Εγγραφή στο newsletter για να μη χάνετε τίποτα! *** Φωνή τέχνης: Έχουμε πρωτιές! *** Δωρεάν διπλές προσκλήσεις! *** Κατεβάστε ΔΩΡΕΑΝ e-books ή διαβάστε λογοτεχνικά κείμενα σε πρώτη δημοσίευση ΕΔΩ! *** Αν σας αρέσει το θέατρο -παρακολουθείτε όλα τα είδη- ή έχετε άποψη για μουσικά άλμπουμ ή για ταινίες ή διαβάζετε λογοτεχνικά έργα κτλ. και επιθυμείτε να μοιράζεστε τις εντυπώσεις σας μαζί μας, επικοινωνήστε με το koukidaki. Αρθρογράφοι, κριτικογράφοι, άνθρωποι με ανάλογη κουλτούρα ζητούνται! *** Δείτε τις ημερομηνίες των προγραμματισμένων κληρώσεων στη σελίδα των όρων.
ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ακολουθώντας τους συνδέσμους. Μυθιστορήματα: Ο καπετάνιος τση Ζάκυθος * Το κορίτσι της Σελήνης * Οι τρεις πίνακες * Η φυγή των τεσσάρων * Από τις στάχτες της Καντάνου * Σαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ * 4ος όροφος ** Αληθινή ιστορία: Το ανυπεράσπιστο αγόρι ** Διηγήματα: Αγόρια και κορίτσια * Pelota * Backpack: Ιστορίες χίμαιρες ** Διάφορα άλλα: Έξι τίτλοι από τις εκδόσεις Ελκυστής * Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις Ελκυστής ** Για παιδιά: Η περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη * Ρόνι ο Σαλιγκαρόνης

Μεσημέρι στην κουζίνα

Κωνσταντίνου Μαρούγκα
Ο γιος του καθόταν στην κουζίνα μπροστά από ένα άδειο πιάτο, φαινόταν συννεφιασμένος. Κοίταζε το ποτήρι του που ήταν ακόμη μισογεμάτο με κρασί, φύσαγε και ξεφύσαγε. Μόλις είχε επιστρέψει από τη δουλειά και είχε φάει το μεσημεριανό του. Η γυναίκα του δούλευε και η κόρη του διάβαζε για την εξεταστική στο δωμάτιό της. Ήπιε μια γουλιά κρασί και σκούπισε το πρόσωπό του με μια χαρτοπετσέτα. Έμοιαζε κουρασμένος· τα σκεπτικά μάτια του τον βάραιναν περισσότερο. Ο πατέρας του, ένας ηλικιωμένος άνδρας, βρίσκοντας ευκαιρία που ήταν μόνος στην κουζίνα, τον πλησίασε. Τα βήματά του ήταν αργά, σχεδόν δειλά, σαν να προχωρούσε και να οπισθοχωρούσε για μερικά λόγια που είχε ανάγκη να ειπωθούν.
«Τι έγινε, πατέρα;» ρώτησε ο γιος πίνοντας ακόμη μια γουλιά από το κρασοπότηρο. «Τίποτα, παιδί μου, ήθελα να δω πώς είσαι» απάντησε ο πατέρας.
«Τρώω, τι να κάνω, πτώμα είμαι» είπε κοφτά ο γιος σαν να μην είχε όρεξη για κουβέντα.
«Καλά, ξεκουράσου, μη σε ενοχλώ» είπε ο πατέρας και έκανε να φύγει. Στα χέρια του κρατούσε ένα κιτρινισμένο κομμάτι χαρτί. «Τι κρατάς, εκεί;» είπε με απορία ο γιος. «Τίποτα, δεν είναι η ώρα. Ξεκουράσου» απάντησε ο πατέρας μετανιωμένος κάνοντας να φύγει.

«Έλα, ρε πατέρα, τώρα μην είσαι μυστήριος. Κατάλαβα ότι κάτι θες από τον τρόπο που μπήκες μέσα. Πες μου!» φώναξε ο γιος κοπανώντας το χέρι του πάνω στο τραπέζι. Το πιρούνι έκανε θόρυβο αναπηδώντας στο πιάτο. Ο ήχος έκανε τον πατέρα να γυρίσει και δειλά άφησε πάνω στο τραπέζι μια φωτογραφία. Ο γιος άπλωσε το χέρι του και την έφερε κοντά του. Έδειχνε παλιά, σέπια στο χρώμα και φθαρμένη στις άκρες. Τα πρόσωπα όμως που απεικονίζονταν φαίνονταν ξεκάθαρα. Ήταν δύο άντρες. Ο πατέρας του και ένας άγνωστος φορώντας κοντομάνικα πουκάμισα.
«Τι φωτογραφία είναι αυτή πατέρα;» ρώτησε ο γιος με απορία.
«Έχω ακούσει ότι μπορούν να δώσουν χρώμα στις παλαιές φωτογραφίες. Αληθεύει;» ρώτησε ο πατέρας και κάθισε στην άλλη άκρη του τραπεζιού έχοντας τον γιο του απέναντί του. Ο γιος του έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του και πέταξε τη φωτογραφία στο κέντρο του τραπεζιού. «Θα πάω να σ’ τη φτιάξω, αν θες» είπε και σηκώθηκε να πλύνει το πιάτο του στον νεροχύτη.
«Σε ευχαριστώ» είπε ο πατέρας και κοίταξε τη φωτογραφία από μακριά, σαν πια να είναι κοινό κτήμα με τον γιο του.
«Δεν θα ρωτήσεις με ποιον είμαι;» ρώτησε.
«Με κανένα φίλο σου φαντάζομαι» είπε ο γιος αδιάφορα πλένοντας το πιάτο του.
Ο πατέρας έμεινε σιωπηλός. Ο γιος γύρισε το κεφάλι του και τον κοίταξε. Εκείνος εξέταζε τη φωτογραφία. «Σαν τώρα τη θυμάμαι εκείνη τη μέρα» είπε χαμηλόφωνα. «Ήταν καλοκαίρι και είχαμε πάει βόλτα στην πλατεία, είχαμε δεν είχαμε κάνα μήνα που τελειώσαμε το στρατιωτικό μας, γι’ αυτό είμαστε έτσι κοντοκουρεμένοι. Ακόμα δεν είχα γνωρίσει τη μάνα σου, Θεός σχωρέσ’ τη…» συνέχισε.
«Μαζί κάνατε φαντάροι;» ρώτησε ο γιος, ενώ συνέχισε να ξεπλένει το πιάτο του.
«Ναι, γνωριστήκαμε εκεί, αλλά η συντροφιά μας κράτησε περισσότερο καιρό. Τον έλεγαν Παναγιώτη και…» η φωνή του πατέρα έσπασε. Ο γέρικος λαιμός του έμοιαζε να τρέμει, πήρε μια κοφτή ανάσα «…και ήταν ο άνθρωπος που αγάπησα περισσότερο στη ζωή μου».
Ακολούθησε σιωπή. Ο γιος σκούπισε το πιάτο, το άφησε στο στραγγιστήρι με αργές κινήσεις. Στον νεροχύτη βρισκόταν μόνο το πιρούνι, ανήμπορο πια να βγάλει ήχο. Γύρισε, τίναξε τα χέρια του και κάθισε στο τραπέζι, απέναντι από τον πατέρα του. Πήρε το ποτήρι και ήπιε την τελευταία γουλιά κρασιού που είχε απομείνει.
«Δεν το περίμενες, ε;» ρώτησε με αφέλεια ο πατέρας. Τα μάτια του εκλιπαρούσαν τον γιο του να απαντήσει κάτι, από το στόμα του όμως οι λέξεις έβγαιναν με φειδώ.
«Τι λες, πατέρα; Τα έχεις χαμένα μου φαίνεται» είπε ο γιος καρφώνοντας το βλέμμα του στο πάτωμα. Δεν ήταν σίγουρος για το τι ένιωθε, ήταν αμήχανος, κάπως ντροπιασμένος.
«Έπρεπε κάποτε να το μοιραστώ κι εγώ, με κάποιον. Δεν μου έχουν μείνει και πολλοί πια, μόνο εσύ, η γυναίκα σου και η εγγονή μου. Ο Παναγιώτης ήταν η μεγαλύτερη αγάπη της ζωής μου, και ας διήρκεσε δύο χρόνια αυτή η ζωή» είπε ο πατέρας με κάποια σταθερότητα πια στη φωνή του.
«Σταμάτα, δεν ξέρεις τι λες! Είσαι γέρος άνθρωπος, θα σε ακούσει κανείς θα μας κρεμάσει κουδούνια! Όλα τα είχαμε, το ακούσαμε και αυτό!» ο γιος πετάχτηκε από την καρέκλα και ξέπλυνε νευρικά το ποτήρι και το πιρούνι, αφήνοντάς τα στο στραγγιστήρι. Ο νεροχύτης πια ήταν άδειος.
«Καλά, σταματάω, αφού δεν θες να ακούσεις. Μπορείς όμως να μου φέρεις τη φωτογραφία έγχρωμη να έχω την ανάμνηση αυτήν όσο πιο ζωντανή γίνεται; Δεν θα σου ζητήσω τίποτα άλλο» είπε ο πατέρας κάπως θλιμμένος, αφήνοντας τη φωτογραφία στο τραπέζι.
Ο γιος ήταν πλάτη, δεν τολμούσε να γυρίσει να κοιτάξει τον πατέρα του που καθόταν στο τραπέζι. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη, όπως κάθε φορά που ακούγονται λόγια αληθινά. Μια φράση από το στόμα του γιου διέλυσε τη σιωπή.
«Και η μαμά;» ρώτησε με απορία.
«Τη μητέρα σου τη λάτρευα, την εκτιμούσα ως άνθρωπο, τη γνώρισα κάποια χρόνια μετά. Και όχι μόνο τη λάτρευα, αλλά ένιωθα και σίγουρος με την επιλογή μου να αποκτήσω οικογένεια μαζί της, διότι γεννήθηκες εσύ. Ποτέ δεν την κορόιδεψα, ποτέ δεν την εκμεταλλεύτηκα, ποτέ δεν την απάτησα, ποτέ όμως δεν την ερωτεύτηκα. Έπρεπε τότε να παντρευτώ. Μην τα ρωτάς» είπε ο πατέρας με απλότητα.
«Άρα μια τρέλα ήταν, μια φάση με αυτόν» είπε ο γιος με ανυπομονησία.
«Δεν υπάρχουν τέτοιες φάσεις, παιδί μου. Ο έρωτας, η έλξη, όπως θες πες το, είναι κάτι που δεν μπορείς να ελέγξεις. Η κοινωνία μάς προσαρμόζει να τα σκεφτόμαστε τόσο» απάντησε ο πατέρας.
Φαινόταν ακόμη μαγκωμένος από τη συζήτηση, με μια λαχτάρα όμως να μιλήσει, να εκφράσει αυτά που είχε τόσο καιρό κρατημένα.
«Και γιατί τώρα; Γιατί μου το έκρυβες τόσα χρόνια» ρώτησε ο γιος με μια προσπάθεια να αντιληφθεί αυτά που άκουγε από τον πατέρα του.
«Γιατί σας άκουσα να τσακώνεστε με την μικρή και ήθελα να σου μιλήσω. Όλα λύνονται. Άκου με, οι αναμνήσεις, αυτά που έχει ζήσει ο καθένας μας, αφορούν τον ίδιον, αν δεν τα μοιραστεί όμως μοιάζουν με φαρμάκι, ακόμα και τα καλά, όπως ένας έρωτας. Επίσης μην ξεχνάς ότι, ένας έρωτας δικός μου, ένας τέτοιος έρωτας, πώς δεν θα γκρέμιζε αυτά που έχουμε χτίσει, αν το ήξερες από παλιά; Αν ήξερες αυτή τη μικρή μου ανάμνηση από παιδί, θα χάναμε πολλές μετέπειτα αναμνήσεις ως οικογένεια: εγώ, εσύ και η μητέρα σου» απάντησε ο πατέρας και συνέχισε «Η μητέρα σου δεν ήξερε, επειδή νιώθω ότι θες να ρωτήσεις»
«Πώς;»
«Όταν με γνώρισε ήμουν μόνος αρκετό καιρό, δεν είχα φίλους, ένιωθα κενός, είχα κλειστεί στο σπίτι σαν άρρωστος. Ήμουν μάλλον γεροντοπαλίκαρο για την εποχή μου που παντρεύονταν όλοι νεαροί. Δουλεύαμε μαζί τότε στο βιβλιοδετείο και μου είχε κάνει εντύπωση ο δυναμισμός της. Όταν συζητήσαμε πρώτη φορά σχεδόν με ανάγκασε να αρχίσω να βγαίνω ξανά από το σπίτι, σαν να με ανέστησε. Της οφείλω πολλά, τη ζωή μου όλη, μια και είχα χάσει μια άλλη. Της είχα πει ότι έχασα έναν άνθρωπο δικό μου και είχα τις κλειστές μου, έτσι αποφάσισε αυτή να προσπαθεί να πάρει τη θέση του άλλου. Όλα αυτά τα χρόνια ντρεπόμουν να της το πω, είχα καλά κρυμμένη τη φωτογραφία» πριν την τελευταία λέξη, ο πατέρας έμοιαζε πάλι να χάνει τα λόγια του. Κοίταξε ξανά τη φωτογραφία στη μέση του τραπεζιού και έκανε να την ακουμπήσει, ο γιος του τότε την έπιασε μονομιάς και την έσφιξε στα χέρια του.
«Μάλιστα» είπε κοφτά ο γιος και κοίταζε τη φωτογραφία παρατηρώντας τις δυο αντρικές φιγούρες. Βιαστικά σκέφτηκε ότι ήταν σχεδόν συνομήλικοι, έτσι έμοιαζαν τουλάχιστον, φορούσαν παρόμοια ρούχα και χαμογελούσαν. Τα χέρια τους από τους ώμους μέχρι τους βραχίονες ήταν ενωμένα, οι παλάμες όχι. Φαινόταν να έχουν οικειότητα, αλλά δεν πρόδιδαν ότι ήταν σύντροφοι, ούτε το απέκλειαν, μπορούσε κάποιος να κρίνει όπως ήθελε, χωρίς απαραίτητα να είναι η αλήθεια. Κούνησε τη φωτογραφία με το χέρι του και τη χτύπησε δύο φορές στην παλάμη του νευρικά. Ο πατέρας κοιτούσε προσεκτικά τις κινήσεις του, φοβόταν μη σκιστεί.
«Δεν θες να σου πω γι’ αυτόν;» ρώτησε ο πατέρας διακριτικά.
«Είναι υποχρεωτικό;» απάντησε ο γιος κοφτά.
«Όχι, παιδί μου, μου αρκεί που ξέρεις έστω αυτά για τον πατέρα σου. Δεν θέλω να σε πιέσω. Μόνο αν μπορείς να μου κάνεις τη χάρη που σου ζήτησα» είπε ο πατέρας.
«Ναι, ναι να την έχεις και με χρώμα. Μήπως να την κάνουμε και αφίσα; Έχουμε τις τρελαμάρες της μικρής, έχουμε και του γέρου τώρα! Στο διάολο!» φώναξε ο γιος και τσαλάκωσε τη φωτογραφία πετώντας τη στο πάτωμα της κουζίνας.
Επικράτησε σιωπή για λίγη ώρα.
«Τον γνώρισα στον στρατό…» ξεκίνησε ο πατέρας να λέει με τρεμάμενη φωνή κοιτώντας τη φωτογραφία τσαλακωμένη στο πάτωμα, ατσαλώνοντας χωρίς να σπάσει σε λυγμούς ή να σκύψει να την πιάσει.
«Έλα τώρα!» τον έκοψε ο γιος.
«… και από την πρώτη στιγμή που τον είδα κατάλαβα ότι κάτι παράξενο συμβαίνει μέσα μου. Ένιωθα την ανάγκη να βρίσκομαι κοντά του, να έχουμε κοινές υπηρεσίες, κοινές άδειες, να τον βλέπω όσο περισσότερο μπορούσα. Δεν του είπα ποτέ τίποτα όσο υπηρετούσαμε. Δεν ήξερα καν τι να του πω. Φοβόμουν. Φοβόμουν πολύ, για έναν χρόνο σχεδόν δεν έβγαλα άχνα» συνέχιζε ακάθεκτος ο πατέρας.
«Σταμάτα μωρέ σου λένε!» έκανε ο γιος και χτύπησε το χέρι στο τραπέζι.
«Τότε ο στρατός δεν ήταν αστείο πράγμα, αν καταλάβαιναν κάτι θα με έβγαζαν στην πρωινή αναφορά. Φοβόμουν πολύ, μέχρι που μια μέρα…»
«Γιατί το κάνεις αυτό; Σου ζήτησα ότι δεν θέλω να ξέρω. Αυτά που λες με ξενίζουν· λες και ο νεαρός στη φωτογραφία να μην είσαι εσύ» τον έκοψε ξανά ο γιος.
«Είμαι εγώ όμως, άσε με να μιλήσω! Μόνο αυτό! Άσε με να μιλήσω και έπειτα ας τα ξεχάσουμε όλα. Θέλω να τα πω σε έναν άνθρωπο στη ζωή μου, τόσα χρόνια μέσα μου βαλτώνουν, με πνίγουν. Περίμενα χρόνια! Άσε με, παιδί μου» έκανε ο πατέρας με έντονο ύφος, σχεδόν παρακλητικό. Ο γιος του δεν απάντησε τίποτα.
Ξεφύσησε και έσκυψε το κεφάλι του, καθισμένος καθώς ήταν, τρίβοντας τον σβέρκο του με τα δυο του χέρια από αμηχανία.
«Μια μέρα λοιπόν, θυμάμαι ήμουν στο εστιατόριο και μάζευα τους δίσκους με τα αποφάγια. Κόντευα στην απόλυση. Ήρθε κοντά μου και μου είπε “νομίζω έχω καταλάβει, λίγη υπομονή ακόμα” και μου πήρε την ανάσα. Από τότε, από εκείνα τα δύο λόγια κατάλαβα κι εγώ. Δεν έβλεπα την ώρα να βγούμε από κει μέσα. Τον είχα ερωτευτεί πραγματικά. Ένιωθα τα βλέμματα όλων να μας κοιτάζουν όποτε ήμασταν μαζί, δεν είχαν καταλάβει τίποτα, αλλά εγώ που ένιωθα τόσο έντονα συνέχισα να ντρέπομαι. Οι εποχές τότε ήταν πολύ δύσκολες για κάτι τέτοιο, σχεδόν απαγορευτικές, όμως εγώ υπήρχα, εκείνος υπήρχε και αυτά που νιώθαμε ήταν αληθινά, χωρίς προσπάθεια, ίσα ίσα με πολλά εμπόδια. Μέσα στο στρατόπεδο δεν τολμούσα να ακουμπήσω ούτε το χέρι του. Γενικά δεν είχα ξανακουμπήσει ποτέ άνθρωπο. Οι φαντάροι τότε με κορόιδευαν που δεν ήθελα να πάω σε “σπίτι” μαζί τους στις εξόδους. Εκείνος είχε πάει, εγώ δεν ήθελα. Τον καταλάβαινα, οι ορμές είναι δύσκολο να δαμαστούν στον στρατό. Πρώτη φορά τον άγγιξα θυμάμαι…»
«Αρκετά. Δεν με αφορά. Αλήθεια, πατέρα, καταλαβαίνω, αλλά κατάλαβε κι εσύ τη δική μου θέση, νιώθω την εικόνα σου να γκρεμίζεται» είπε ο γιος και σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε απέναντι από το παράθυρο.
«Γιε μου, η εικόνα μου τώρα συμπληρώνεται, δεν σου την γκρεμίζω. Όπως και να ‘χει η ιστορία μας δεν κράτησε πολύ, τουλάχιστον όσο ονειρευόμασταν. Όλα ήταν πολύ έντονα, αλλά για λίγο. Ήθελα παραπάνω μαζί του, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρναμε. Νιώθαμε απίστευτη πίεση, λέγαμε ψέματα, κρυβόμασταν από όλους, όμως όταν μπαίναμε στο σπίτι όλα ήταν εύκολα. Με τα παντζούρια κλειστά, είχαμε χτίσει ένα καταφύγιο για τους δυο μας, χωρίς να ξέρουν οι άλλοι. Αρκούσε που το ξέραμε εμείς. Είχαμε νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα, ημιυπόγειο κοντά στο κέντρο για μερικές στιγμές μακριά από τα σπίτια μας. Δεν είχαμε παραπάνω χρήματα ειδικά μετά τον στρατό, αλλά τα καταφέρναμε με μικροδουλειές. Τη φωτογραφία τη βγάλαμε λίγες μέρες μετά την απόλυσή μας. Είχα μία εγώ και μία εκείνος, σε περίπτωση που χωρίζονταν οι δρόμοι μας, να έχουμε κάτι να μας ενώνει. Λίγο καιρό μετά, ο πατέρας του βρήκε τη φωτογραφία» ολοκλήρωσε με σοβαρό ύφος.
«Και;» απάντησε ο γιος γυρίζοντας το κεφάλι και κοιτάζοντας τον πατέρα του πρώτη φορά στα μάτια.
Ο πατέρας φάνηκε να ξαφνιάζεται που ο γιος του όντως άκουγε την ιστορία του. «Ο Παναγιώτης πίσω από τη φωτογραφία είχε γράψει “η πιο όμορφη μέρα της ζωή μου” και την ημερομηνία που τραβήχτηκε. Όταν τη βρήκε ο πατέρας του μέσα στο σακάκι του, τον ρώτησε τι συμβαίνει. Αυτός τα αρνήθηκε όλα, ο πατέρας του τον χτύπησε, αλλά ο Παναγιώτης δεν έσπασε, τον ρώτησε για εμένα, δεν του είπε τίποτα προσπάθησε να μας προστατέψει και τότε μια και τα αρνήθηκε όλα πολλές φορές, εκείνος έσκισε τη φωτογραφία. Τότε ήταν που έσπασε, τότε ήταν που ο πατέρας του κατάλαβε, τότε ήταν που κατάλαβα κι εγώ ότι είχαμε τελειώσει» ο πατέρας φάνηκε να συγκινείται, αλλά προσπαθούσε να το κρύψει.
«Τι έγινε μετά;» είπε ο γιος πλησιάζοντας τον πατέρα διστακτικά.
«Τον συνάντησα λίγο καιρό μετά. Έκανε μέρες να έρθει στο καταφύγιό μας. Εγώ πήγαινα κάθε απόγευμα και τον περίμενα. Ανησυχούσα που δεν ερχόταν, αλλά πήγαινα μπας και έρθει και δεν ήμουνα εκεί. Ήξερα ότι δεν μπορούσε να ξεφεύγει συνέχεια από το πατρικό του. Όταν τελικά τον είδα, είχε μελανιές στο πρόσωπο. Τρόμαξα όταν τον είδα έτσι. Μου είπε τι έγινε. Μου είπε ότι με αγαπάει. Μου είπε ότι τρόμαξε πολύ που είδε τον πατέρα του νευριασμένο. Μου είπε ότι δεν μπορεί να ζήσει έτσι. Μου είπε ότι θα του κάνουν προξενιό. Μου είπε ότι πέρασε πολύ όμορφα. Μου είπε να ξενοικιάσουμε. Μου είπε πως θα με σκέφτεται για πάντα. Μου είπε πως λυπάται. Μου είπε πως λυπάται πολύ. Μου είπε πως ντρέπεται. Μου είπε ότι είναι αμαρτία. Μου είπε πως ήταν λάθος. Μου είπε πως τελικά αυτά δεν γίνονται. Μου είπε… Μου…» ο πατέρας ξέσπασε σε δάκρυα.
«Πατέρα…» έκανε ο γιος και του χάιδεψε το κεφάλι.
«Ήξερα ότι τα τελευταία λόγια δεν ήταν δικά του. Ήξερα ότι του τα είπαν οι δικοί του. Από τότε δεν τον ξαναείδα ποτέ. Ποτέ. Τον κράτησα σαν ανάμνηση, σαν φυλακτό. Μία φωτογραφία. Τον έκανα ένα χαρτί σημαντικό. Δεν πίστεψα λέξη από αυτά που έλεγε. Έβλεπα τα μάτια του να καίνε, είχα ζήσει μαζί του, ήξερα. Όμως τελικά οι πράξεις μετράνε, όχι αυτά που σκεφτόταν ή ήθελε. Δε στάθηκα εμπόδιο στην απόφασή του. Περίμενα να γυρίσει, να έρθει να με βρει. Ποιος ξέρει ίσως και να γύρισε, αλλά το διαμέρισμά μας ήταν πια ξενοίκιαστο, δεν ήμουν εκεί. Μετά από λίγα χρόνια γνώρισα τη μητέρα σου και η ζωή πήρε τη μορφή που γνωρίζεις. Αυτά από μένα. Αυτά». Ο πατέρας τελειώνοντας αναστέναξε και πήρε το μαντήλι που είχε στην τσέπη του παντελονιού του και σκούπισε τα δάκρυα κάτω από τα γερασμένα μάτια του. Ο γιος του μάζεψε την πεταμένη φωτογραφία από το πάτωμα, την ίσιωσε, της τσάκισε τις άκρες να φαίνεται καθαρά και την έβαλε στην τσέπη του.
«Αύριο θα σου την έχω έτοιμη. Θα έχεις μια έγχρωμη όπως θες. Θα τους ζητήσω να φτιάξουν και αυτήν, όσο γίνεται» είπε ο γιος σχεδόν συγκινημένος.
«Σε ευχαριστώ πολύ παιδί μου» είπε ο πατέρας και σηκώθηκε από την καρέκλα.
Ο γιος ήταν ακόμη αμήχανος, στεκόταν όρθιος και κοίταζε τον πατέρα του να φεύγει από την κουζίνα. Έφερε στο μυαλό του μια πολύ πρόσφατη ανάμνηση, όταν πριν λίγες μέρες άνοιξε αναζητώντας ένα μολύβι το συρτάρι του γραφείου της κόρης του και είδε μια φωτογραφία της με μια κοπέλα. Από πίσω έγραφε ημερομηνία και είχε ζωγραφισμένη μια καρδιά με δύο αρχικά. Το ένα ήταν της κόρης του. Είχε γίνει έξω φρενών, την έβρισε, την απείλησε, την είπε ανώμαλη, την ρωτούσε χίλια δυο, εκείνη μόνο έκλαιγε, δεν απαντούσε. Δεν του απάντησε ποτέ ευθέως. Την έκανε να νιώθει ντροπή. Μόνο όταν τελικά πήγε να σκίσει τη φωτογραφία, τότε εκείνη ούρλιαξε παρακαλώντας τον να μην το κάνει. Τότε ο πατέρας κατάλαβε και άφησε τη φωτογραφία στο συρτάρι. Βγήκε από το δωμάτιο αναθεματίζοντας, αφήνοντάς την κλαμένη. Δεν μπορούσε να το χωνέψει. Δεν μπορούσε να δεχθεί ότι η κόρη του μια τόσο όμορφη γυναίκα δε θα ζούσε όπως είχε εκείνος φανταστεί, δίπλα σε έναν άντρα. Ήθελε να το σταματήσει με κάθε τρόπο. Δημιουργούσε σενάρια κάθε ώρα της μέρας. Σκόπευε να την τιμωρήσει. Μέχρι πριν το φαγητό του ήθελε να σταματήσει τον ανόσιο έρωτά της. Τώρα πια το πιάτο είχε πλυθεί, το ποτήρι και το πιρούνι του επίσης και μαζί με αυτά κάπως είχε καθαρίσει η σκέψη του. Κοίταξε τον πατέρα του ξανά που πήγαινε προς το σαλόνι ανακουφισμένος, ύστερα από τα λόγια που είπε, και συνειδητοποίησε πόσο αληθινή στιγμή μεταξύ τους ήταν αυτή η εξομολόγηση.
«Πατέρα» είπε «φώναξέ μου τη μικρή από το δωμάτιό της να έρθει εδώ, θέλω να της μιλήσω». Ο ηλικιωμένος κοντοστάθηκε, γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε τον γιο του με μάτια γεμάτα γαλήνη γνέφοντας καταφατικά. Ο γιος χαμογέλασε, αμήχανα, αλλά χαμογέλασε. Το πιο σημαντικό χαμόγελο όμως ήταν του ηλικιωμένου που, καθώς άφηνε την κουζίνα χαμογελούσε σχεδόν πονηρά, σαν να πέτυχε αυτό που ήθελε· να βοηθήσει να αναπτυχθεί ένας έρωτας νεανικός.
Και, ποιος ξέρει, μάλλον τα κατάφερε.

🌹

Κωνσταντίνος Μαρούγκας

Το έργο συμμετέχει στον 1ο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό koukidaki.

ΔΩΡΑ - Κλικ σε εκείνο που θέλετε για πληροφορίες και συμμετοχές
Pelota, Σταμάτη Γιακουμή4ος όροφος, Μάριου ΛιβάνιουΗ φυγή των τεσσάρων, Χάρη ΜπαλόγλουΑγόρια και κορίτσια, Δημήτρη ΣιάτηΣαν μαργαριτάρι από σ' αγαπώ, Αντώνη ΠαπαδόπουλουBackpack: Ιστορίες χίμαιρεςΑπό τις στάχτες της Καντάνου, Χριστίνας Σουλελέ
Βιβλιοδώρα από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΟι τρεις πίνακες, Βαΐας ΠαπουτσήΈξι τίτλοι από τις εκδόσεις ΕλκυστήςΤο κορίτσι της Σελήνης, Μαργαρίτας ΔρόσουΤο ανυπεράσπιστο αγόρι, Αλέξανδρου ΠιστοφίδηΡόνι ο Σαλιγκαρόνης, Χριστίνας ΔιονυσοπούλουΗ περιπετειώδης εξαφάνιση του Καλτσάκη, Ευαγγελίας Τσαπατώρα