Λένας Μαυρουδή Μούλιου
Κατά τον Αϊνστάιν ΧΡΟΝΟΣ δεν υπάρχει, ή αν υπάρχει, αυτός μένει ακίνητος σαν τον εύζωνα στον Άγνωστο Στρατιώτη, κλαρίνο, που λένε. Εμείς κινούμεθα μέσα του, πράγμα που ονομάζουμε τρόπω τινά κύκλο της ζωής που διαφέρει από άτομο σε άτομο δημιουργώντας την προσωπική ιστορία του καθ’ ενός εξ’ ημών.
Κατά τον Αϊνστάιν ΧΡΟΝΟΣ δεν υπάρχει, ή αν υπάρχει, αυτός μένει ακίνητος σαν τον εύζωνα στον Άγνωστο Στρατιώτη, κλαρίνο, που λένε. Εμείς κινούμεθα μέσα του, πράγμα που ονομάζουμε τρόπω τινά κύκλο της ζωής που διαφέρει από άτομο σε άτομο δημιουργώντας την προσωπική ιστορία του καθ’ ενός εξ’ ημών.
Αυτό σαν εισαγωγή σε μια μικρή ιστορία που θα σας διηγηθώ και που δεν θα πάρει… πολύ από τον Χρόνο σας, και είστε γι’ αυτό απολύτως σίγουροι αφού υποχρεούμαστε να ακολουθήσουμε και ορισμένους κανόνες!
To έφερε έτσι η τύχη λοιπόν να έχω γείτονα στην πατρική μου γειτονιά, έναν υπέροχο άνθρωπο. Έναν Κύπριο, διπλά πρόσφυγα από τη Μητέρα Πατρίδα τη Σμύρνη, όπως και από την δεύτερη Πατρίδα την Κύπρο του τη λατρεμένη όπως την αποκαλούσε. Πρόσφυγας διπλά, μέσα σε πενήντα πάνω κάτω χρόνια του κύκλου της ζωής του. Ποια Πατρίδα πονούσε πιότερο δεν ήξερε να μου πει, δεν τις ξεχώριζε. Εκείνο που ήξερε ήταν ότι και τις δυο του αυτές Αγάπες τις έχασε εξ αιτίας του ίδιου εχθρού, του Τούρκου. Την πρώτη φορά, θα’ ταν δε θα’ ταν παιδόπουλο δώδεκα χρόνων. Tη δεύτερη χαροκαμένος πάλι, ώριμος άντρας πια, με την οικογένειά του να έχει αφανιστεί με την εισβολή στη Μεγαλόνησο. Κι εγώ, απόγονος τρίτης γενιάς Μικρασιατών προσφύγων, καθόμουν και άκουγα την ιστορία του που ήταν ολόιδια με αυτήν των δικών μου παππούδων και μόνο στον τόπο υποδοχής τους διέφερε. Στην Κύπρο εκείνος. Στη Μητέρα Ελλάδα οι δικοί μου.
Ο κυρ Μελέτης δεν θυμόταν το πώς και το γιατί βρέθηκε τότε το είκοσι δυο σε ένα καράβι, χώρια από την οικογένειά του. Μέσα στη κοσμοχαλασιά και την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης του, βρέθηκε στο καράβι που τον τραβούσε μακριά από τη φωτιά και τη τούρκικη χαντζάρα. Και πια δεν θυμόταν το πώς έγινε αυτό, ίσως γιατί το μυαλό του απωθούσε την τραγικότατη αυτή στιγμή της ζωής του, την απόδιωχνε, μην αντέχοντας τον πόνο που του προξενούσε. Εκείνο που ποτέ δεν ξέχασε πάντως, ήταν η απανθρωπιά των υποτιθέμενων "φίλων" που δεν επέτρεπαν να αποβιβαστούν στην Κύπρο συμπατριώτες του γιατί δεν ήταν λέει Βρετανοί υπήκοοι, αφήνοντάς τους σε σαπιοκάραβα να βολοδέρνουν σε μανιασμένες θάλασσες μέχρι κάπου να βρουν ν’ αράξουν! Αυτό όχι δεν το ξέχασε. Και έτσι όπως ήταν άγραφτος σχεδόν, ο σκληρός δίσκος της μνήμης του, κατέγραψε αυτήν την απανθρωπιά, μαζί με κάτι άλλες παρόμοιες, με υψηλή ευκρίνεια.
Μια οικογένεια Κυπρίων που συμπόνεσε το άμοιρο παιδάκι που έμελλε να γίνει και δική του οικογένεια, τον δήλωσε σαν μέλος δικό της. Ποιος να ζητήσει χαρτιά ή να μη γίνει πιστευτή η απώλειά τους μέσα σε 'κείνον τον κακό χαμό; Έτσι βρέθηκε στο Νησί που το ένιωσε αμέσως σαν δικό του, πράγμα διόλου περίεργο μιας και όπως είναι γνωστό το αίμα νερό δεν γίνεται έτσι και το ΧΏΜΑ αναγνωρίζει στο ιδιότυπο D.N.A. του, τους ανθρώπους τους δικούς του. Tο πιστεύω ακράδαντα αυτό που λέω. Του πρόσφερε ζεστή αγκαλιά και έμεινε στη θαλπωρή της γης αυτής. Σπούδασε, πρόκοψε, παντρεύτηκε την μικρή κόρη της οικογένειας. Επιχειρηματικό μυαλό από τα λίγα, πήρε εύκολα δάνειο και έκτισε μια ξενοδοχειακή μονάδα που οι προοπτικές επιτυχίας της φάνταζαν τεράστιες. Μέχρι εκείνη την άλλη αποφράδα ημέρα, εκείνη της Εισβολής του 1974… Ο Θεός θέλησε να σωθεί πάλι, όχι όμως και η οικογένειά του. Ευτυχώς δεν είχε προλάβει ακόμη να κάνει παιδιά. Και πια ο ίδιος δεν θέλησε να μείνει στο Νησί να το βλέπει καθημερινά να αιμορραγεί και ο ίδιος να μη μπορεί να ανάψει ένα κερί στους τάφους των δικών του! Τι Μοίρα και η δική του!Πώς να την αποκαλέσει κανείς καλή; Ή κακή; Και συγγνώμη Θεέ αν γίνομαι βλάσφημη μ’ αυτό που λέω.
Και έφυγε.
Και βρέθηκε στην Ελλάδα φιλοξενούμενος συγγενικών του προσώπων.
«Να΄ναι καλά οι άνθρωποι» έλεγε και ξανάλεγε.
Καθόμουνα λοιπόν και άκουγα τις διηγήσεις του και πονούσα γιατί κάπου μέσα στις ιστορίες αυτές, βρίσκονταν και οι δικοί μου, ανάσαιναν τον ίδιο αέρα με το παιδόπουλο των δώδεκα χρόνων και έβλεπαν όπως αυτό τις ίδιες μακάβριες εικόνες.
Έλεγε λοιπόν:
«Η Σμύρνη, αυτή η πανέμορφη πόλη, η χιλιοτραγουδισμένη, η κοσμοπολίτισσα, "η πόλη με τα χίλια πρόσωπα" όπως την αποκαλούσαν, η "πόλη Παράδεισος" όπως την βάφτισαν οι τελευταίοι της άποικοι οι Αμερικάνοι, χάθηκε για πάντα κόρη μου. Μα τι πόλη ήταν εκείνη Θεέ μου! Με τα θέατρά της, την Όπερά της, τις Τράπεζες μεγαθήρια, τα καταστήματα από τα πλουσιότερα του κόσμου εκείνης της εποχής! Και κυρίως ονομαστή για τις ΤΈΧΝΕΣ και τα ΓΡΆΜΜΑΤΑ με τα περίφημα σχολειά της όπως π.χ. η ξακουστή Ευαγγελική της Σχολή…
»Και όλα αυτά και χίλια ακόμα, έγιναν βορά των άγριων βανδάλων. Έτσι η πόλη που όπως έλεγαν ΌΛΟ ΓΕΛΟΎΣΕ, ξέχασε με μιας τι θα πει γέλιο, και δεν νομίζω ότι θα γελάσει ποτέ ξανά, το ίδιο όμορφα, το ίδιο πηγαία.
»Τι ανθρώπους γέννησε αυτή η "ΜΑΝΑ" μάγισσα! Ανθρώπους του Πνεύματος, από τον Όμηρο μέχρι τον Σεφέρη. Ανθρώπους του Χρήματος και του πλούτου σαν τον Ωνάση, για να καταλήξει να γίνει μια πόλη "φτωχιά" και ασήμαντη. Και αν τα λεγόμενά μου δεν είναι σωστά ας μας πει κάποιος αντικειμενικά σκεπτόμενος, μέσα στα χρόνια που πέρασαν από τότε, τι έχει να επιδείξει η Σμύρνη ή καλύτερα το Ισμίρ;
»Έναν τόπο δεν τον κάνουν ξακουστό μόνο η ομορφιά της φύσης αλλά το ανθρώπινο δυναμικό του με τα επιτεύγματά του. Ο τόπος όπου οι άνθρωποι δουλεύουν ελεύθεροι για να ζήσουν και όχι για να ζουν δουλεύοντας σαν σκλάβοι. Αυτός είναι ο τόπος ο ξακουστός. Ένας τέτοιος τόπος ήταν η Σμύρνη, ένας τέτοιος τόπος ήταν η Βόρεια Κύπρος και τις έριξαν και τις δυο στην πυρά.
»Όταν λέμε ΚΑΛΟ ΣΧΟΛΕΙΌ δεν εννοούμε ένα όμορφο κτίριο σε κάποιο ακριβό προάστιο. Καλό σχολειό εννοούμε τους ικανούς Δασκάλους, τους φωτισμένους, που μεταλαμπαδεύουν την γνώση τους στους μαθητές με τον πλέον άριστο τρόπο. Αυτή είναι η όμορφη και σωστή ΠΌΛΗ. Μα ο Τούρκος και τη μια και την άλλη τις αφάνισε και γκρέμισε το Καλό Σχολειό. Την μεν πρώτη την ισοπέδωσε, την έσβησε από το χάρτη όχι μόνον οπτικά αλλά όπως είπα ουσιαστικά. Την δεύτερη την βλέπω από μακριά, φαινομενικά αλώβητη έτσι όπως τη θυμάμαι όταν έφυγα, μα εξυπακούεται, χωρίς το ΣΧΟΛΕΙΌ, που λέγαμε, αφού δεν υπάρχουν ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ. Αυτοί έτρεξαν πανικόβλητοι να γλυτώσουν όπως παλιά έτρεξαν να γλυτώσουν οι πατεράδες τους από το αιματοβαμμένο χαντζάρι των άξεστων Τσετών υπό τα όμματα των πολιτισμένων Γάλλων και Εγγλέζων και με την ανοχή τους…
»Το θέμα το ιστορικό δεν θα το λύσουμε εμείς βέβαια. Όποιος ενδιαφέρεται για τις χαμένες Πατρίδες του Ελληνισμού, δεν έχει παρά να διαβάσει λεπτομερώς κανένα από τις εκατοντάδες βιβλία Ελληνικά ή ξενόγλωσσα που έχουν γραφτεί. Σημασία έχει, ο αναγνώστης να ξέρει να αναγνωρίζει το ιστόρημα το αντικειμενικό και όχι σαν αυτό της ανεκδιήγητης Ελληνίδας Ιστορικού που όλα αυτά τα φρικτά που έζησε ο Ξεριζωμένος Έλληνας, που και εγώ τα έζησα σαν παιδί, τα χαρακτήρισε σαν "απλό επεισόδιο"! Όχου Θεέ μου! Ελληνίδα μετά σου λέει ο άλλος. Αμ καλά λένε ότι τα κάστρα εκ των έσω αλώνονται. Εσύ, όμως να ξέρεις παιδί μου ότι την αληθινή Ιστορία την γράφουμε εμείς που την ζήσαμε από πρώτο χέρι, που ματώσαμε, που καταστραφήκαμε που πεθάναμε. Χωρίς μυθοπλασίες και προσπάθειες για λογοτεχνήματα. Αφηγούμαστε τα αληθινά γεγονότα όχι σαν σπασμένο "τηλέφωνο". Διηγούμαστε ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ τη ΔΙΚΗ μας τελικά, το καταλαβαίνεις αυτό; Τα τερτίπια των πολιτικάντηδων για το ποιος έφταιξε, για τίνος το συμφέρον γίνανε όλα αυτά και με τον τρόπο κυρίως που γίνανε, τόσο τότε το είκοσι δυο, όσο και πρόσφατα το 74, δεν είναι δική μου δουλειά να το πω. Άλλου παπά Ευαγγέλιο είναι. Μα ξέρεις ποιο είναι αυτό για το οποίο αναρωτιέμαι κορίτσι μου; ΠΟΙΟΙ μας πλήγωσαν πιότερο οι οχτροί ή οι λεγόμενοι φίλοι;»
«Σίγουρα οι φίλοι κυρ Μίλτο μου καλέ» του απαντώ «και μην αναρωτιέσαι καθόλου. Πώς το λέει η παροιμία να δεις;
ΠΟΙΟΣ ΣΟΥ ΈΒΓΑΛΕ ΤΟ ΜΆΤΙ;
Ο ΑΔΕΛΦ’ΌΣ ΜΟΥ
Αμ γι’ αυτό σου το έβγαλε τόσο βαθιά!
Έτσι δεν λένε;»
Έτσι δεν λένε;»
«Δίκιο έχεις. Αντί να δώσουν ένα χέρι βοήθειας, να απαλύνουν τον πόνο, να σταματήσουν το αίμα που έβαφε κόκκινα τα νερά της πασίγνωστης Προκυμαίας της Σμύρνης από τη μια, μέχρι και αργότερα τα ίδια εκεί στα βόρεια του Νησιού μου, έκοβαν το χέρι του φίλου που απεγνωσμένα απλώνονταν για βοήθεια. Και κυριολεκτώ. Μη νομίζεις ότι αυτό που λέω είναι σχήμα λόγου, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, παρά τρίχα γλύτωσα κι εγώ. Μα είτε κάποιο άλλο χέρι ανθρώπινο, είτε θεϊκό (δεν το 'χω ξεδιαλύνει κι εγώ ο ίδιος μέχρι τα τώρα) μου έδωσε μια και βρέθηκα στο πλοίο πάνω, στο πλοίο της σωτηρίας μου.
»Μας αφάνισαν, που λες. ΚΑΙ ΛΟΙΠΌΝ; Σαν τι κέρδισαν; Μη και δεν αναγεννιόμαστε μια ζωή από τις στάχτες μας και μέσα από τα ερείπια; Αυτή είναι η Μοίρα μας, η δική μας η Μοίρα. "Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν και ξανάρθε για μας λευτεριά", έτσι δεν λέει το τραγούδι; Ε, λοιπόν, και να μου το θυμηθείς. Έτσι θα γίνει μια μέρα. Το πιστεύω και προσεύχομαι γι’ αυτό.
»Η Σμύρνη που ήξερα, κακά τα ψέματα δεν υπάρχει πια είναι νεκρή, μια πολύ μακρινή ανάμνηση. Στη θέση της υπάρχει ένα ανούσιο φυτεμένο πάρκο. Κάποτε θέλησα να πάω για προσκύνημα στα ιερά μου χώματα. Πόσο το μετάνιωσα να ήξερες! Τη θέση της ομορφιάς και του πολιτισμού είχε πάρει αυτό το τεράστιο πάρκο.
»Θυμάμαι ήταν κατακαλόκαιρο που πήγα, έκανε αποπνικτική ζέστη που χειροτέρευε τις εντυπώσεις και θέλησα να μπω για λίγη δροσιά στο πάρκο αυτό που ήταν οι ρίζες του βαθιά ποτισμένες με το αίμα εκατοντάδων αθώων αμάχων Χριστιανών. Δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα, μεσημέρι βλέπεις, η ώρα του ραχατιού. Ξάφνου, κάτω από ένα βαθύσκιωτο δέντρο που δεν κατάλαβα τι σόι δέντρο ήταν, αλλόκοτο μου φάνηκε, ήταν αραγμένη μια Τουρκοοικογένεια και γύρω της σαν διακόσμηση, απλωμένες καρπουζόφλουδες. Και μύγες, μύγες, μύγες… Χιλιάδες από δαύτες. Απλωμένες στα πρόσωπα των παιδιών, απολαμβάνοντας το καρπουζόζουμο με το οποίο ήταν πασαλειμμένα καθώς και στα ξεβράκωτα κωλαράκια τους πασαλειμμένα και αυτά με άλλου είδους μυγολιχουδιές. Δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ πώς να ένιωθε άραγε ο θαμμένος εκεί Πολιτισμός -αν αληθεύει η ρήση ότι ο πολιτισμός ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ και ότι απλά κατά περιόδους πέφτει σε χειμέρια νάρκη. Εύχομαι οι γενιές που θα έρθουν να μην ζήσουν παρόμοιες σκηνές και στην Κύπρο μας ξανά. Να γίνει Θεέ μου ΤΟ θαύμα. Στην περίπτωση της Σμύρνης πολύ χλωμό έως κάτασπρο το βλέπω, να δει ξανά ελληνικό στοιχείο. Το καρδιογράφημά της, με όποιον καρδιογράφο και αν το μετρήσεις, μια ευθεία γραμμή θανάτου θα δείχνει πάντα… Μπορεί να την επισκεπτόμαστε, μα πάνω από μία φορά δεν νομίζω ότι πηγαίνουμε ξανά, γιατί πια δεν "μιλάει" στην ψυχή του Έλληνα, έτσι τουλάχιστον πιστεύω εγώ.
»Όμως στη δεύτερη ΠΑΤΡΊΔΑ ΜΟΥ ούτε αυτή την επίσκεψη μπορώ να κάνω. Και ΔΕΝ ξέρω τι είναι καλύτερο. Να βλέπω με τα μάτια της ψυχής μου τη Σμύρνη μου καμένη, ή την πόλη μου, το σπίτι μου και το στολίδι Ξενοδοχείο μου στη ΚΎΠΡΟ, έτσι όπως τα άφησα, να με καλούν από δυο βήματα απόσταση και να μην τους απαντώ, όχι βέβαια γιατί δεν θέλω, αλλά γιατί δεν μου επιτρέπεται να πάω κοντά τους. Τους φωνάζω όμως και ελπίζω να μ’ ακούνε:
»Θυμάμαι ήταν κατακαλόκαιρο που πήγα, έκανε αποπνικτική ζέστη που χειροτέρευε τις εντυπώσεις και θέλησα να μπω για λίγη δροσιά στο πάρκο αυτό που ήταν οι ρίζες του βαθιά ποτισμένες με το αίμα εκατοντάδων αθώων αμάχων Χριστιανών. Δεν υπήρχε ψυχή εκεί μέσα, μεσημέρι βλέπεις, η ώρα του ραχατιού. Ξάφνου, κάτω από ένα βαθύσκιωτο δέντρο που δεν κατάλαβα τι σόι δέντρο ήταν, αλλόκοτο μου φάνηκε, ήταν αραγμένη μια Τουρκοοικογένεια και γύρω της σαν διακόσμηση, απλωμένες καρπουζόφλουδες. Και μύγες, μύγες, μύγες… Χιλιάδες από δαύτες. Απλωμένες στα πρόσωπα των παιδιών, απολαμβάνοντας το καρπουζόζουμο με το οποίο ήταν πασαλειμμένα καθώς και στα ξεβράκωτα κωλαράκια τους πασαλειμμένα και αυτά με άλλου είδους μυγολιχουδιές. Δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ πώς να ένιωθε άραγε ο θαμμένος εκεί Πολιτισμός -αν αληθεύει η ρήση ότι ο πολιτισμός ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ και ότι απλά κατά περιόδους πέφτει σε χειμέρια νάρκη. Εύχομαι οι γενιές που θα έρθουν να μην ζήσουν παρόμοιες σκηνές και στην Κύπρο μας ξανά. Να γίνει Θεέ μου ΤΟ θαύμα. Στην περίπτωση της Σμύρνης πολύ χλωμό έως κάτασπρο το βλέπω, να δει ξανά ελληνικό στοιχείο. Το καρδιογράφημά της, με όποιον καρδιογράφο και αν το μετρήσεις, μια ευθεία γραμμή θανάτου θα δείχνει πάντα… Μπορεί να την επισκεπτόμαστε, μα πάνω από μία φορά δεν νομίζω ότι πηγαίνουμε ξανά, γιατί πια δεν "μιλάει" στην ψυχή του Έλληνα, έτσι τουλάχιστον πιστεύω εγώ.
»Όμως στη δεύτερη ΠΑΤΡΊΔΑ ΜΟΥ ούτε αυτή την επίσκεψη μπορώ να κάνω. Και ΔΕΝ ξέρω τι είναι καλύτερο. Να βλέπω με τα μάτια της ψυχής μου τη Σμύρνη μου καμένη, ή την πόλη μου, το σπίτι μου και το στολίδι Ξενοδοχείο μου στη ΚΎΠΡΟ, έτσι όπως τα άφησα, να με καλούν από δυο βήματα απόσταση και να μην τους απαντώ, όχι βέβαια γιατί δεν θέλω, αλλά γιατί δεν μου επιτρέπεται να πάω κοντά τους. Τους φωνάζω όμως και ελπίζω να μ’ ακούνε:
Δ Ε Ν Ξ Ε Χ Ν Ω.
Δ Ε Ν ΣΑΣ Ξ Ε Χ Ν Ω, τους λέω.
»Κι ένα ανάλαφρο αεράκι έρχεται και μου χαϊδεύει το πρόσωπο. ΣΑΝ να μου απαντούν: ΟΎΤΕ ΚΙ ΕΜΕΊΣ ΞΕΧΝΟΎΜΕ ΕΣΈΝΑ ΚΑΡΔΙΆ ΜΑΣ.
»Στο λέω και να το ξέρεις, τα σπίτια έχουν ψυχή, χαίρονται και πονούν σαν εμάς. ΚΑΙ το σπίτι του Κύπριου εκεί στα ΒΌΡΕΙΑ πονάει πολύ μα την αλήθεια…»
Τ Ε Λ Ο Σ
Το διήγημα έχει λάβει Β' Βραβείο Ε.Π.Ο.Κ.
Στη συνοδευτική εικόνα βλέπετε πίνακα του George Rossidis (Αμμόχωστος, Κύπρος) Πηγή