(Στη μνήμη της Εβίτας Φύτρου, Μάτι 23/7/2018)
Στα ανάλγητα πευκόφυτα ρουμάνια της Βραυρώνας
σαλεύει ακόμα ζωντανός ο ύμνος των παρθένων,
σεβάσμιοι μύστες κλέβουνε τη τρίλια της αηδόνας
κι ολονυχτία ιερουργούν, ψυχών εξαγνισμένων.
Στο άλιαστο δάσος, το άδυτο που μήτε δάκρυ φτάνει
να πέσει μαλακά στη γη, τη μήτρα της να θρέψει,
το ποδογύρι πιάνεται απ΄ το άσπρο της φουστάνι
ψάχνοντας να ΄βρει στα τυφλά, θαύματα να μερέψει.
Αλαφριά πατημασιά χαϊδεύει τα χορτάρια
και απ΄ τα λιανά τα γόνατα που στάζουνε ροσόλι
μεθάν οι φτέρες καταγής, στενάζουν τα λιθάρια,
λύνεται τ΄ ασπροκόκκινο Μαρτιάτικο βραχιόλι.
Πλαντάζει η άμαθη καρδιά, τ΄ άλογα αφηνιάζουν,
γίνεται χτύπος η κλαγγή, στα στήθια της φουσκώνει
πέρα λυσσάνε τα σκυλιά και οι καιροί ουρλιάζουν
το θέρος βασανίζεται, θρήνο βαρύ σηκώνει.
Πότνια θηρών, Αρτέμιδα, Αγραία Ηγουμένη,
έφηβη κόρη πρόβαλε χωρίς τόξο και πάλα,
στα ιερά σου χώματα πέφτει γονατισμένη
φέρνει θυσία για σπονδή της μάνας της το γάλα.
Μια άλλη Ιφιγένεια σπαράζει στο βωμό σου
κι ο Αχιλλέας πέθανε κι έσπασε η γραφίδα
κρίνε Θεά τη δούλη σου, πες της τον ορισμό σου
εδώ θα γίνει Ζάλογγο ή μια καινούρια Αυλίδα;
Να σηκωθούν τα πετεινά, της γης τα χαμοπούλια,
Υμέναιος ύμνος να ακουστεί σ΄ όλη την οικουμένη,
να ξεκινήσουν τα βιολιά, να παίξουν τα νταούλια
κόρη φλεγόμενη περνά για γάμο στολισμένη.
Θαλλώ
Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό διαγωνισμό koukidaki.