Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Πέρα από τις Οκτάβες

Θεόδωρου Ν. Θεοδωρή
Κεφάλαιο 1

Ο δυνατός φθινοπωρινός νοτιάς εμφανίστηκε ξαφνικά και απρόσμενα στην πόλη της Θεσσαλονίκης και οι περισσότεροι από τους κατοίκους της έσπευσαν να προφυλαχτούν από το αναπόφευκτο της επερχόμενης μπόρας. Οι καταστηματάρχες που εκθέτουν στο πεζοδρόμιο κάποια από τα προς πώληση εμπορεύματά τους, εναγωνίως μάζεψαν όσα έπεσαν κάτω από το δυνατό φύσημα του αέρα, αλλά και αυτά που προς στιγμή γλίτωσαν από τη μανία του. Μανάδες στο δρόμο τραβούσαν κοντά τους τα παιδιά τους, από ένστικτο, για να τα προφυλάξουν. Όλοι οι διαβάτες σε κεντρικά, αλλά και απόμερα σημεία της πόλης αντιλαμβάνονταν πως η ελαφριά, λόγω υψηλής θερμοκρασίας, ενδυμασία τους δε θα κατάφερνε να τους προφυλάξει από το υγρό στοιχείο που σύντομα θα δρόσιζε τη μεγαλούπολη. Η αντίδραση τους ήταν κοινή κάτω από την απειλή που ζύγωνε μαζί με τα μαύρα σύννεφα που γέμιζαν τον ουράνιο θόλο. Ο βηματισμός προς τον προορισμό τους επιταχυνόταν όσο γινόταν περισσότερο, καθώς οι πρώτες βροντές ακούγονταν από μακριά μεν, αλλά με αυξανόμενη ένταση δε.

Υπήρχαν όμως και οι εξαιρέσεις στον κανόνα που λέει πως συνήθως κάνεις κάτι για να προφυλαχτείς από τη βροχή. Μια από αυτές ήταν και ο Ιάσων Παυλίδης που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στη συμβολή των οδών Μητροπόλεως με Κομνηνών. Όχι πως του άρεσε να περπατά στη βροχή, όπως κάποτε ο Τζιν Κέλι, αλλά ήταν σχεδόν απίθανο το να ταραχτεί από ένα τέτοιο φαινόμενο, όπως η καταιγίδα που από λεπτό σε λεπτό θα ξεσπούσε. Χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του δεν ήταν η ψυχραιμία, αλλά μάλλον η νωχελικότητα απέναντι σε οτιδήποτε δε συμβάδιζε με το δικό του ρυθμό. Βρισκόμενος σε πλήρη αντίθεση με τους τριγύρω περαστικούς, ο τύπος αυτός απλώς, κάνοντας μικρά βήματα πότε δεξιά και πότε αριστερά, απέφευγε όποιον ήταν έτοιμος να πέσει επάνω του, μέσα στον πανικό που προκάλεσαν οι πρώτες χοντρές ψιχάλες της νεροποντής. Δεν απείχε και πολύ από τον προορισμό του που ήταν η πολυκατοικία στην οποία διέμενε επί της οδού Μητροπόλεως. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα έφτανε εκεί. Κρατώντας τις σακούλες από το σούπερ μάρκετ που είχε επισκεφτεί λίγο πριν, βάδιζε σταθερά προς το κτίριο με τον αριθμό 92.

Φτάνοντας, σταμάτησε για λίγο στο πλατύσκαλο έξω από την είσοδο της πολυκατοικίας με τα δύο μαρμάρινα σκαλοπάτια του, μέχρι να μπορέσει, φορτωμένος όπως ήταν, να την ανοίξει. Λίγες στιγμές αργότερα η μεταλλική πόρτα της εισόδου έκλεινε βαριά πίσω του, πνίγοντας ένα βροντερό ήχο από την αυξανόμενης έντασης μπόρα που ήρθε να πλήξει την πόλη. Ανέβηκε τα τέσσερα σκαλοπάτια που βρίσκονταν μπροστά του, ώσπου προσέγγισε τον πάγκο του θυρωρού της πολυκατοικίας. Αυτόν που κάποτε χρησιμοποιείτο από κάποιον που δήλωνε θυρωρός. Τώρα πια όμως ένα τέτοιο επάγγελμα ήταν από τα πλέον σπάνια, με αποτέλεσμα το ξύλινο αυτό διαχωριστικό έπιπλο να έχει γίνει απλώς η επιφάνεια όπου ακουμπούν φακέλους με λογαριασμούς και άλλο περιεχόμενο οι μεταφορείς τους.

Όλη η εικόνα του εσωτερικού της εισόδου χαρακτηριζόταν από ένα αλλοτινό μεγαλείο. Από τα γύψινα που κοσμούσαν την οροφή και τα κατακόρυφα στοιχεία της τοιχοποιίας, μέχρι τα πανάκριβα φωτιστικά που σαν πεισμωμένα έργα τέχνης συνέχιζαν να προσφέρουν δείγματα της αίγλης του παρελθόντος σε αυτήν την οικοδομή που αποτελούσε κάποτε μέρος του πλούσιου αστικού τμήματος της Θεσσαλονίκης. Η κατασκευή του κτιρίου χρονολογείτο στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα. Η χαρακτηριστική εκείνης της δεκαετίας λαδομπογιά, στο μισό του ύψους του τοίχου στο κλιμακοστάσιο ήταν μια τρανή απόδειξη.

Απέναντι από τον πάγκο του θυρωρού υπήρχε ο επίσης, σε εμφάνιση τουλάχιστον, παλιός ανελκυστήρας της οικοδομής. Με τα ξύλινα πορτόφυλλά του τοποθετημένα τότε, από την κατασκευή του κτιρίου ακόμη, αλλά και τη μεταλλική προστατευτική πόρτα που τοποθετήθηκε μεταγενέστερα, εξωτερικά τους, για την προστασία των επιβαινόντων στο ασανσέρ. Ο Ιάσων παρατήρησε πως ο θάλαμος του ανελκυστήρα βρισκόταν πολύ ψηλά, στον όγδοο όροφο. Αυτό σήμαινε πως το να περιμένει να κατέβει στο ισόγειο, θα έπαιρνε αρκετά δευτερόλεπτα, χρονικό διάστημα ικανό για να τον λούσει κρύος ιδρώτας απέναντι σε μια τρομακτική προοπτική. Η οικοδομή αυτή ήταν αρκετά μεγάλη, άρα και πολυσύχναστη και το μόνο που απευχόταν μια τέτοια ώρα ήταν το να αναγκαστεί να συνομιλήσει με κάποιον από τους κατοίκους του κτίσματος. Με κομμένη την ανάσα πίεσε το κουμπί που καλεί το θάλαμο να κατέβει. Ακολούθησαν στιγμές πραγματικής αγωνίας έως ότου ο βραδυκίνητος ανελκυστήρας φτάσει στο ισόγειο. Έκλεισε τα μάτια του, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

Η πορεία του ασανσέρ προς αυτόν είχε ξεκινήσει και καμία ανώτερη δύναμη δεν ήταν ικανή να το αναγκάσει να επιταχύνει από τον αργό ρυθμό με τον οποίο κινούταν. Τα δευτερόλεπτα φάνηκαν αιώνες στον Ιάσονα. Τότε ήταν που συνέβη το απευκταίο. Πίσω του και σε απόσταση λίγων μέτρων από εκείνον, ένας φρικτός ήχος ακούστηκε. Ήταν εκείνος χαρακτηριστικός, απόκοσμος ήχος που κάνει ένα μπαστούνι επάνω στα σκαλοπάτια. Το αργόσυρτο, βασανιστικό τακ τακ επάνω στο μωσαϊκό της σκάλας ενός, όχι οποιουδήποτε και τυχαίου, μπαστουνιού. Ήταν εκείνη. Η τελευταία που θα ήθελε να συναντήσει. Όμως για αυτό υπάρχουν οι φόβοι. Για να καταλήγουν ενίοτε ενσαρκωμένοι. Η κυρία Μέλπω Χρυσούδη πλησίαζε προς το μέρος του. Κινούμενη αργά όσο και το ασανσέρ, έχει μπει στην τελική ευθεία του κλιμακοστασίου προς το ισόγειο. Θα τον προλάβαινε πριν ξεφύγει με τον ανελκυστήρα. Σίγουρα τον είχε εντοπίσει πια. Ο Παυλίδης ένιωθε παγιδευμένος. Αποτελούσε πλέον τη λεία της. Θα τον καταβρόχθιζε με την περιέργειά της. Οι ευθύτατες και αδιάκριτες ερωτήσεις της, που πρόδιδαν άνθρωπο κουτσομπόλη και χωρίς τρόπους, σε συνδυασμό με την εσωστρεφή προσωπικότητά του, θα συνέθεταν σύντομα ένα αμήχανο έως αγχωτικό σκηνικό για τον νεαρό άντρα.

«Ιάσονα; Ιάσονα Παυλίδη, εσύ είσαι; Ναι, ο Ιάσονας είσαι. Ο γιος της Μάρθας. Στάσου. Περίμενε λίγο να σε δω», ήταν τα λόγια της, καθώς κατέβαινε τα τρία τελευταία σκαλοπάτια, πριν φτάσει στο ισόγειο, ταυτόχρονα με τον ανελκυστήρα.

Περιθώρια αντίδρασης για τον Ιάσονα δεν υπήρχαν. Αναγκαστικά θα έπρεπε να την αντιμετωπίσει. Στράφηκε προς το μέρος της, προσπαθώντας να μη δείχνει τόσο αμήχανος και μαγκωμένος, ενώ με χαλαρό τόνο της απάντησε:

«Κυρία Μέλπω, τι κάνετε; Καιρό έχω να σας δω. Είστε γερή»

«Γερή. Δε με βλέπεις; Με τρία πόδια περπατώ, τι γερή να είμαι. Δε βαριέσαι όμως. Εσύ πώς είσαι; Έχεις πάνω από δυο μήνες να εμφανιστείς. Δε μένεις πια εδώ στο πατρικό σου; Δεν είναι σωστό. Εδώ είναι το σπίτι σου, αγόρι μου, εδώ θα ήθελαν οι γονείς σου να ζεις. Γιατί, είναι καλύτερα εκεί που μένεις;»

Η ιδιαίτερη αυτή κυρία που κατοικούσε στο δεύτερο όροφο, ένα επίπεδο κάτω από το διαμέρισμα του, ξεκίνησε δυναμικά με τις ερωτήσεις και τα αυθαίρετα συμπεράσματά της. Η ομιλία της απέπνεε, όμως, μια τρομερά εκνευριστική αυτοπεποίθηση και σιγουριά σε κάθε λέξη της. Γνωστή δικηγόρος της πόλης στα νιάτα της, από τις πρώτες γυναίκες στο νομικό επάγγελμα της Θεσσαλονίκης. Χήρα δικαστικού. Πραγματικά δύσκολη αντίπαλος για τον καθένα. Παρόλα αυτά ο Ιάσονας ζωσμένος με υπομονή, αποκρίθηκε:

«Κυρία Μέλπω, κάπου κάνετε κάποιο λάθος. Όντως πάνε περίπου δυο μήνες από τότε που συναντηθήκαμε τελευταία φορά. Το θυμάμαι σα χθες, είναι η αλήθεια. Όμως και τότε κάτι ανάλογο με ρωτήσατε και πάλι σας απάντησα πως κατοικώ εδώ, στο πατρικό μου. Αδιάκοπα. Από τη μέρα που πέθανε η μητέρα μου, πριν δεκατρείς μήνες, επέστρεψα εδώ. Μάλλον μπερδεύεστε λιγάκι. Η μνήμη σας, σας προδίδει».

Με προσεκτικό τρόπο ο Ιάσωνας πέρασε στην αντεπίθεση. Προσεκτικό, αλλά και επικριτικό. Εκείνη ένιωσε σαν κύμα την ενέργειά του απέναντί της. Δυσαρεστημένη, αλλά ανήμπορη να αντιδράσει. Η μνήμη της η αλήθεια ήταν πως την απατούσε συχνά. Για το λόγο αυτό δεν επιθυμούσε να συνεχίσει αυτό το διάλογο περαιτέρω. Ειδικά απέναντι σε κάποιον που έχει πάρει το πάνω χέρι στην κουβέντα, χτυπώντας διακριτικά στο αδύνατο σημείο της. Το ύφος της άλλαξε. Χαμήλωσε το βλέμμα, μαζί με την περιέργειά της. Άπλωσε το χέρι της και έπιασε το μπράτσο του, ενώ ταυτόχρονα το σώμα της είχε πάρει θέση αποχώρησης.

«Με συγχωρείς. Κάπου θα μπερδεύτηκα. Εσύ ξέρεις καλύτερα τι κάνεις στη ζωή σου. Είσαι άξιο παιδί. Λοιπόν, χάρηκα που σε ξαναείδα».

Απομακρύνθηκε από κοντά του, με κατεύθυνση προς την έξοδο της οικοδομής. Με το χαρακτηριστικό ρυθμό της, αργά και προσεκτικά, συνέχισε την πορεία της. Ήταν απορίας άξιο το τι είχε σκοπό να κάνει μια ηλικιωμένη κυρία τέτοια ώρα, όταν η πόλη έστεκε στα πρόθυρα του να δεχτεί μια έντονη νεροποντή.

«Εκτός κι αν δεν το πήρε χαμπάρι ότι έξω βρέχει», σκέφτηκε ο Ιάσονας και χαμογέλασε. Λίγη σημασία είχε όμως αυτό. Η νίκη του εναντίον της ήταν πανηγυρική και του άξιζαν συγχαρητήρια. Δεν ήταν πάντα τόσο ψύχραιμος όταν τη συναντούσε, αλλά αυτή τη φορά έδειξε χαρακτήρα. «Απορώ πως η μητέρα μου είχε παρτίδες με μια τέτοια γυναίκα», αναρωτήθηκε ακόμη μια φορά. Η απάντηση όμως δεν άργησε να έρθει μέσα του. Η μητέρα του σαφώς και είχε την ανάγκη να συναναστρέφεται ακόμη και με μια γυναίκα σαν την κυρία Μέλπω. Μια μόνη γυναίκα ήταν και πολλές φορές η οποιαδήποτε συντροφιά που δε σε κάνει να νιώθεις αμήχανα, είναι μια καλή συντροφιά. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που ήταν και οι δυο τους χήρες. Αρκετά τα κοινά τους λοιπόν.

Ο ίδιος δε ζούσε με τη μητέρα του. Η δική του κατοικία βρισκόταν λίγο παραπέρα, στην οδό Αγίας Σοφίας, κοντά στην εκκλησία. Την επισκεπτόταν όμως συχνά. Η μητέρα του η Μάρθα δε χρειάστηκε ποτέ κάτι από κάποιον. Ζούσε μόνη στο σπίτι τούτο τα τελευταία πέντε χρόνια, από τότε δηλαδή που έχασε το σύζυγό της και πατέρα του Ιάσονα, τον Ορέστη. Ήταν εντελώς αυτάρκης στη ζωή της. Μέχρι και την ημέρα που πέθανε, στα εξήντα πέντε της, έκανε τα πάντα με την ενέργεια και το κέφι νεαρής γυναίκας. Από τη μέρα εκείνη και έπειτα, μέσα στην ψυχή του γεννήθηκε μια τεράστια ανάγκη. Η ανάγκη να βρίσκεται συνέχεια στο χώρο που έζησαν οι γονείς του. Στο πατρικό του σπίτι. Εκεί όπου πέρασε ως και τα εφηβικά του χρόνια, πριν φύγει για σπουδές στην Αυστρία. Τον πρώτο καιρό περνούσε από το, άδειο πια, οίκημα τρεις φορές την εβδομάδα. Στη συνέχεια οι επισκέψεις του πύκνωσαν και έγιναν σχεδόν καθημερινές, χωρίς όμως να περνά πολύ χρόνο μέσα εκεί. Η ενέργεια του χώρου αυτού όμως του αφύπνιζε τόσες αναμνήσεις που η ανάγκη του να βρίσκεται εκεί, μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο. Το τελευταίο περίπου έτος πλέον ζούσε μόνιμα εκεί. Είχε μετακομίσει στο πατρικό του, χωρίς όμως να έχει αλλάξει το παραμικρό εκεί μέσα. Απλώς μετέφερε τα απολύτως απαραίτητα προσωπικά του αντικείμενα στο δικό του παλιό δωμάτιο και τίποτα παραπάνω.

Ο ανελκυστήρας ζύγωνε στον τρίτο όροφο όπου βρισκόταν το διαμέρισμα όπου διέμενε. Ο Ιάσονας είχε πάρει τα κλειδιά της εξώπορτας στο δεξί χέρι του και όπως κάθε φορά, αναστέναξε. Το βάρος των συγκεκριμένων κλειδιών του φαινόταν τις περισσότερες φορές δυσβάσταχτο. Θα έπρεπε να επιστρέφει με αχαλίνωτα όμορφη διάθεση, κάτι πολύ σπάνιο, για να μην ανέβει για ακόμη μια φορά, ο ίδιος πάντα, κόμπος στο λαιμό του. Αυτό όμως ήταν το λιγότερο. Όλα γρήγορα έπαιρναν μια άλλη διάσταση μέσα του με το που θα έμπαινε μέσα στο σπίτι του. Εκεί εισερχόταν σε έναν άλλο κόσμο. Μόνο δικό του. Πλούσιο από συναισθήματα. Γεμάτο από αναμνήσεις. Χωρίς ίχνος υποκρισίας. Εκεί μονάχα βρισκόταν σε πλήρη επαφή με τον εαυτό του. Αγκαλιά με κάθε του μειλίχιο αίσθημα. Χωρίς φόβο για τίποτα.

Το ασανσέρ σταμάτησε. Ο Ιάσονας Παυλίδης άνοιξε τα ξύλινα πορτόφυλλα του θαλάμου και στη συνέχεια τη μεταλλική θύρα που επόταν. Η είσοδος του σπιτιού του βρισκόταν δεξιά όπως βγήκε από τον ανελκυστήρα, στο τέλος του διαδρόμου. Στο σχετικά μεγάλο, σε κάτοψη, αυτό κτίριο είχαν κατασκευαστεί τρία διαμερίσματα σε κάθε όροφο. Το δικό του σπίτι, καθώς και ένα ακόμη βρίσκονταν από τη μία πλευρά σε σχέση με το ασανσέρ, ενώ το άλλο από την απέναντι. Τα δύο ακριανά είναι τα μεγαλύτερα σε επιφάνεια, περίπου από εκατό τετραγωνικά το κάθε ένα, ενώ εκείνο ανάμεσα στα δυο αυτά, είναι αρκετά μικρότερο, περίπου στο ένα τρίτο του εμβαδού τους. Αυτό το ενδιάμεσο στούντιο παρέμενε ανοίκιαστο τις τελευταίες λίγες εβδομάδες, από την ημέρα που ο Πάνος Καρατζάς, ένα παλικάρι συνομήλικό του και φιλόλογος στο επάγγελμα, το άφησε, μη μπορώντας να αντεπεξέλθει στο υψηλό ενοίκιο ενός διαμερίσματος στη Μητροπόλεως. Κρίμα. Οι δυο τους τα έβρισκαν μια χαρά μέσα σε αυτήν την κατοικημένη από ηλικιωμένους, κυρίως, οικοδομή. Ο Πάνος μετακόμισε πίσω στον Εύοσμο στο πατρικό του σπίτι για να γλιτώσει τα βασικά έξοδα επιβίωσης. Η αμοιβαία υπόσχεσή τους να παραμείνουν σε επαφή, παρά την αποχώρηση του ενός, είχε μάλλον ξεχαστεί, καθώς κανείς τους δεν είχε κάνει ακόμη κάποια κίνηση επικοινωνίας. Ο Ιάσονας πέρασε μπροστά από την εξώθυρα του διαμερίσματος και την κοίταξε για όσο αυτή βρισκόταν στο οπτικό του πεδίο, λες και περίμενε να την ανοίξει κάποιος ή να ακούσει κάποιον ήχο από μέσα. Προσπέρασε και συνέχισε να βαδίζει τα τελευταία μέτρα προς το σπίτι του.

Στο τρίτο οίκημα του ορόφου αυτού διέμενε ένα ζευγάρι με ηλικία γύρω στα εβδομήντα. Ο κύριος Μάνος Μωυσίδης και η σύζυγός του η Λίνα. Η αλήθεια ήταν πως δεν τους γνώριζε πολύ καλά, γιατί απλά δεν τους γνώριζε πολύ καιρό. Οι δυο τους αγόρασαν το σπίτι πριν περίπου δύο χρόνια από τους κληρονόμους της αδερφής του κυρίου Μάνου που απεβίωσε και οι οποίοι είχαν εκείνη την περίοδο ανάγκη από χρήματα. Τη συγκυρία αυτή την άδραξε ο αδερφός της εκλιπούσας και με σχετικά βολικό, για εκείνον, ποσό το αγόρασε. «Τουλάχιστον έμεινε στην οικογένεια το σπίτι που τόσο αγαπούσε η Μάρω. Το πήρε δικός της άνθρωπος», ακούστηκε σα συμπέρασμα στην οικοδομή. Το οίκημα ανακαινίστηκε σε μεγάλο βαθμό και απομακρύνοντας όλη την παλιατζούρα με την οποία ήταν συναισθηματικά δεμένη η συγχωρεμένη, έγινε ένα μοντέρνος και ευχάριστος χώρος για το ζεύγος Μωυσίδη που μετακόμισε από τον Άγιο Παύλο και έγιναν κάτοικοι κέντρου. «Παρά την ηλικία τους πάντως είναι ζωηροί και ευχάριστοι άνθρωποι. Ιδιαίτερα η κυρία Λίνα είναι μια καθώς πρέπει και διακριτική κυρία», ήταν η άποψη της μητέρας του για εκείνους. Το ζωηροί και ευχάριστοι το συνεριζόταν και εκείνος. Όμως για το διακριτική… είχε μια επιφύλαξη. Κάθε φορά που ξεπόρτιζε από το σπίτι του και μέχρι να φτάσει στο ασανσέρ, παρατηρούσε το ίδιο ακριβώς πράγμα. Το ματάκι της πόρτας τους να αλλάζει χρώμα και να σκοτεινιάζει, ακριβώς όπως γίνεται όταν κάποιος πηγαίνει και στέκεται από πίσω, με σκοπό να παρατηρήσει έξω. Προφανώς η κυρία Λίνα δεν αντιστεκόταν στον πειρασμό και κάθε φορά που άκουγε ήχο πόρτας να κλείνει στον όροφο, έσπευδε να γίνει μάρτυρας του σημαντικότατου γεγονότος, της αποχώρησης κάποιου από την οικοδομή. Τη συνήθειά της αυτή την είχαν σχολιάσει πάμπολλες φορές με τον Πάνο και λύνονταν στα γέλια, καθώς φαντάζονταν την κυρία Λίνα να παρατά ακόμη και την όποια αγαπημένη της τηλεοπτική σειρά και να τρέχει με λαχτάρα να ρουφήξει κάτι από τη ζωή των άλλων. Είχαν φτάσει μάλιστα σε σημείο να κλείνουν, κατά την έξοδό τους ο καθένας από το σπίτι του, την εξώθυρα πολύ δυνατά, ώστε να δίνουν μια ευχάριστη νότα αστεϊσμού ο ένας στον άλλο και ένα εφαλτήριο ικανοποίησης στην κυρία Λίνα. Ο κύριος Μωυσίδης από την άλλη ήταν ένας κύριος σοβαρός και λακωνικός στα λόγια του, αλλά με ευχάριστη διάθεση για να πιάσει κουβέντα. Κάθε φορά που συναντιόντουσαν στο διάδρομο ή το ασανσέρ ο Ιάσωνας πάντα ένιωθε πως ο κύριος αυτός θα μπορούσε να είναι μια ευχάριστη παρέα. Θα μπορούσε… μα δε θα γινόταν. Δεν είχε τη διάθεση να κάνει παρέα με κανέναν από το κτίριο αυτό. Πολλές φορές συμπέραινε πως γενικά δεν κάνει παρέα με κανέναν. Πέρα από κάνα δυο φίλους του, οι υπόλοιπες γνωριμίες του περνούσαν παντελώς αναξιοποίητες στο επίπεδο της από κοινού διασκέδασης.

Είχε φτάσει πια έξω από την πόρτα της οικίας του. Με το ίδιο πάντα συναίσθημα τον τελευταίο περίπου χρόνο ξεκλείδωσε και άνοιξε την πόρτα. Με την ίδια αγωνία, κάθε φορά, αδημονούσε να ακούσει τη φωνή της από την κουζίνα, από όπου του ετοίμαζε τα τάπερ που θα έπαιρνε μαζί του, φεύγοντας από τη σύντομη, συνήθως, επίσκεψή του εκεί. Με την ίδια απογοήτευση, όμως, γέμιζε η ψυχή του, καθώς ο θάνατός της ήταν ακόμη πρόσφατος και δυστυχώς, ακόμη νωπά τα σημάδια του μέσα του. Μια άηχη παγωνιά του επιτέθηκε, αρχικά, από παντού εκεί μέσα. Η παγωνιά της απουσίας. Της απουσίας όλων. Ένας αέρας κρύος κυκλοφορούσε στο εσωτερικό. Κρύος επειδή δεν υπήρχε κανείς εκεί μέσα για να τον ζεστάνει. Δεν υπήρχε πια κανείς εκεί για να τον περιμένει με λαχτάρα όπως κάποτε. Αυτό το κάποτε που συνήθως το προσπερνούσε κιόλας, θεωρώντας δεδομένη τη θέση της μητέρας του στη ζωή του.

Τότε ήταν η στιγμή που έπρεπε να αντιδράσει. Κλείνοντας τα μάτια του ανάσανε βαθιά. Σε λίγο όλα αυτά τα έντονα συναισθήματα θα καταλάγιαζαν και η ψυχραιμία, με αρκετή δόση λογικής, θα επιβαλλόταν ως αυτοάμυνα, ως επιτακτική ανάγκη για τη συνέχιση της ζωής με σώας τας φρένας. Η έντονη αύρα που εξέπεμπε το πατρικό του θα παραμεριζόταν εξαιτίας της απλής καθημερινότητας στην οποία προσπαθούσε να λειτουργεί ο Ιάσονας. Τα συναισθήματα λύπης δε θα αποτραβιόνταν εντελώς από τη σκηνή, όμως σταδιακά θα αποκτούσαν δευτερεύοντα ρόλο. Την εξάλειψη αυτών που ένιωθε δεν την ήθελε, ούτε και μπορούσε να την πετύχει, πόσο μάλλον όταν όλα εκεί μέσα, πέρα ελαχίστων εξαιρέσεων, παρέμεναν τοποθετημένα και τακτοποιημένα από τη μητέρα του. Ο λόγος που δεν άλλαζε ακόμη τη διακόσμηση του σπιτιού του ήταν απλός. Φοβόταν πως θα αποδεικνυόταν ακόμη πιο επίπονο κάτι τέτοιο, πιο πολύ και από αυτό που βίωνε τώρα με την τραυματική απώλεια της. Αποτέλεσμα αυτού του φόβου του ήταν το να έχει αποκτήσει ακλόνητη θέση στο σπίτι ακόμη και το τελευταίο, φρικτό αισθητικά, σεμεδάκι πάνω σε κάθε τι γύρω του. Αυτό για το οποίο πείραζε την κυρά Μάρθα, τώρα δεν τολμούσε, δεν έβρισκε το σθένος να το αλλάξει.

Ο χώρος της κουζίνας στον οποίο μπήκε παρέμενε τόσο συμμαζεμένος που θα το ζήλευε κάθε καλή νοικοκυρά. Σε κάτι τέτοια ο Ιάσονας ήταν πολύ καλός. Η τάξη στη ζωή του, εκτός από τη συναισθηματική της πλευρά, αποτελούσε κύριο του γνώρισμα. Έτσι μεγάλωσε από τους γονείς του. Επάνω στο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας υπήρχαν δύο πολύ ενδιαφέροντα και θελκτικά αντικείμενα. Ένα μπουκάλι με κόκκινο κρασί και ένα τηλεκοντρόλ. Πιέζοντας το κατάλληλο πλήκτρο στο τηλεκοντρόλ, έθεσε σε λειτουργία τη διαδικασία αναπαραγωγής και σύντομα ο ήχος από ένα πιάνο στο οποίο κάποιος εντέχνως έπαιζε μελωδίες του Σοπέν, γέμισε το χώρο. Ταυτόχρονα η μισοάδεια μποτίλια με το κρασί είχε ξεκινήσει την αναπόφευκτη διαδρομή που της επιφύλασσε η μοίρα. Το περιεχόμενό της άδειασε σε ένα χαμηλό ποτήρι και από εκεί βιαστικά στο λάρυγγα του. Το κρασί αποτελούσε έναν πιστό φίλο κάτι τέτοιες ώρες. Κάθε τέτοια ώρα, θα’λεγε κανείς, που η πίεση των συναισθημάτων, από τη στιγμή που εισερχόταν στο σπίτι, γινόταν αφόρητη και επιτακτική η βοήθεια του αλκοόλ στο νευρικό του σύστημα.

Με το ποτήρι στο χέρι και τις συνθέσεις του Σοπέν να ζεσταίνουν κάπως τη θλιβερή ατμόσφαιρα, θα αντεπεξερχόταν και αυτό το σούρουπο. Άρχισε να κυκλοφορεί σε όλο το σπίτι από δωμάτιο σε δωμάτιο, με σκοπό να επιθεωρήσει πως τα ξύλινα πατζούρια των εξωτερικών κουφωμάτων είχαν σφαλιστεί, καθώς στο επερχόμενο μπουρίνι οι ξύλινες μπαλκονόπορτες θα καθίστανται παντελώς εκτεθειμένες στο έλεός του. Οι βροντές από έξω ολοένα και δυνάμωναν. Η φθινοπωρινή καταιγίδα ήταν ήδη εκεί, δυναμικά, στην πόλη. «Τι μαγικός συνδυασμός όμως», σκέφτηκε, καθώς και η σονάτα του Σοπέν πλησίαζε σε κρεσέντο. Παράλληλα, η πρώτη επίδραση του αλκοόλ στον οργανισμό του έκανε την εμφάνισή της. Ένιωσε να χαλαρώνει, αισθανόταν να απεγκλωβίζεται από αυτά τα, ίσως και εξαναγκασμένα, αισθήματά του. Από κάθε δωμάτιο που αποχωρούσε τραβούσε πίσω του την πόρτα. Στην πραγματικότητα η ζωή του διαδραματιζόταν μόνο στην κουζίνα και το σαλόνι του διαμερίσματος. Στους χώρους αυτούς κινούνταν, όταν βρισκόταν στο σπίτι. Κάποιες φορές τολμούσε να πάει και στο παιδικό του δωμάτιο, όπου μεγάλωσε σα μοναχοπαίδι, μόνο και μόνο επειδή εκεί είχε τοποθετούσε τη γκαρνταρόμπα του. Στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του δεν τολμούσε καν να πλησιάσει. Δεν κατάφερε να αποκτήσει το σθένος για κάτι τέτοιο. Όχι ακόμη. Κάποια στιγμή, άγνωστο το πότε, που θα σιγουρευόταν πως η ζωή συνεχίζεται όσο απλά ακούγεται αυτή η έκφραση, τότε πιθανό να αντιμετώπιζε όλα αυτά σα θύμισες, απολαμβάνοντας το παρόν στη ζωή του και την προοπτική του μέλλοντος σε αυτήν.

Κινήθηκε στο διάδρομο που ένωνε την κουζίνα με το σαλόνι του σπιτιού. Ο διάδρομος ήταν αρκετά φαρδύς, όμως το εύρος του περιοριζόταν από τα έπιπλα και αντικείμενα που είχαν τοποθετηθεί και εκεί. Δίπλα ακριβώς από την εξώπορτα υπήρχε ένα έπιπλο με κρεμάστρες και έναν σχετικά μεγάλο καθρέφτη βιδωμένο επάνω του, απαραίτητο για μια τελευταία ματιά πριν φορέσει κανείς το πανωφόρι του και φύγει από το σπίτι. Από την απέναντι πλευρά και δίπλα από τη συρόμενη πόρτα που οδηγεί στο σαλόνι, βρισκόταν ένα ξύλινο έπιπλο με τέσσερα πόδια και μια γρανιτένια γκρι πλάκα κολλημένη στο επάνω μέρος του. Εκεί πάνω, δίπλα στο βαζάκι που αποτελούσε το μόνιμο σημείο εναπόθεσης των κλειδιών των μελών της οικογενείας, δέσποζε μια μεγάλη οικογενειακή φωτογραφία των τριών τους. Κατά το χρονικό διάστημα που έγινε η λήψη της, ο ίδιος θα πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι και η δυσαρέσκειά του που βρισκόταν σχεδόν αγκαλιασμένος από τους γονείς του στη φωτογραφία, αρκετά εμφανής. Αυτή η δυσαρέσκεια βέβαια με τα χρόνια εξανεμίστηκε και αντικαταστάθηκε από άλλα συναισθήματα απέναντι στους γονείς του. Συναισθήματα που σημαδεύονταν από την ηλικία, από την ωρίμανση και τα μεταξύ τους βιώματα, καθώς όλοι μεγάλωναν μέσα σε αυτόν τον πυρήνα που λέγεται οικογένεια.

Δεν υπήρξε φορά, τον τελευταίο χρόνο, που να μην κατακλύστηκε από πολλά έντονα συναισθήματα, καθώς περνούσε μπροστά από τη φωτογραφία αυτή και την κοιτούσε. Την κοιτούσε σαν μέρος μιας ιεροτελεστίας αναγκαίας και αναπόφευκτης. Σα μέρος μιας διαδικασίας αυτοκάθαρσης στην οποία υποβαλλόταν, προτού καταλαγιάσουν όλα τα αισθήματα και οι σκέψεις περί απώλειας και η ζωή επιστρέψει στο παρόν μέσα στα πλαίσια της αυτοπροστασίας. Κάθε φορά συνέβαινε το ίδιο. Η εναλλαγή όσων ένιωθε κατέληγε πάντα στο να βρίσκει τον Ιάσονα να γελά με την ψυχή του, θυμούμενος αστείες και χαρούμενες στιγμές των τριών τους. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, με τη βοήθεια του κρασιού που υπήρχε πάντα στην κουζίνα για να δώσει το απαιτούμενο κουράγιο, έκλειναν ερμητικά τις πόρτες στις δυσάρεστες σκέψεις.

Σε ένα του βήμα, άφησε το δάπεδο από σκούρο μωσαϊκό του διαδρόμου και της κουζίνας και συνάντησε το περισσότερο φιλικό, ξύλινο παρκέ του σαλονιού, του δεύτερου πιο αγαπημένου χώρου του στο σπίτι. Ένας χώρος γεμάτος από έπιπλα, αλλά και αναμνήσεις από ατελείωτα πάρτι των γονιών του όσο εκείνος ήταν ακόμη μικρός. Το δωμάτιο αυτό δεν ήταν πάντα τόσο βαρύ σε επίπλωση. Δε θα μπορούσε, άλλωστε, λόγω της ανάγκης να υπάρχει χώρος για όσους ήθελαν να χορέψουν κατά τη διάρκεια αυτών των περίφημων πάρτι που λάμβαναν χώρα στο σπίτι τους συχνά πυκνά και χωρίς ιδιαίτερη αφορμή. Δε μπόρεσε ποτέ να σκεφτεί και να αριθμήσει πόσα περίπου θα μπορούσαν να είναι αυτές οι γιορτές που διεξήχθησαν σε εκείνο το χώρο. Με τα χρόνια όμως οι ψυχές όλων βάρυναν και το δωμάτιο που δε γέμιζε με χορό, ήρθαν να καταλάβουν ξύλινα, κομψά έπιπλα. Η ανάγκη για ευχαρίστηση μέσα από τις συνευρέσεις μπήκε στο παρασκήνιο, καθώς οι υποχρεώσεις αυξάνονταν για όλους. Με τον καιρό οι συναντήσεις τους λιγόστεψαν, ο κύκλος της παρέας έχασε τη συνοχή του και χωρίς να το θέλουν, κατέληξαν να συναντώνται τυχαία πια στο δρόμο με τους κάποτε ζωηρούς φίλους τους.

Το ταξίδι του πίσω στο χρόνο έμελλε να είναι αρκετά σύντομο, εξαιτίας αυτού που συνέβη στιγμές μετά την είσοδό του στο χώρο. Είναι αυτό το ίδιο που συνέβαινε πάντα, όταν εισερχόταν στο δωμάτιο τούτο. Ήταν εκείνο που θα μπορούσε να διακόψει το συνειρμό του καθενός που θα πατούσε το πόδι του στο ξύλινο παρκέ. Ένας ήχος. Θαρρείς ερχόμενος από βαθιά, πολύ βαθιά, πολλά μέτρα κάτω από το πάτωμα. Ένα τρίξιμο τόσο απροσδιόριστο. Άλλες φορές πιο οξύ, άλλοτε πιο βαθύ. Αναλόγως σε πιο σημείο πατούσε το πέλμα του. Πάντα όμως το ίδιο ανατριχιαστικό, βγαλμένο από τις ιστορίες του Λάβκραφτ. Ο απόκοσμος αυτός ήχος, όμως, δεν ερχόταν μόνος του να ταράξει την ψυχική ισορροπία αυτού που έμπαινε μέσα στο σαλόνι. Συνοδευόταν από τη μικρή, αλλά αισθητή βύθιση του ποδιού μαζί με το σανίδι που υποχωρούσε κάτω από την πίεση του βάρους ενός ανθρώπου. Το σαπισμένο τμήμα του πατώματος που κανείς δε μπορούσε να αποφύγει. Χωρίς να έχει σπάσει ακόμη κανένα από τα σανίδια ή καδρόνια του, αυτή η παγίδα του περίπου ενάμιση τετραγωνικού μέτρου, αποτελούσε ένα σημείο ταλάντωσης για το ανθρώπινο σώμα. Η φθορά αυτή του δαπέδου ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας διαρροής, στο σημείο εκείνο, στη σωλήνωση της θέρμανσης που κατασκευάστηκε κάτω από το παρκέ. Συνέβη λίγους μήνες πριν το θάνατο της μητέρας του Ιάσωνα. Με τα γεγονότα που ακολούθησαν όμως, η επισκευή της έγινε μικρότερης σημασίας και σταδιακά το σαπισμένο πάτωμα έφτασε να γίνει μέρος αυτού του σπιτιού. Μονάχα η δυσάρεστη οσμή που αναδυόταν τον πρώτο καιρό είχε υποχωρήσει αισθητά. Τουλάχιστον η φθορά δεν επεκτάθηκε πέρα από εκείνο το ενάμιση τετραγωνικό, το οποίο όμως εντοπιζόταν σε καίριο σημείο, ακριβώς μετά την είσοδο στο δωμάτιο.

Το δυσάρεστο και άβολο σκηνικό όμως δεν ολοκληρωνόταν χωρίς την τελευταία και πιο ενδιαφέρουσα πινελιά του. Από την ταλάντωση που προκαλούταν στο πάτωμα, κάτω από το βάρος ενός ανθρώπινου κορμιού, το ψηλό και στενό, διασωθέν από την πλημμύρα, τμήμα ενός σκρίνιου με τα γυάλινα πορτάκια που έστεκε στα δεξιά όπως έμπαινε κανείς στο σαλόνι, γινόταν μέρος αυτού το ιδιόρρυθμου χορευτικού μεταξύ ανθρώπου, πατώματος και επίπλων. Ανάλογα με το σημείο που θα πατούσε κάποιος, η κλίση που αποκτούσε η ντουλάπα προς την πηγή ταλάντωσης ήταν άλλοτε αισθητή και άλλοτε πολύ αισθητή και τρομακτική. Το άσχημης κατάστασης δάπεδο τελείωνε σε ένα από τα μπροστινά ξύλινα ποδαρικά της κατασκευής, κάτι που γεννούσε ένα μικρό σεισμό στο καλαίσθητο ξύλινο έπιπλο. Το χειρότερο όλων όμως ήταν ο τελευταίος σε σειρά ακολουθίας και συνάμα αποκρουστικότερος ήχος που συνοδεύει την ταλάντωση του σκρίνιου. Προερχόταν από τα πολλά φλιτζανάκια και κούπες, μέρη διαφόρων σετ για καφέ και τσάι, που η μητέρα του Ιάσονα είχε τοποθετήσει μέσα στο έπιπλο αυτό. Συντονισμένα συγκροτούσαν κάθε φορά μια τρομακτική ομοβροντία πορσελάνης, χαρίζοντας απλόχερα την αίσθηση ανασφάλειας σε οποιονδήποτε τολμούσε να πατήσει το πόδι του εκεί δίπλα τους. Μόνο ο Ιάσονας είχε καταφέρει να ανακαλύψει τις κινήσεις και τα σημεία επαφής που δεν αύξαναν τις πιθανότητες μιας μεγάλης ταλάντωσης. Μόνο εκείνος άλλωστε θα μπορούσε να πετύχει κάτι τέτοιο, αφού είναι και ο μόνος που διέσχιζε το κατώφλι του σαλονιού, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως ο Πάνος Καρατζάς για όσο διάστημα κατοικούσε στο διπλανό διαμέρισμα. Μόνο ο Ιάσονας θα μπορούσε να αφήσει το έπιπλο αυτό εκεί, να αποτελεί μόνιμη πηγή κινδύνου για όλους εκτός από αυτόν.

Ο σχετικά μεγάλος αυτός χώρος του σαλονιού, τόπος ξέφρενων βραδιών κάποτε και ακίνητος, άκαμπτος, φορτωμένος έπιπλα πια, αποτελούσε ένα ακόμη σημείο του σπιτιού στο οποίο δεν τοποθετήθηκε κάτι που να έχει το δικό του στίγμα, τη δική του πινελιά. Όλα βρίσκονται εκεί όπως ακριβώς υπήρχαν πριν τις απώλειες των δικών του. Όλα εκτός από ένα. Το μαύρο Seiler. Το πιάνο του. Το γερμανικό αριστούργημα που έχει στην κατοχή του από την εφηβική του ηλικία. Το έλαβε σαν δώρο στα δέκατα τρίτα γενέθλιά του, το πήρε μαζί του στην Αυστρία όταν σπούδαζε, επέστρεψε μαζί του στη Θεσσαλονίκη μετά τις σπουδές και τώρα πια βρήκε θέση με την μετοίκιση του Ιάσονα στο ίδιο ακριβώς πόστο που κατέλαβε όταν πρωτοαγοράστηκε. Λίγο ταλαιπωρημένο από τις μετακινήσεις, μα με ελάχιστες γρατζουνιές και πάντα άψογα κουρδισμένο.

Εάν υπάρχει κάτι που κατάφερνε να τον ωθήσει στο να εκδηλώσει συναισθήματα, τότε αυτό ήταν σίγουρα το πιάνο του. Μαζί του μοιραζόταν τις πιο προσωπικές στιγμές του. Τις πιο ενδόμυχες σκέψεις του. Ειδικά όμως σε αυτήν την οικία, η ύπαρξή του πρόσφερε τη λαμπρότερη παρηγοριά για εκείνον. Έτσι για ακόμη ένα σούρουπο, θα βάδιζε με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, αποφεύγοντας με δεξιότητα την πιθανότητα του να ανατραπεί επάνω του το σκρίνιο, καταλήγοντας στο κάθισμα του πιάνου του και ακουμπώντας το ποτήρι με το κρασί στο μικρό, γεμάτο λεκέδες αλκοόλ, γυμνό τραπεζάκι που έχει τοποθετήσει δεξιά του όπως κάθεται.

Οι νότες άρχισαν να ξεπηδούν από το σώμα του μουσικού οργάνου. Νότες και μελωδίες γεμάτες σιγουριά στο παίξιμό τους. Η δεξιότητά του Ιάσονα αναμφισβήτητη. Η έμπνευσή του το ίδιο. Η συναισθηματική του αστάθεια είναι αυτό που αποτέλεσε πάντα την τροχοπέδη στην εξέλιξή του. Ο χώρος του σαλονιού είχε δεχτεί με λαχτάρα αυτή την ιδιαίτερη ενέργεια που εξέπεμπε μέσω της μουσικής του ο Ιάσονας. Ήταν σα να αναβιώνουν τα πάρτι εκεί μέσα. Μοναχικά πάρτι, όμως. Χωρίς ντάμες και καβαλιέρους. Δεν είχε σημασία όμως για εκείνον. Του αρκούσε που εξωτερικεύει με τον πιο επιτυχημένο τρόπο που γνωρίζει, όλα όσα δε μπορεί να συγκρατήσει μέσα του. Το βράδυ θα κυλούσε έτσι, ζεσταίνοντας με την τριβή των δακτύλων του τα πλήκτρα από ελεφαντόδοντο και έβενο. Με τον ίδιο τρόπο ζεσταινόταν και η ψυχή του που συνεχώς γεννούσε και ξαναγεννούσε συναισθήματα. Πολλές φορές τα ίδια με εκείνα της προηγούμενης βραδιάς και σπανιότερα κάτι νέο στον καμβά των ψυχικών του χρωματισμών. Σταδιακά το κρασί του θα λιγόστευε και λίγο αργότερα και η ενέργεια και διάθεσή του να συνεχίσει να εκφράζεται. Σα μια μακρά συζήτηση, σαν ένας επίπονος διάλογος, η επαφή του με το Seiler θα τελείωνε με σκοπό αμφότεροι να ξεκουραστούν, αποκαμωμένοι πια και από την αποψινή επαφή τους.

🌹

Θεόδωρος Θεοδωρής

Τα εκτενή έργα είναι δύσκολο να αναρτηθούν online. Παραπάνω βλέπετε το πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, ώστε να σχηματίσετε μια άποψη.
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα