Η πασίγνωστη ελληνική ταινία «Η Παριζιάνα», σε σενάριο Γιάννη Δαλιανίδη και μουσική Μίμη Πλέσσα, παραγωγής Φίνος Φιλμ, πενήντα χρόνια μετά την προβολή της στους κινηματογράφους, μεταφέρεται στο σανίδι και ζωντανεύει μέσα από τη φρέσκια, διασκεδαστική μα πάνω απ’ όλα σεβαστική απέναντι στο πρωτότυπο υλικό, ματιά του Αντώνη Λουδάρου. Χορός, τραγούδι, γέλιο, κέφι, διαλεχτοί ηθοποιοί και ζωντανή ορχήστρα συγκροτούν ένα υπέροχο σύνολο που μου χάρισε μια πραγματικά αξέχαστη βραδιά.
Η Πελαγία είναι μια μοδίστρα που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα στη Νέα Φιλαδέλφεια, ράβοντας την κάθε τρελή και παράξενη πελάτισσα ώσπου η απηυδισμένη αδελφή της, Ελένη, την προτρέπει να στήσουν μια κομπίνα για να γίνουν ευρύτερα γνωστές κι έτσι ταξιδεύουν ως τη Μύκονο για φωτογράφιση, μαζί με τον ερωτευμένο με την Ελένη Λεωνίδα που γίνεται θηλυπρεπής ώστε να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των πελατισσών. Ταυτόχρονα με τις αδελφές όμως ταξιδεύουν στη Μύκονο και κάποιοι παλιοί γνώριμοι που ίσως τινάξουν τα σχέδιά τους στον αέρα.
Πάντα πηγαίνω με σκεπτικισμό σε θεατρικές παραστάσεις που έχουν γίνει ταινίες κατά τη διάρκεια της χρυσής περιόδου του ελληνικού κινηματογράφου, είτε πρόκειται για πρωτότυπα θεατρικά κείμενα που είχαν διασκευαστεί κι έγιναν ευρύτερα γνωστά είτε μεταφέρονται πρώτη φορά στο σανίδι με αφορμή τη σχετική μόδα που έχει ξεκινήσει τελευταία. «Η Παριζιάνα» ήταν μια πραγματική έκπληξη! Ο Αντώνης Λουδάρος κράτησε τη ραχοκοκαλιά της ιστορίας, ζωντάνεψε πάρα πολλές από τις σκηνές, τις οποίες όμως οι ηθοποιοί απέδωσαν με τις δικές τους δυνάμεις και την κατάλληλη υποκριτική τέχνη, χωρίς ούτε στιγμή να νιώσω ότι κοπιάρουν· επίσης, προσέθεσε κι άλλες, απόλυτα συνυφασμένες και ταιριαστές με την πορεία της πλοκής! Ένα θα τονίσω: η «Σούζυ τρως» έχει ρόλο!!!! Εξαιρετική πορεία της ιστορίας, έξυπνα ευρήματα διακωμώδησης χωρίς υπερβολές ή βωμολοχίες και με λόγο ύπαρξης, πολύ καλοί ηθοποιοί, πηγαίο γέλιο, ατάκες εκτός κειμένου που δύσκολα τις εντοπίζεις, σε γενικές γραμμές μια πραγματική πανδαισία κι ένας σωστός φόρος τιμής στο διασκεδαστικό σενάριο μιας ταινίας που ακόμη έχει φανατικούς οπαδούς.
Η Μπέσυ Μάλφα, με μια σημαντικότατη καριέρα σε θέατρο, κινηματογράφο και τηλεόραση, δημιουργεί μια περσόνα που μου θύμισε τη Βλαχοπούλου όμως ξέφυγε εντελώς από την παγίδα της μίμησης και σάρωσε τη σκηνή με το μπρίο, τις εκφράσεις της, τις ανάσες της, τις φωνητικές της δυνατότητες και τα υπέροχα πόδια! Αεικίνητη, ταλαντούχα και άμεση σηκώνει ένα μεγάλο βάρος στους ώμους της και κατ’ εμέ κερδίζει επάξια το στοίχημα. Αμήχανη όταν πρωτοβάζει τακούνια, έξαλλη όταν την προσβάλλουν, απελπισμένη όταν πέφτει στους γνωστούς από Αθήνα, με γουρλωμένο μάτι όταν η Σούζυ την πιέζει να την πάρει για μοντέλο, έφτιαξε μια γυναίκα που έχει περάσει από του λιναριού τα πάθη για να καταφέρει να κερδίσει κάποια χρήματα παραπάνω. Πραγματικά μοναδική!
Η Πηνελόπη Αναστασοπούλου στο ρόλο της αδελφής της Πελαγίας, Ελένης, είναι δροσερή, γελαστή, σωστή και μετρημένη στις αντιδράσεις της. Χωρίς ακρότητες και υπερβολές, και ταυτόχρονα υποκριτικά σωστή, ζωντανεύει μια γυναίκα που προσβλέπει σ’ ένα καλύτερο αύριο, γελάει με τον ερωτευμένο μαζί της Βαγγέλη που κουνιέται σαν ξεβιδωμένος, ερωτεύεται τον Γιώργο, παλιό γνώριμο της Πελαγίας και αντιμετωπίζει χωρίς υπερβολές την τραγική αλήθεια για τη ζωή του. Προσέξτε τη στο κέντρο διασκέδασης όπου πάει με τον Γιώργο κι όσο τραγουδάει η Λένα Αλκαίου πόσο ζει τον χαρακτήρα που υποδύεται.
Ο Αντώνης Λουδάρος, στον ρόλο του Λεωνίδα ή Λεό, είναι μια παράσταση από μόνος του, όχι όμως με επιδεικτικό τρόπο, του στυλ «το διασκεύασα, το έστησα, το ανέβασα, θαυμάστε με» αλλά με φυσικότητα, άψογη παρουσία και άφθονο τσαλάκωμα. Μοιάζει αρκετά του Χρόνη Εξαρχάκου στις πρώτες σκηνές όμως με το που ξεκινάνε για Μύκονο βγαίνει από μέσα του ο ηθοποιός που επίσης έχει διανύσει πολλά χιλιόμετρα στο σανίδι και ξέρει πώς να βγάλει γέλιο χωρίς χυδαιότητες και υπερβολές. Αξέχαστη η εμφάνισή του ως Λεό αλλά και στο τέλος του έργου, σ’ έναν ρόλο-έκπληξη! Είναι πραγματικά αξιέπαινος για την όλη δουλειά που έχει ρίξει, για το ταλέντο του και για την όλη στάση του στον καλλιτεχνικό χώρο. Προς τιμήν του δεν κάνει έναν γκέι-καρικατούρα/παρωδία αλλά έναν άνθρωπο που αναγκάζεται να κάνει τον γυναικωτό, μπας και κερδίσει λίγα ψίχουλα αγάπης από την Ελενίτσα του. Πραγματικά, δεν έχω λόγια! Εξαιρετικός από κάθε άποψη!
Ο Κώστας Μαρτάκης, στον ρόλο του «γκαραζότεκνου» Γιώργου, υφασματέμπορου που πάει στη Μύκονο επίσης για ένα καλύτερο αύριο, μαζί με τον φίλο του, Κώστα, είναι μια χαρά. Η φωνή του σωστή, χωρίς υπερβολές και κοκοράκια, η εμφάνισή του ό,τι πρέπει για λάμψη και ομορφιά, άνετος και σεμνός ταυτόχρονα, δεν εκμεταλλεύεται ούτε το παρελθόν του ούτε την απήχηση στον κόσμο. «Τρεχαντήρι θ’ αρματώσω», «Η πρώτη μας νύχτα» κ.ά. ζωντανεύουν όμορφα και κατάλληλα. Η παραγωγή είναι ακόμη στον πρώτο μήνα των παραστάσεων και πιστεύω πως μέρα με τη μέρα θα βελτιωθεί και περισσότερο, μιας και διέκρινα κάποια αμηχανία στην αρχή ενώ αργότερα, σε κάποια σημεία, φαινόταν πως δεν ήταν μέσα στον ρόλο του (τακτοποιούσε το χειλόφωνο αρκετή ώρα, κοίταζε γύρω του με αμηχανία κ.λ.π.). Έχει τα προσόντα και πιστεύω πως σύντομα θα ενταχθεί απόλυτα στο σύνολο του έργου.
Ο Τόνυ Δημητρίου, στον ρόλο του Μίμη, φίλου του Γιώργου, είναι ένας πολύ σημαντικός ρόλος, που, χωρίς πολλά λόγια αλλά με εξαιρετικά δουλεμένες εκφράσεις και ηχόχρωμα, σκορπά άπλετα το κέφι και το γέλιο. Γουρλώνει τα μάτια στις ωραίες γυναίκες, βοηθάει τον φίλο του στις δύσκολες στιγμές, μιλάει σωστά και με την υπέροχη φωνή που όλοι γνωρίζουμε είναι η ήρεμη δύναμη της παράστασης.
Ο Πέτρος Ξεκούκης, στον ρόλο του Τζιμ Κούφου που ερωτεύεται την Πελαγία, είναι δυνατός και επίσης ξεκαρδιστικός. Μου άρεσε πάρα πολύ στον χορό με τη μέλλουσα γυναίκα του και γενικά είναι μια παρουσία που δε μένει μόνο στην κωμική εμφάνιση αλλά έχει δουλέψει σωστά πάνω σε αυτό που έχει κληθεί να δημιουργήσει.
Η «παχουλοδροσάτη» Ευτυχία Φαναριώτη, στον ρόλο της Σούζυ Τραμουντάνα, είναι ανεπανάληπτη. Μπρίο, νάζι, τσαχπινιά! Βγάζει πάρα πολύ γέλιο και ζωντανεύει την περίφημη σκηνή «Σούζυ, τρως» με έναν εντελώς δικό της τρόπο, ακριβώς όπως και η Μπέσυ Μάλφα, ενώ στη συνέχεια του έργου αποφασίζει να πάει την κόρη της στην Τήνο για τάμα. Στο καράβι πέφτει πάνω στην Πελαγία και την εκβιάζει να την κάνει μοντέλο του οίκου της αλλιώς θα τα αποκαλύψει όλα! Σπιντάτη, γελαστή, ανεπανάληπτη, ένας από τους καλύτερους ρόλους!
Ο Γιάννης Κρητικός, στον ρόλο του Βαγγέλη, είναι απίστευτος. Ξεβιδώνεται με μέτρο, έχει σωστή φωνητική παιδεία, είναι εμφανίσιμος και κωμικά τραγικός όταν ξεδιπλώνει τον έρωτά του για την Ελένη. Η σκηνή με τα δάκρυα στο βαζάκι μού έφερε κι εμένα δάκρυα αλλά απ’ τα γέλια! Η Ελευθερία Ρήγου, στον ρόλο της Πόπης, μνηστής του Γιώργου, είναι σωστή και καλή. Η κυρία Έρρικα Μπρόγερ, στον ρόλο της ιδιοκτήτριας της βίλας όπου γίνεται η επίδειξη, είναι ένας ζωντανός φόρος τιμής στο σύνολο του έργου και άλλη μια ευρηματική ιδέα του Αντώνη Λουδάρου.
Η κυρία Λένα Αλκαίου βγαίνει στο δεύτερο μέρος και ξεσηκώνει τα πλήθη. Ερμηνεύει τραγούδια της Μαρινέλλας με δυνατή και σωστά δουλεμένη φωνή όμως δε θέλει να αγγίξει ή να ξεπεράσει τη μεγάλη αυτή ερμηνεύτρια. Καταφέρνει με ένα εντελώς δικό της στυλ να εναρμονιστεί πλήρως με την ορχήστρα και να μη φτάσει σε υψηλότερο σημείο απ’ αυτό που ξέρει πως μπορεί. Με σεβασμό στη φωνή της και στο κοινό, δημιουργεί κέφι και χαρά, παρασέρνει τον θεατή να χειροκροτεί αθάνατα ελληνικά τραγούδια και δημιουργεί την ευχάριστη ατμόσφαιρα που απαιτείται. Μια σημαντική φωνή ζωντανεύει τραγούδια-θρύλους με σύνεση και αγάπη. «Δως’ μου τ’ αθάνατο νερό», «Αν είναι η αγάπη αμαρτία», «Ζωγραφισμένα στο χαρτί» κ.ά. σε προκαλούν να χορέψεις!
Για το μπαλέτο μόνο τα καλύτερα έχω να πω. Άντρες και γυναίκες παίζουν βωβούς ή βοηθητικούς ρόλους, αλλάζουν τα σκηνικά, χορεύουν (οι χορογραφίες του Αναστάση Δεληγιάννη είναι ανυπέρβλητες, φαντασμαγορικές, έξοχες), ανεβοκατεβαίνουν σκάλες, απόλυτα ενορχηστρωμένοι και σωστά σκηνοθετημένοι. «Ζαλίστηκα» έτσι όπως έμπαιναν κι έβγαιναν και προετοίμαζαν την επόμενη σκηνή, τους θαύμασα και τους χειροκρότησα με όλη μου την ψυχή για τη δουλειά που βγάλανε. Σε μια παράσταση όλοι είναι σημαντικοί για την αρτιότητα του συνόλου όμως εδώ αυτοί οι άνθρωποι είναι ένα αρραγές υποστηρικτικό σύνολο που αξίζει να το δει κανείς πιο προσεκτικά.
Ιδιαίτερη αναφορά ας μου επιτραπεί να κάνω στην Ελευθερία Κοντογιώργη, που από σεμνή ρεσεψιονίστ Γεσθημανή μεταμορφώθηκε σε απόλυτη θηλυκή χορεύτρια Τζίνα, ξεσηκώνοντας τον Τόνυ Δημητρίου (πραγματικά πανέμορφη, όπως και όλα τα μέλη του μπαλέτου, απλά το σόλο χορευτικό της έριξε τα φώτα πάνω της), στον Νικόλα Γεωργανή που πρωτογνώρισα στο έργο «Δικός σου» (θέατρο Βαφείο, άνοιξη 2017) και χαίρομαι πραγματικά με τη σιωπηλά ανοδική πορεία που ακολουθεί και στη Δήμητρα Βαρσάμου που υποδύεται την κόρη της Σούζυς, της οποίας το όνομα δυσκολεύτηκα να ταυτίσω (τι κακή συνήθεια να μη διανέμεται το θεατρικό πρόγραμμα από την αρχή των παραστάσεων παρά έναν ή και δύο μήνες μετά, κάτι που βλέπω σε πάμπολλα θέατρα!). Το κοριτσάκι καταφέρνει με τα ελάχιστα λόγια και τη σεμνή της παρουσία να δημιουργήσει έναν χαρακτηριστικό δεύτερο ρόλο και να βγάλει πηγαίο γέλιο μόνο με την εμφάνισή της ή τις κραυγές της «Μύκονοοοος»! Στην πορεία έχει κι εκείνη μια έκπληξη για τους θεατές και της δίνω με όλη μου την καρδιά συγχαρητήρια γι’ αυτό που έχει καταφέρει!
Η «Σύγχρονη Ορχήστρα Μίμης Πλέσσας», υπό τη διεύθυνση του Μαυρίκιου Μαυρικίου, είναι απόλυτα συγχρονισμένη με τη ροή του έργου και η μουσική της είναι αναπόσπαστο κομμάτι της παράστασης. Έχοντας καθίσει τυχαία αρκετά κοντά τους διαπίστωσα για πρώτη φορά πώς επικοινωνούν μεταξύ τους τα μέλη της κατά τη διάρκεια του έργου. Όλοι κοιτάνε στα μάτια τον διευθυντή, που a propo κάνει τεράστια δουλειά, κάτι που επίσης δεν είχα διαπιστώσει ως τώρα, κι όταν δεν είναι η σειρά τους ούτε το έργο χαζεύουν ούτε «βγαίνουν» απ’ τη θέση τους. Είναι όλοι εκεί, ετοιμοπόλεμοι, άμεσοι, καίριοι και με γρήγορα αντανακλαστικά, ειδικά ο Κώστας Ζιαμπάκας και ο Βαγγέλης Βαρελάς στα μπουζούκια. Ο Μαυρίκιος Μαυρικίου έχει κάνει ένα τεράστιο άλμα στην καριέρα του, έχοντας αναλάβει ένα δύσκολο έργο, αυτό της διεύθυνσης αλλά και της ενορχήστρωσης. Αν ο Αντώνης Λουδάρος αξίζει τα εύσημα για τη διασκευή και τη σκηνοθεσία, ο Μαυρίκιος Μαυρικίου τα παίρνει για τη μουσική. Δύο άνθρωποι που σεβάστηκαν το έργο που τους παραδόθηκε και πάτησαν δίπλα του με σεβασμό, όχι πάνω του με επιδειξιομανία.
Για τα κοστούμια της Ελένης Μπλέτσα δεν έχω λόγια. Κομψά, καλαίσθητα, πρακτικά (όπως το φόρεμα της Μπέσυς Μάλφα που μετατρέπεται σε εντυπωσιακό νυφικό), ήταν όλα ένα κι ένα. Τα πιο σικ τα φορούσαν οι καλεσμένοι στην επίδειξη μα και τα άλλα ήταν απόλυτα ταιριαστά με το πνεύμα και το στυλ της εποχής. Ακόμη και οι κιτς δημιουργίες της Πελαγίας ήταν άκρως διασκεδαστικές! Τα σκηνικά της Μαρίας Φιλίππου ήταν ευρηματικότατα, αναπαριστούσαν εισόδους, πόρτες, ακόμη και καράβι αλλά είχαν το μοτίβο ενός πατρόν φορέματος! Η εντυπωσιακή σκάλα είναι χρήσιμη σε πολλές σκηνές, η ρεσεψιόν τρομερά εξυπηρετική και το κέντρο διασκέδασης στήνεται στο πιτς φιτίλι. Αγάπησα το κίτρινο τηλέφωνο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της Πελαγίας και το αλά Ζωή Λάσκαρη και Μάρθα Καραγιάννη φόρεμα της Μπέσυς Μάλφα όταν τραγουδάει τα όνειρά της. Ακόμη και τα αντικείμενα ήταν εντεταγμένα στο κλίμα της εποχής.
«Η Παριζιάνα» λοιπόν σας περιμένει για τρεις διασκεδαστικές ώρες, γεμάτες κέφι και μουσική. Αφήστε τις ταξιθέτριες, που κυκλοφορούν με πελότες στα χέρια και μεζούρες στους ώμους, να σας οδηγήσουν στη θέση σας, κλείστε τα κινητά και απολαύστε μια αξιέπαινη και άκρως διασκεδαστική παράσταση.