που με πήρε και με προσγείωσε ακριβώς στην καρέκλα δίπλα του. Το μόνο που έκανα ήταν να τον κοιτάω. Παρατηρούσα το πρόσωπό του, τους λυγμούς του σαν να μην ήταν εκεί ο ίδιος. Δεν αισθανόμουν παρείσακτη. Ίσα ίσα που αισθανόμουν πως ήμουν εκεί ακριβώς που έπρεπε να ήμουν. Μια υπέροχη βεβαιότητα που έδινε δικαιολογία στο θράσος μου. Μα τι ανόητη! Δε χρειαζόμουν καμιά δικαιολογία και κανένα θράσος. Ήμουν εκεί από καθαρή αγάπη.
Δε με ενδιέφερε να τον ρωτήσω γιατί έκλαιγε. Δε κλαίμε μόνο για έναν λόγο. Συχνά θα έλεγα, από δικές μου εμπειρίες, κλαίμε για όλη μας τη ζωή. Έφερα την καρέκλα πιο κοντά του και τόλμησα να βάλω το χέρι μου στο δικό του. Ένιωσα το τίναγμα του κορμιού του στην αφή μου αλλά δεν τράβηξε το χέρι του ούτε στιγμή. Κοιταχτήκαμε στα μάτια μέχρι που δάκρυσα και εγώ από την ένταση. Το άλλο του χέρι έτρεξε στο πρόσωπό μου και το χάιδεψε. Αυτό το σκληρό χέρι, το γεμάτο κάλλους άγγιζε το πρόσωπό μου με τέτοια τρυφερότητα που για κάποια στιγμή φοβήθηκα μήπως τελικά τον πονέσει το δέρμα μου.
Δεν μπορούσα να μιλήσω. Δεν έβγαινε καμιά φωνή, μόνο τα μάτια μου καρφωμένα στα δικά του σαν να μην υπάρχει άλλο μέρος να κοιτάξουν. Ακόμα και εκείνη τη στιγμή δεν έψαχνα για λογική. Όλα ήταν τόσο φυσιολογικά σαν να ήταν έτσι από πάντα. Σα να γεννήθηκα για εκείνη ακριβώς τη στιγμή.
Κάτι ξένο με πιέζει και με σπρώχνει. Ακούω ήχους αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα.
Σιγά σιγά αρχίζω πάλι να ακούω, μου φωνάζουν. Είναι ο εισπράκτορας. Θα χάσω, λέει, το τρένο αν δεν βιαστώ.
Δεν ήξερα τι να κάνω. Πώς μπορώ να τον αφήσω; Τον κοιτάω παρακλητικά και από μέσα μου τον ρωτάω τι να κάνω. Μιλάμε την ίδια σιωπή και μου λέει με τα μάτια να φύγω και αρχίζει πάλι τα δάκρυα. Αυτά όμως τα δάκρυα είναι για μένα. Τα αναγνωρίζω. Θα ξανάρθω του λέω. Θα έρθω μόνο για σένα. Το ξέρω μου λέει και μου βάζει το τσαλακωμένο χαρτί στα χέρια μου.
Σαν υπνοβάτης παίρνω τη βαλίτσα μου και βγαίνω έξω. Το τρένο σφυρίζει μα νιώθω πως δε με αφορά πια όπως και κανένας άλλος θόρυβος. Βρίσκω μια θέση κοντά στο παράθυρο και αφήνω τη ματιά μου να πάει όπου θέλει. Το χέρι μου κρατά το χαρτί. Αισθάνομαι τα δάκρυα του πάνω του και τώρα αισθάνομαι τα δάκρυά του μέσα μου, ανάμεσα στα δόντια μου, στον λάρυγγα μέχρι να φτάσουν τα κομμάτια μέσα στην καρδιά μου και να μείνουν εκεί.
Ποτέ δε σκέφτηκα να το διαβάσω.
Άννας Παύλου-Σαλομέ
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.