1. Στην αυλή με τις μουριές
Η Μαριλένα, πέρασε την τελευταία γιρλάντα με τα λαμπιόνια στα πιο ψηλά κλαδιά της μουριάς. Οι λίγοι θαμώνες του μαγαζιού που έπιναν εκείνο το πρωινό τον καφέ τους, κοιτούσαν με κομμένη την ανάσα την κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη στο δέντρο. Από από φόβο να μην παραπατήσει και πέσει στο έδαφος, αλλά και από θαυμασμό για το γυμνασμένο κορμί της. Ο Αλέξης στεκόταν κάτω από το δέντρο και την κοιτούσε. Προσπαθούσε να διώξει οποιαδήποτε φαντασίωση ή σκέψη που θα μπορούσε να βάλει σε κίνδυνο την πολύτιμη φιλία τους που την έβαζε πάνω από οποιοδήποτε ερωτικό πάθος. Όταν τελείωσε ο στολισμός των δέντρων με τα λαμπιόνια η Μαριλένα έκοβε μούρα και τα πετούσε στο τραπέζι των δύο ηλικιωμένων διανοούμενων θαμώνων που έπιαναν θέση κάθε πρωί κάτω από τον ίσκιο της μουριάς. Ο Αλέξης και η Μαριλένα είχαν συνδέσει τα μούρα με πανελλήνιες ή με εξεταστικές του καλοκαιριού. Η γεύση και το άρωμά τους είχε κάτι από την γλύκα της νίκης μετά από κόπο και αγωνία.
Για να κατέβει από το δέντρο, πάτησε πάνω στους ώμους του Αλέξη και γλίστρησε στην αγκαλιά του. Εκείνος μύρισε το άρωμα λεβάντα που συνήθιζε να φοράει. Οι τυχαίες αγκαλιές και τα φευγαλέα αγγίγματα ήταν ένα παιχνίδι που έκλεινε μέσα του τη γοητεία του απαγορευμένου και εκείνου του ερωτικού στοιχείου που υπέβοσκε λαθραία και έκανε τη σχέση αυτή πολύτιμη και παιχνιδιάρικη. Έτσι κι αλλιώς ο Αλέξης μπορούσε να είχε όποια γυναίκα ήθελε και η Μαριλένα το ίδιο και τα βράδια να σχολιάζουν τις νέες κατακτήσεις τους.
Η Μαριλένα γύρισε στο τραπέζι της, ήπιε μια γουλιά από το σκέτο ελληνικό που έπινε συνήθως και στη συνέχεια έβαλε τα πόδια πάνω στο τραπέζι, ακούμπησε στα γόνατά της το μεγάλο μπλοκ ζωγραφικής που πάντα έπαιρνε μαζί της και ξεκίνησε να ζωγραφίζει με γρήγορες κινήσεις τους διανοούμενους πελάτες του μαγαζιού, το Νικηφόρο και το Ναπολέοντα που απολάμβαναν τον καφέ και τα μούρα για πρωινό.
Το μαγαζί ήταν σχεδόν έτοιμο για τη γιορτή του "κλείδωνα" που σήμαινε την αρχή του Καλοκαιριού. Θα άναβαν φωτιές για να αναβιώσουν το παλιό ξεχασμένο έθιμο και το μαγαζί θα γέμιζε. Ο Αλέξης έκανε μία δοκιμή στους προβολείς με υπεριώδες φως. Από αυτούς που είχαν στις ντισκοτέκ της εποχής και έκαναν τα άσπρα πουκάμισα να φωσφορίζουν και να παίρνουν ένα φωτεινό μωβ χρώμα.
«Λέω να καλέσω κάτι παιδιά που χορεύουν κρητικούς χορούς και ένας παίζει λύρα και τραγουδάει μαντινάδες. Πώς σου φαίνεται η ιδέα;» ρώτησε ο Αλέξης τη φίλη του.
«Πολύ φολκλόρ το βρίσκω ρε Αλέξη, αλλά αν σου αρέσει γιατί όχι;» απάντησε η Μαριλένα αδιάφορα βυθισμένη στα σκίτσα που σχεδίαζε σε ένα μπλοκ που κουβαλούσε πάντα στην τσάντα της «Λέω να βάλω και τα έργα μου να κάνουμε έκθεση μήπως πουλήσω τίποτα» συνέχισε επίσης αδιάφορα.
«Έχω μία ιδέα! Να ζωγραφίσεις εσύ τις αφίσες για τη γιορτή με θέμα την Κρήτη. Πώς σου φαίνεται;» πρότεινε ο Αλέξης και η Μαριλένα αντί για απάντηση γύρισε σελίδα και ξεκίνησε ένα σκίτσο. Έναν Κρητικό με μουστάκι βράκα μπότες και μαντήλι στο κεφάλι να παίζει τη λύρα του και πίσω στο φόντο μια παρέα να χορεύει πεντοζάλη. Ζωγράφιζε με πάθος και έμοιαζε να χάνεται σε άλλους κόσμους που η ίδια δημιουργούσε.
«Ωραία μου δεσποινίς που θα πάτε διακοπές;» ρώτησε ο Ναπολέοντας και άναψε την πίπα του. Ένα άρωμα καπνού και βανίλιας πλημμύρισε την αυλή.
«Διακοπές στη μαγευτική Αθήνα κύριε Ναπολέοντα» απάντησε η Μαριλένα χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της από το σκίτσο που ζωγράφιζε και στη συνέχεια εξήγησε γιατί δεν θα πήγαινε πουθενά διακοπές εκείνο το καλοκαίρι «Η Αθήνα τα έχει όλα φίλοι μου. Βόλτες τα βράδια, σινεμά στην ταράτσα του ΒΟΞ, ουζάκι στην Πειραϊκή και για μπάνιο ας είναι καλά το μωβ σαραβαλάκι μου, θα πηγαίνω για βουτιές στα Λιμανάκια της Βουλιαγμένης…» έκλεισε τα μάτια και ονειρεύτηκε τις άπειρες επιλογές που πρόσφερε η μαγική Αθήνα, ο Πειραιάς και η παραλιακή σε όσους δεν θα πήγαιναν διακοπές σε κάποιο νησί ή σε κάποιο παραθαλάσσιο θερινό θέρετρο.
«Ξέχασες εμάς όλους τους φίλους. Το μαγαζάκι μας το αυτοσχέδιο. Δεν έχουμε καμία θέση στις διακοπές σου στη μαγευτική Αθήνα;» ρώτησε ο Αλέξης με μία δόση ζήλιας και κάπως εκνευρισμένος που η φίλη του μιλούσε βυθισμένη στη ζωγραφική της.
«Πρώτα απ' όλα εσείς αγαπημένοι μου φίλοι. Κοίτα! το πρώτο σκίτσο έτοιμο. Εδώ στο κενό θα βάλω μία λεζάντα. Θα φτιάξω και πιο μεγάλες αφίσες έγχρωμες που θα πιάνουν όλο τον τοίχο».
«Με το αζημίωτο. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» δήλωσε ο Αλέξης με σοβαρό ύφος και άλλαξε συζήτηση. «Εκτός από φωτιές τι άλλο περιλαμβάνει το έθιμο του κλείδωνα μήπως ξέρει κανείς;»
Η Μαριλένα πετάχτηκε σαν ελατήριο από την καρέκλα της για να απαντήσει με ενθουσιασμό.
«Κάτι μαγικά κάνουν για να δουν τον άντρα που θα παντρευτούν οι κοπέλες και για να το κάνουμε πιο σύγχρονο τον επόμενο γκόμενο ή γκόμενα για τους άντρες. Σαν σκηνές από ταινία προσεχώς στις γκομενοδουλειές».
«Μόλις ακούς για μεταφυσικά και μαγικά πετάγεσαι. Πρόσεξε γιατί η φίλη σου η γλύπτρια θα σε τρελάνει με αυτά» στη συνέχεια ο Αλέξης σηκώθηκε όρθιος και εξήγησε σε όλους ποια ήταν αυτή η γλύπτρια. «Της είπα της κυρίας από δω να μου γνωρίσει μια φίλη της και μου γνώρισε τη Δάφνη. Βγήκαμε έξω για ποτό και όλο το βράδυ μου μιλούσε για φαντάσματα. Που ξανακούστηκε σύγχρονη κοπέλα να μιλάει για φαντάσματα!» ο Αλέξης είχε περάσει τα δάχτυλα στα πλούσια μαλλιά του και κοιτούσε τον ουρανό σαν να μην το χωρούσε ο νους του ότι υπήρχαν άνθρωποι που μιλούσαν για δεισιδαιμονίες σαν να ήταν γριές του χωριού. Η Μαριλένα είχε θυμώσει με τη συμπεριφορά του αλλά απέφυγε να τον προσβάλει μπροστά στους πελάτες.
«Δεν είναι μόνο η Δάφνη. Χθες ένας άλλος μου έλεγε κάτι παρανοϊκές ιστορίες».
«Όλοι οι καλλιτέχνες, ζωγράφοι, ποιητές, συγγραφείς σας έχει λασκάρει η βίδα» ειρωνεύτηκε ο Αλέξης και σχημάτιζε κύκλους με το δάχτυλό του γύρω από το κεφάλι του.
«Όχι ναυπηγός στο πολυτεχνείο ήταν σαν κι εσένα και τον ξέρεις! από την παρέα που συχνάζει σε ένα μικρό καφενείο της οδού Μαυρομιχάλη και όλο μιλάνε για "μεταφυσικά" και παράξενα. Χθες μου έλεγε για κάποιο φίλο του τάχα που γνώρισε μια κοπέλα, πέρασαν καλά και όταν την επομένη πήγε να τη βρει στο σπίτι της έμαθε ότι είχε πεθάνει εδώ και χρόνια. Πήγε στο νεκροταφείο και είδε το μνήμα και τη φωτογραφία της και πάνω από το μνήμα το μπουφάν του, που της είχε δώσει την προηγούμενη γιατί κρύωνε …»
«Αν συνεχίσεις να λες ανοησίες του Μεσαίωνα γιατί θα σου ρίξω τον καφέ πάνω στα σκίτσα σου» ο Αλέξης έβαλε το ποτήρι με τον καφέ πάνω από το μπλοκ και τη στιγμή εκείνη η Μαριλένα ζωγράφιζε τα μούρα που είχαν απομείνει στο τραπέζι των διανοούμενων. Μια κουβέντα μεταφυσική ακόμα να έλεγε θα της τα έκανε όλα άχρηστα. Τη στιγμή εκείνη πήρε το λόγο ο Νικηφόρος.
«Να μου επιτρέψετε να πω την άποψή μου. Πρόκειται για τους λεγόμενους αστικούς θρύλους. Έχουν μεγάλη ευρύτητα διάδοσης από στόμα σε στόμα. Επινόησα κάποτε έναν και μετά από ένα χρόνο άκουσα να τη μου διηγείται κάποιος την ίδια δική μου ιστορία παραλλαγμένη και ότι τάχα συνέβη σε ένα φίλο του αδερφού του» ο πελάτης πήρε στοχαστικό ύφος χάιδεψε τη λευκή γενειάδα του και συνέχισε. «Είναι η φαντασία που καλπάζει παιδιά μου. Η φαντασία δίνει χρώμα στη ζωή και δεν πρέπει να την καταπιέζουμε, ζωή χωρίς φαντασία και παραμύθι είναι ανάλατη».
«Δίκιο έχεις καλέ μου φίλε από τότε που ξεμάγεψε ο κόσμος η ζωή έγινε πεζή χωρίς νόημα και μυστήριο. Αυτό συνέβη τον δέκατο έκτο αιώνα με την εμφάνιση του καπιταλισμού…» είπε ο Ναπολέοντας με επίσης βαθυστόχαστο ύφος, ήπιε μισό ποτήρι νερό και πήρε φόρα για μια μακροσκελή αγόρευση για το ξεμάγεμα του κόσμου. Η Μαριλένα έβαλε τις τελευταίες γραμμές στο σκίτσο με τις καρικατούρες των δύο θαμώνων με τις περίεργες φυσιογνωμίες που έμοιαζαν να έρχονται από άλλη εποχή. Γνωστές φιγούρες στα Εξάρχεια. Αχώριστοι φίλοι που δεν έχαναν ευκαιρία να ξεκινήσουν φιλοσοφικές συζητήσεις επί παντός επιστητού. Η Μαριλένα έδωσε το σκίτσο στους δύο κυρίους, που έδειξαν ενθουσιασμένοι όταν είδαν τον εαυτό τους σε γελοιογραφία. Τους άρεσε να αυτοσαρκάζονται και να πειράζει ο ένας τον άλλο. Παρόλο που ήταν ηλικιωμένοι, οι νέοι επιζητούσαν την συντροφιά, τα αστεία και τις συμβουλές τους.
Όταν έφυγαν οι παρέες από τα διπλανά τραπέζια, η Μαριλένα βρήκε την ευκαιρία να πει στο φίλο της πόσο την εκνεύρισε η συμπεριφορά του όταν μίλησε για τη Δάφνη ειρωνικά μπροστά σε κόσμο.
«Θέλω να σου πω κάτι Αλέξη. Σε παρακαλώ να μην κοροϊδέψεις ποτέ ξανά τη φίλη μου τη Δάφνη».
«Δεν ήξερα ότι θα σε ενοχλήσει γιατί κι εσύ μιλάς συνέχεια για πρόσωπα απόντα. Είσαι το μεγαλύτερο φτυάρι των Εξαρχείων και της γύρω περιοχής» ειρωνεύτηκε ο Αλέξης
«Κουτσομπολεύω τους ευτυχισμένους που τα έχουν όλα. Κι εμένα να με σχολιάζουν όσο θέλουν οι άλλοι. Αλλά η Δάφνη δεν είναι ευτυχισμένη. Όταν σου χτυπάει ο Χάρος την πόρτα όλα επιτρέπονται κύριε Αλέξη. Ακόμα και να μιλάς για φαντάσματα. Ακόμα και να νιώθεις την ανάσα αυτών που έφυγαν δίπλα σου» η Μαριλένα έσφιξε τις γροθιές της από θυμό. Η βιολετιά ματιά της ήταν άγρια σαν θάλασσα φουρτουνιασμένη.
«Την πήγα στο καλύτερο μαγαζί για ρομαντικό δείπνο, αλλά δεν μου είπε τίποτα για τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της όπως λες. Μόνο με ρωτούσε που πάνε οι ψυχές αυτών που φεύγουν. Δεν ξέρω τίποτα για την κοπέλα. Δεν φταίω…» απολογήθηκε ο Αλέξης.
«Έχασε τον πατέρα και τον αδερφό της στο ναυάγιο του πλοίου “Χρυσή Αυγή” πριν οκτώ χρόνια. Έμεινε με με το μικρότερο αδερφό της και τη μητέρα της που όλη μέρα ξεσκονίζει τις φωτογραφίες αυτών που έφυγαν και κλαίει».
«Είναι ευπρόσδεκτη στη γιορτή που θα κάνουμε. Πες της να έρθει» αποκρίθηκε ο Αλέξης μετανιωμένος για τη συμπεριφορά του. Την κοίταξε στα μάτια που είχαν το χρώμα της λεβάντας όπως και το μπλουζάκι που φορούσε.
«Όχι δε θα έρθει. Έχει αναλάβει μία δύσκολη δουλειά. Ένα άγαλμα στο μνήμα ενός νεαρού ανθρώπου. Ευτυχώς που έχει γίνει γνωστή γλύπτρια και μπορεί να συντηρεί το σπίτι της πάνω που τελείωναν τα έτοιμα από την αποζημίωση».
«Να της πεις ότι δεν είναι μόνη. Ό,τι θέλει είμαι κι εγώ εδώ. Οι δικοί σου φίλοι είναι και δικοί μου Μαριλένα. Να το θυμάσαι πάντα αυτό» ο Αλέξης έπιασε τη φίλη του από τους ώμους και χάιδεψε απαλά τα ατίθασα μακριά μαλλιά της. Σκέφτηκε πόσο περίεργες απόψεις είχε η φίλη του για τη ζωή.
🌹
Μαρία Κόνιαρη
Τα μεγάλης έκτασης έργα δε δύναται να δημοσιευθούν σε μια ανάρτηση. Το παραπάνω αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο της νουβέλας ώστε να σχηματίσετε άποψη.
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.